Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Δημήτρης Βαρβαρήγος
Η αγάπη, μπάσταρδε, είναι ανώτερη κι απ’ το καθήκον

Τέσσερεις μήνες πάνε που ο David Fletser, ιδιωτικός ντέντεκτιβ, είχε αναλάβει την υπόθεση δολοφονίας του δημοσιογράφου των Times, Tomas Mour· και σχεδόν ο φάκελος είχε μπει στο συρτάρι.
Κανένα στοιχείο, κανένα λάθος ή ίχνος από τον ένοχο ή κάποιο άλλο σχετικό γεγονός με την υπόθεση δεν είχε μεσολαβήσει που να δώσει την ευκαιρία στον Fletser να συνεχίσει προς κάποια κατεύθυνση την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Ούτε τα καρφιά της νύχτας, ούτε και ο χαφιές της αστυνομίας, ένα σκέτο ρεμάλι που του έδινε πληροφορίες επ’ αμοιβή, είχε μάθει κάτι.

Ο Fletser, αυτό το καλοκαίρι χτύπαγε κάτι αναδουλειές που δεν του είχε ξανασυμβεί τριάντα πέντε χρόνια που είχε το γραφείο, όπως επίσης και η μοναδική υπόθεση που δεν είχε καταφέρει να εξιχνιάσει.
Όμως, ούτε για μια στιγμή, δεν την είχε βγάλει απ’ το μυαλό του. Αντίθετα, είχε πεισμώσει με αυτή την κατάσταση κι όλο ψέλλιζε: «Δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα… κάποιο λάθος θα έχει γίνει… που θα μου πάει…»
Ξημέρωνε Κυριακή όταν έφυγε τύφλα στο μεθύσι, από το black duck, το μπαρ που σύχναζαν κάθε λογής τελειωμένοι. Πήγαινε εκεί το τελευταίο διάστημα, κερνούσε κάθε απόβρασμα, κλεφτρόνι, μαστροπό, διακινητή, μήπως το ποτό έλυνε κάποια γλώσσα και μάθαινε κάτι. Εκείνο το βράδυ συνέβη ένα ευχάριστο· όσο κι απρόοπτο γεγονός. Τα ήπιαν για τα καλά κουβεντιάζοντας με τον κρυφό του πόθο, την Loren. Του εξιστόρησε την παιδική της ζωή. Για τους θετούς γονείς της, που η αυστηρότητα της ψεύτικης ηθικής τους έγινε η αιτία να την κάνει για την Αγγλία και να έχει ήσυχο το κεφάλι της.

Μίλησε για τη φιλία, τον έρωτα, την αληθινή αγάπη, την τιμή και την ντομπροσύνη.
Όσο μιλούσε προσπαθούσε διακριτικά με μια χαρτοπετσέτα να σβήσει από τον δείκτη του δεξιού χεριού της μια κηλίδα κόκκινη μπογιά. Τη σάλιωνε και την έτριβε.
-Θ’ αναρωτιέσαι τώρα, πως μια πουτάνα μιλάει για τιμιότητα; Ναι, γιατί εγώ μπορεί να εκδίδομαι, αλλά βγάζω στο φως όποια αλήθεια έχει κρυμμένη η καρδιά μου.
-Η τιμιότητα είναι άσχετη με το επάγγελμα, καλή μου… ξέρω κάτι κουμάσια μπάτσους και πολιτικάντηδες, που είναι χειρότεροι κι απ’ τα τρωκτικά, την διακόπτει και γνέφει στον Άμστερνταμ, να γεμίσει τα ποτήρια τους.
Η γλώσσα της είχε λυθεί. Την άκουγε με ενδιαφέρον δίχως να την διακόπτει, μήπως και κάτι της ξέφευγε για τη δολοφονία.
-Ερωτεύτηκα έναν αλήτη του καλού κόσμου… φτασμένος στην πιάτσα της τίμιας κοινωνίας σας. Ξεφτίλες. Με έκανε να τον αγαπήσω και να του χαρίζω, εκτός από την ψυχή μου, και τα βρώμικα κέρδη μου. Μου έταξε γάμο και τον πίστεψα. Μου έλεγε, θα κάνουμε πολλά παιδιά· και τον ερωτεύτηκα τρελά. Έκανα όνειρα· και ήταν ότι πιο όμορφο είχα ζήσει εκείνη την εποχή. Τρία χρόνια έπαιξε με την ψυχή μου. Με κορόιδευε. Μου έλεγε, πως το καθήκον είναι η αρχή και το τέλος του ανθρώπου· κι ότι είχε πολλά ακόμα καθήκοντα να διευθετήσει, καταλήγοντας, πως σύντομα θα έφτανε η στιγμή που θα με έκανε γυναίκα μου. Ψέματα. Πρόστυχα ψέματα. Αλλά βλέπεις, είχα ανάγκη από ένα παραμύθι. Είχα ανάγκη, να με αγαπάει αληθινά, ένας άντρας.

