Η δίκη παρωδία του Ιησού

Γράφει ο Άρης Ραβανός *

Μια δίκη παρωδία. Μια άδικη καταδίκη.. Είναι σαφές ότι η Δίκη του Ιησού, δεν εξαντλείται σε ένα σύντομο άρθρο που γράφεται για να κατανοηθεί και με νομικούς όρους η ιστορική αδικία, αλλά θέλει τόμους. Είναι όμως χρήσιμη η παράθεση γεγονότων για να αναδειχθεί η δίκη παρωδία, καθώς τα θεολογικά βιβλία και κείμενα δεν ασχολούνται με τις ουσιαστικές και δικονομικές πτυχές της Δίκης του Ιησού.

Ο Χριστός δικάστηκε κυρίως από δύο Δικαστήρια: από εκείνο του Ιερατείου, επί της ουσίας από τον Αρχιερέα Καϊάφα και από εκείνο των Ρωμαίων κατακτητών, δηλ. από τον τότε Έπαρχο της Ρώμης στην Ιερουσαλήμ, τον Ηγεμόνα Πιλάτο. Το «δικονομικά» παράδοξο εκείνες τις μαύρες ημέρες, ήταν η προσπάθεια να…στηθεί και τρίτο δικαστήριο με την κίνηση του Πιλάτου να στείλει τον Ιησού στον Ηρώδη, ο οποίος όμως τον ανέπεμψε στον Ρωμαίο Διοικητή.

Δεκάδες εντάλματα σύλληψης
Εκείνη την εποχή οι Αρχές εξέδιδαν εντάλματα συλλήψεως εναντίον του Ιησού, τα οποία όμως στο τέλος δεν εκτελούνται. Μάλιστα, ο Πόντιος Πιλάτος κάνει λόγο για τέσσερις απόπειρες συλλήψεως του Χριστού, οι οποίες στάθηκαν άκαρπες, καθώς τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να δικαιολογήσουν την δίωξη του. Έτσι πήγε σε μια στημένη Δίκη της Μόνιμης Εκτελεστικής Επιτροπής που συνεδρίασε υπό του Αρχιερέως Ιωσήφ γνωστού ως Καϊάφα.
Οι κατηγορίες μη σοβαρές που στηρίχτηκαν σε δυο ψευδομάρτυρες, οι οποίοι αλλοίωσαν τα λόγια του Χριστού ότι θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει το Ναό του Σολομώντα σε 3 ημέρες. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι πως δεν υπήρχε υπεράσπιση για τον Χριστό.
Επίσης, η δίκη έγινε τη νύχτα αντί για ημέρα και δεν πήγαν το Χριστό στο Δικαστήριο αλλά στον Άννα (πεθερό του Αρχιερέα Καϊάφα) για να τον ανακρίνει χωρίς εξουσία.

Στοιχειοθεσία της θανατικής ποινής
Κατά την συνεδρίαση αποφασίστηκαν όλες οι κατηγορίες, ώστε να ευσταθεί η αίτηση της θανατικής ποινής εναντίον του. Έτσι σε πρώτη φάση ο Ιησούς κατηγορήθηκε για παράβαση της νομοθεσίας αναφορικά με την αργία του Σαββάτου, εξύβριση των Θείων, πρόκληση οχλαγωγίας με διακηρύξεις και ρίψη συνθημάτων, χρησιμοποίηση δολίων μεθόδων που τείνουν ν ανατρέψουν του φυσικούς νόμους και κατάχρηση της ευπιστίας των πληθυσμών.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανοιχτεί μια νέα δικογραφία σε βάρος του με την Εκτελεστική Επιτροπή υπό του Άννα που ήταν ο πρώτος Αρχιερέας που διόρισαν οι Ρωμαίοι στην Ιουδαία και πεθερός του Καΐάφα να αποφασίζει τελικά την σύλληψη του το βράδυ της Τρίτης 4 Απριλίου στο κήπο της Γεσθημανή, μετά και την συνεννόηση στην οποία είχαν προλάβει να έρθουν με τον Ιούδα.