Ο Fletser, ένιωσε να του κάθετε στον λαιμό ένας ογκόλιθος, πολύ θα ήθελε να της εκμυστηρευθεί, πως ήταν σφόδρα ερωτευμένος μαζί της· και θα έκανε τα πάντα γι’ αυτήν. Δεν τόλμησε, άναψε τσιγάρο κι έμεινε να την κοιτάζει και να την ακούει γοητευμένος όσο εκείνη συνέχιζε να μιλάει.
-Του φώναξα: Η αγάπη δεν έχει όρια, όπως και η αχαριστία σου που έχει μεγαλύτερα. Γελούσε ο αδιάντροπος, Εκνευρίστηκα και του χίμηξα, τον τράβηξα από τα μαλλιά φωνάζοντας: «Η αγάπη, μπάσταρδε, είναι ανώτερη κι απ’ το καθήκον.» Μετά από καιρό, ξημερώματα ήταν, τον είδα να βγαίνει απ’ το ξενοδοχείο με μια άλλη γυναίκα -και όπως καταλαβαίνεις, μού γύρισε το μυαλό. Στάθηκα μπροστά του και ούρλιαξα: «Ρε αλήτη, τι νόμιζες, πως με την κόλαση μου θα σου βρώμιζα τον παράδεισο. Fuck you, μπάσταρδε.»
Με δυσκολία ο David Fletser, έφτασε στο γραφείο του. Οι τριάντα έξι βαθμοί κελσίου του έφερναν δύσπνοια. Άναψε τον ανεμιστήρα της οροφής, χαλάρωσε την πολυφορεμένη γραβάτα που είχε αλλάξει χρώμα από τη γλίτσα· κι έλυσε το παντελόνι να μη του σφίγγει την κοιλιά. Είχε παχύνει επτά κιλά, το τελευταίο διάστημα και δύσκολα του έμπαιναν τα ρούχα.

Μετά από έναν αναστεναγμό ανακούφισης, άνοιξε το μικρό ψυγείο, πήρε μια παγωμένη μπύρα και στάθηκε μπροστά στο ράφι με τους φακέλους. Τους φυλλομέτρησε με το μυαλό του να τρέχει στην εικόνα της Loren. Τράβηξε έναν. Κάθισε στο γραφείο, τον άνοιξε και αράδιασε επάνω του όλες τις ένορκες καταθέσεις.
Η ζαλάδα της αιθυλικής αλκοόλης δυσχέραινε το διάβασμα κάθε εγγράφου, απ’ όλους όσοι είχαν κληθεί εκείνο το βράδυ, όσο και για διάφορους τυχαίους, πιθανούς υπόπτους, που μάζευε τις επόμενες μέρες η κλούβα από τους δρόμους της νύχτας.
Κατέβαλε προσπάθεια και διάβαζε αργά και με προσοχή. Ταυτόχρονα έπινε και ξεφυσούσε σαν τρένο από σκοτούρα, από φούσκωμα κι από τον ατυχή έρωτα του για τη Loren.
Για ακόμη μια φορά, κανένα στοιχείο δεν επέρριπτε σε κάποιον ενοχή· κι έτσι τίποτα δεν είχε στα χέρια του για να έπιανε μια άκρη που θα ξετύλιγε το κουβάρι του απόλυτου μυστηρίου.