Ξημερώματα η προανάκριση
Η προανάκριση κράτησε ως τα ξημερώματα της Τετάρτης, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να συγκεντρώνονται όλα τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, καθώς στόχος ήταν να ξεκινήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα η αυτόφωρη δίκη. Όμως, οι μάρτυρες κατηγορίας που παρουσιάστηκαν στις γεμάτες από αντιφάσεις καταθέσεις τους δεν κατάφεραν να πείσουν.
Έτσι ο Αρχιερέας Καϊάφας φοβούμενος ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία σκόπευε να στηρίξει την βασική κατηγορία θα έπεφταν στο κενό, πήρε τη δίκη στα χέρια του. Συντόμευσε τις καταθέσεις των μαρτύρων, καθώς κατάλαβε πως του ήταν άχρηστες και χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε τον λόγο κάνοντας στον Ιησού την κομβικής σημασίας ερώτηση «Λένε ότι εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Είναι αλήθεια;» τότε ο Ιησούς του απάντησε «Συ είπας».
Οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν παράτυπες και η απόφαση στηρίχτηκε στην ομολογία και μόνο. «Αν και η αρχική κατηγορία ήταν ότι ο Χριστός είπε ότι θα γκρεμίσει και θα χτίσει το Ναό του Σολομώντα σε 3 ημέρες, εν τέλει αυτή μετεβλήθη και καταδικάστηκε για βλασφημία καθόσον ομολόγησε ότι είναι Υιός του Θεού. Οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν παράτυπες και η απόφαση στηρίχτηκε στην ομολογία και μόνο. Η Δίκη επαναλήφθηκε και δυστυχώς επαναλήφθησαν και οι δικονομικές παραβάσεις. Ο Χριστός ήταν δέσμιος καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Πριν τη δίκη μάλιστα του έβαλαν βασιλικό μανδύα και τον εξευτέλιζαν.
Μετά την απάντηση αυτή που θεωρήθηκε ως ομολογία η ανάκριση ήταν περιττό να συνεχιστεί. Ο Ιησούς κατηγορήθηκε για σφετερισμό ενός “υπερανθρώπινου τίτλου” άρα βλασφημία, την οποία προέβλεπε και τιμωρούσε το άρθρο XXIV, παρ 10-23 του Λευϊτικού Ποινικού Κώδικα.

Ο Χριστός έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσω να καταδικασθεί σε μαρτυρικό θάνατο, αν και τα στοιχεία τον αθώωναν. Έτσι κρίνοντας πως η υπόθεση είχε αρκετά φωτιστεί ο Καϊάφας ως ένδειξη αγανάκτησης «διέρρηξε τα ιμάτια του», ενώ στην συνέχεια μαζί με τους συναδέλφους του ομόφωνα αποφάσισαν πως ο κατηγορούμενος έπρεπε να θανατωθεί. Η απόφαση ήταν ειλημμένη και πως ο Χριστός έπρεπε με κάθε τρόπο και μέσω να καταδικασθεί σε μαρτυρικό θάνατο, αν και τα στοιχεία τον αθώωναν.

Το «σύ είπας» του Ιησού
Το «σύ είπας» του Ιησούς παρερμηνεύεται. Στη Δίκη του Ιησού: «…ο αρχιερεύς είπεν αυτώˑ εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού. λέγει αυτώ ο Ιησούςˑ σύ είπας…» Τότε ο αρχιερεύς (με το «σύ είπας») διέρρηξε τα ιμάτια του(!) λέγων ότι εβλασφήμησε και απεφάνθη : «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτούˑ τι υμίν δοκεί; οι δε αποκριθέντες είπονˑ ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίος ΚΣΤ/56-67).
Το «σύ είπας» του Ιησού στον αρχιερέα Καϊάφα προδήλως σημαίνει ότι: «ακόμη και εσύ το λες» ή άλλως: «το είπες ήδη». Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που αδιστάκτως αντέχει δικονομικώς και ουσιαστικώς στα όσα αμέσως έλαβαν χώρα.
Και τούτο διότι ο αρχιερέας (με το «σύ είπας» του Ιησού) διέρρηξε τα ιμάτια του(!) και απεφάνθη ότι δεν χρειάζονται μάρτυρες.
Και δεν υπήρχε ανάγκη μαρτύρων διότι ο Ιησούς με τη διατύπωση αυτή ομολόγησε ότι είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, καθιστάμενος με την ομολογία αυτή κατήγορος του εαυτού Του.
Επίσης και η απάντηση του Ιησού ότι: «υμείς λέγετε» ,συνιστά ομολογία Του ,καθόσον ευθύς αμέσως το Συνέδριο απεφάνθη: «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτυρίας; αυτοί γαρ ηκούσαμεν από του στόματος αυτού» (Λουκάς ΚΒ/68-71).

Ενώπιον Πιλάτου με Ρωμαϊκό Δίκαιο

Για την ενώπιον του Πιλάτου Δίκη του Ιησού, υπ’ όψιν ότι ελάμβανε χώρα κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο. (Το Ρωμαϊκό Δίκαιο γεννήθηκε το 753π.Χ. στην Ρώμη και διατήρησε την ισχύ του δύο χιλιετίες).
Δόγμα δε του Ρωμαϊκού Δικαίου ήταν ότι: ο σιωπών δοκεί συναινείν (qui tacet consentrire videtur). Το ότι δε ο Ιησούς ενίοτε δια της σιωπής επιβεβαίωνε την κατηγορία, προκύπτει και από το ότι ο Πιλάτος «εθαύμασε λίαν»(!), καθόσον ο Ιησούς δεν αντέκρουσε την κατηγορία που Του καταμαρτύρησαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι (Ματθαίος ΚΖ/14-15).

Η σιωπή, συνεπώς, του Ιησού αφορά σιωπηρή (ex silentio) συναίνεση και μάλιστα από πρόθεση (ex voluntate).
Σε κάθε περίπτωση όμως και ενώπιον του Πιλάτου ο Ιησούς ομολόγησε ότι είναι «ο Χριστός ο υιός του ευλογητού» τόσο με το «εγώ ειμί» (Μάρκος ΙΔ/62) όσο και με το «σύ είπας» (Λουκάς ΚΓ/3), όπως αυτό ορθώς ενταύθα δικονομικώς και ουσιαστικώς ερμηνεύεται.

Η πορεία του Ιησού καταγραφόταν αναλυτικά επί πολλά χρόνια και μάλιστα υπήρχε ενημέρωση της Ρώμης και του Αυτοκράτορα. Στις αναφορές προς τις αρχές της Ρώμης, που υπογράφει ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ιησούς κατηγορείται για διατάραξη της δημόσιας τάξης, καθώς μέσα από τους λόγους του αναγγέλλει μεταξύ άλλων: την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από ένα ξένο στρατό, την ολοκληρωτική καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, τη σφαγή ή την εξορία μέρους των κατοίκων, καθώς και μια σειρά άλλων σημαντικών δηλώσεων.

Η Δίκη του Ιησού, εξυφάνθη μέσα από συνωμοσίες και δολοπλοκίες των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή μιας Δίκης, η οποία απομακρύνθηκε από το νομικό πλαίσιο μιας νομότυπης δικανικής διαδικασίας, όπως προέβλεπαν οι νόμοι και οι κανόνες του εβραϊκού δικαίου.

Στη Δίκη του Πιλάτου σημειώθηκαν πολλές σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης, αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας

Καλή Ανάσταση.

*Ο Άρης Ραβανός, εκτός από δημοσιογράφος είναι και Δικηγόρος (μέλος του Δ.Σ.Α.) και διαπιστευμένος διαμεσολαβητής (Εμπορικές, Αστικές και Χρηματοπιστωτικές υποθέσεις και Κτηματολογικός Διαμεσολαβητής).