Μετά από λίγο τα μάτια του θάμπωναν τα γράμματα. Το μυαλό του δεν είχε συνοχή, ήταν πλημμυρισμένο με τη φωνή της. Κουρασμένος, δίχως άλλο κουράγιο, έγειρε το κεφάλι του επάνω στην απλωμένη χαρτούρα κι αμέσως αποκοιμήθηκε. Ο βαρύς ύπνος τον βύθισε σε μια ονειρική κατάσταση.
Βρέθηκε στο ίδιο όνειρο που επαναλαμβανόταν κάθε φορά που έψαχνε τη δολοφονία του Tomas Mour.
«Βρισκόταν σε ένα στενό δωμάτιο στην κορυφή ενός βουνού. Η πυκνή ομίχλη αδιαπέραστη, δεν τον άφηνε να δει λεπτομέρειες του περιβάλλοντα χώρου. Ζαλιζόταν, ένιωθε πως το δωμάτιο επέπλεε· όπως μια βάρκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, ένα μικρό φινιστρίνι καραβιού ήταν. Είδε να περνούν πολλοί άνθρωποι από μπροστά του, άντρες γυναίκες· σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο. Όλοι οι διάολοι μαζί σε μια επέλαση τρόμου. Είδε και πρόσωπα γνωστά. Τον Άμστερνταμ, έτσι φώναζαν τον Ολλανδό μπάρμαν του black duck. Την σπιτονοικοκυρά του, τη χοντρή εξηνταοκτάχρονη Τουρκάλα, που νοίκιαζε τρεις τρώγλες· κι όλο μαγείρευε τροφές που εσκόρπιζαν βαριές μυρουδιές. Είδε πρόσωπα που σύχναζαν στο μπάρ, εκείνο το συνονθύλευμα από τα μοναχικά άτομα που έψαχναν μέσα απ’ το ποτό να καλοπιάσουν την μοίρα τους. Είδε και τη Loren, την Αμερικάνα -τον ξανθό – μυστικό έρωτα του-, με τα μακριά πόδια, τα μεγάλα άγουρα στήθη και τον σφιχτό κώλο.

Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε αυτή τη γυναίκα τού άρεσε. Πολλά βράδια έφερνε την οπτασία της στον ύπνο του κι ερωτοτροπούσε μαζί της για ώρες. Στην πραγματικότητα όμως δεν τολμούσε να βρεθεί κοντά της ως εραστής. Πάντα ένιωθε ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι όταν την πλησίαζε. Ντρεπόταν που ήταν κοντός και χοντρός· κι αυτή ψηλή με κορμί λαμπάδα. Σύχναζαν στο μπαρ κι έπιναν κάποια βράδια που τύχαινε σπάνια να συναντιόνται τυχαία και την κερνούσε δύο και τρία ποτά, Αλεξάντερ, που ήταν το αγαπημένο της.
Λίγο μιλούσαν. Μετρημένες κουβέντες. Ήταν κλειστός τύπος η Loren. Κάτι έδειχνε να την βασανίζει και δεν το εκμυστηρευόταν. Από τα λιγοστά λόγια που είχαν ανταλλάξει, κατάλαβε πως ήταν καλλιεργημένη. Είχε τις βασικές σπουδές της κλασικής παιδείας· κι ας ήταν μια απ’ τις γυναίκες της χαράς των σκοτεινών δρόμων.
Είδε και το ρεμάλι, τον μπάτσο που του πουλούσε πληροφορίες να του μιλάει, μα δεν τον άκουγε. Προσπάθησε να διαβάσει τα χείλια του. Τη μοναδική λέξη που ξεχώρισε ήταν: «Στο σπίτι.»

Ξαφνικά, η πυκνή ομίχλη άρχισε να διαλύεται, το κεφάλι του γέμισε με την μουσική του Μπόμπ Ντύλαν και του Τζιμ Μόρισον. Η δυνατή μουσική που έφτανε από το απέναντι κτίριο τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Σαστισμένος κοίταξε το ρολόι στον τοίχο, ήταν ήδη 9:30. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Κοιμόταν όλη μέρα και το κεφάλι του ήταν βαρύ σαν πέτρα. Πεινούσε σαν λύκος, όπως πάντα. Ετοιμάστηκε κι έφυγε βιαστικά απ’ το γραφείο. Δυο δρόμους πιο κάτω πήρε ένα βρώμικο -νόστιμο σάντουιτς, με λουκάνικο και μουστάρδα, από τον John the Greek, έναν πλανόδιο ψήστη, που μερικές φορές δεν αρνήθηκε να του δώσει κάποιες πληροφορίες, όταν ρωτήθηκε, προκειμένου να τον πιάσει πελάτη.
Κάθε δαγκωνιά συνοδευόταν κι από ένα ψέλλισμα: «Στο σπίτι. Στο σπίτι.»
Τα βήματα του τον οδήγησαν στο πενταόροφο κτίριο που ήταν το διαμέρισμα του Tomas Mour. Όχι μακριά από το μπαρ που σύχναζε από τότε, μήπως κι έβρισκε κάποιο στοιχείο.
Δεν είχε ξαναπάει άλλη φορά εκεί, εκτός από την ημέρα που ανακαλύφθηκε το πτώμα και η δίωξη είχε ψάξει σπιθαμή προς σπιθαμή όλο το σπίτι. Δεν βρέθηκε κάτι ύποπτο και, μετά την πάροδο μίας βδομάδας, σφραγίστηκε με κάτι κόκκινες πλαστικές κορδέλες.
Ανέβηκε στον τέταρτο όροφο. Έφτασε έξω από την είσοδο. Αφουγκράστηκε τίποτα δεν ακουγόταν, έβγαλε από την τσέπη του ένα σύρμα και με ευέλικτο τρόπο ξεκλείδωσε την κλειδαριά. Πέρασε ανάμεσα από τις κορδέλες με προσοχή, κι έκλεισε πίσω του την πόρτα απαλά. Δεν άναψε φως για να μην κινήσει υποψίες αν κάποιος μυστικός παρακολουθούσε το σπίτι. Με έναν μικρό φακό διάβηκε τα δωμάτια ψάχνοντας εξονυχιστικά κάθε σημείο κι έπιπλο με προσοχή.

Άφησε τελευταίο το δωμάτιο που βρέθηκε το πτώμα. Όταν μπήκε μέσα είδε στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι μια φράση με κόκκινο σπρέυ· που δεν υπήρχε την ημέρα του φόνου. Ήταν λόγια που γράφτηκαν εκ των υστέρων.
Η ΑΓΑΠΗ, ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΤΕΡΗ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ
Περίεργο πράγμα το κισμέτ. Εκεί που όλα δείχνουν δύσκολα κι έτοιμες είναι οι ψυχές να φάνε χώμα, έρχεται η μοίρα -που κανείς δεν γνωρίζει τι θα φέρει- και μ’ ένα μαγικό τρόπο απλώνει το χέρι της να φωτίζει δρόμους σκοτεινούς κι ανεξιχνίαστους.
Σοκαρισμένος από την απρόσμενη λύση του γρίφου, κάθισε στην πολυθρόνα. Άναψε τσιγάρο κι έμεινε σαν υπνωτισμένος γεμάτος έκπληξη, να κοιτάζει τον τοίχο.
Στιγμές αργότερα, ο απόηχος κάποιων ομιλιών τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ανάβοντας δεύτερο τσιγάρο από το πρώτο, ψέλλισε:
«Loren, αγάπη μου, κανένας νόμος δεν απαγορεύει τα όνειρα… ούτε και είναι τσιφλίκι ορισμένων.»
Ο David Fletser, την επόμενη μέρα μετακόμισε σε άλλη πόλη.

Βιογραφικό
Η ιστορία του ξεκίνησε κάτω από την Ακρόπολη -στο Θησείο- με βαθιά καταγωγή τη Φλωρεντία. Μεγάλωσε κι ένιωσε να τον τραβάει κοντά της η τέχνη του λόγου.
Κι ως είθισται, τα όμορφα πράγματα νΑ συμβαίνουν αθόρυβα, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, γράφοντας συνολικά 23 βιβλία & 8 θεατρικά έργα.
Η γραφή , για τον ίδιο, είναι στάση ζωής. Τόπος δύναμης και προσωπικής ελευθερίας. Τρόπος του να υπάρχει.
Επίσης είναι Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη.
Παραγωγός στο Symban World Radio, Australia, με την εκπομπή, «Μέσα από Σένα»
Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.