Οι Συγγραφείς Αποκαλύπτουν… Τα Μυστικά Τους Στον Ε. Ιντζέμπελη

Σταύρος Χριστοδούλου
Ξεκίνησα να γράφω για να εκφράσω μια αγωνία για τις μεγάλες διαψεύσεις που σημάδεψαν την κόσμο της Αριστεράς

Ποτέ δεν σκέφτηκα για ποιο λόγο γράφω. Όλα εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα που δεν με αφορούσε καθόλου να το αναλύσω, να το ψάξω ή να το αιτιολογήσω. Μιλάμε τώρα για τη δύση της δεκαετίας του ‘80. Και αφού είχα κάνει ένα ανεπιτυχές πέρασμα από την ιατρική, που κράτησε σχεδόν τρία χρόνια, για να καταλήξω στα αμφιθέατρα της οδού Σόλωνος χωρίς και πάλι να ξέρω τι ακριβώς θέλω. Εντέλει κάπως τυχαία έγιναν όλα… Έγραψα ένα κείμενο, το έδωσα σε ένα περιοδικό, μου απάντησαν ότι το θέλουν κι έτσι άρχισα να βιοπορίζομαι από το γράψιμο. Δηλώνω επαγγελματίας γραφιάς από το 1990, δημοσιογράφος στα περιοδικά τα πιο πολλά χρόνια και αρθρογράφος σε κυριακάτικη εφημερίδα.

Όπως συνηθίζω να λέω είχα την χαρά να επιπλεύσω στον αφρό και να συνομιλήσω με ενδιαφέροντες ανθρώπους, ενώ παράλληλα σχολίαζα τα τρέχοντα της πολιτικής. Δεν είχα κανένα λόγο λοιπόν να αναρωτηθώ γιατί γράφω. Αισθανόμουν απλώς ευτυχής που κάποιος με πλήρωνε για να το κάνω. Η λογοτεχνία προέκυψε επίσης τυχαία ή για να είμαι πιο ακριβής χωρίς να είναι στο πρόγραμμα. Έχοντας δημοσιεύσει εκατοντάδες σελίδες δημοσιογραφικών κειμένων κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη για ένα άλλο είδος έκφρασης. Δεν ήταν μορφοποιημένο μέσα μου κι ούτε γνώριζα βεβαίως που θα με οδηγούσε αυτή η αναζήτηση. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι αισθανόμουν έτοιμος ν’ αφηγηθώ μια ολοκληρωμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Και με ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, θέλω να ελπίζω, αλλιώς δεν θα είχε νόημα το εγχείρημα.

Το πρώτο μου μυθιστόρημα δεν θα το χαρακτήριζα ιστορικό ή πολιτικό. Παρά το ότι είναι δομημένο μέσα σε ένα ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο. Ξεκίνησα να γράφω για να εκφράσω μια αγωνία για τις μεγάλες διαψεύσεις που σημάδεψαν την κόσμο της Αριστεράς. Κάτω από τη σκιά του υπαρκτού σοσιαλισμού που διέλυσε ουτοπίες και κατάστρεψε ζωές… Οι ήρωες μου γνωρίζονται στο Βουκουρέστι την δεκαετία του ’50, ο ένας Κύπριος σπουδαστής στην Κομματική Σχολή και ο άλλος Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας. Ο ένας πειθαρχημένος και φιλόδοξος, ο άλλος ιδεαλιστής και αποσυνάγωγος. Με κοινή αφετηρία τον σύλλογο των ηττημένων του εμφυλίου στην οδό Άννα Ιπατέσκου ξεκινούν οι περιπετειώδεις διαδρομές τους που άλλοτε τέμνονται κι άλλοτε παρεκκλίνουν ενώ τους παρασέρνουν οι άνεμοι της ιστορίας. Το καθεστώς Τσαουσέσκου είναι ο αθέατος πρωταγωνιστής του μύθου και το “Hotel National” ένα κουφάρι γεμάτο σκιές από το παρελθόν. Ο ήρωας μου επιστρέφει σε αυτό το ξενοδοχείο, γέρος πια και καταβεβλημένος από το βάρος των ενοχών. Εκεί συναντιόμαστε, στο κομματικό ξενοδοχείο που γνώρισε σίγουρα καλύτερες ημέρες, και απ’ εκεί ξεκινώ να ξετυλίγω το νήμα της ιστορίας που διατρέχει μισό αιώνα, στην Κύπρο, τη Ρουμανία και την Ελλάδα.

Φαινομενικά τίποτα δεν συνδέει το πρώτο με το δεύτερο μυθιστόρημα που τοποθετείται στην κατηγορία Νουάρ. Εκτός από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, αφού η ιστορία ξεκινά το 1985 στην Ουγγαρία του Κάταρ Γιάνος. Με πρωταγωνιστή ένα παιδί γεννημένο «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός». Είκοσι επτά χρόνια αργότερα τον συναντούμε νεαρό μετανάστη στην Αθήνα όπου κατηγορείται για τον φόνο του ομοφυλόφιλου ζωγράφου Μίλτου Αδριανού. Το βιβλίο, αν και μυθοπλασία, πραγματεύεται μια αστυνομική υπόθεση με γνώριμα χαρακτηριστικά. Προσχηματικά ωστόσο, καθώς έμενα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο το κοινωνικό υπόβαθρο. Έχοντας βεβαίως μεγάλη έγνοια να μην προδώσω το νουάρ εξ ου και η λύση του μυστηρίου ακολουθεί τους κανόνες του είδους. Απ’ την άλλη, οι συγγραφικές μου προθέσεις είναι πιστεύω εξαιρετικά διαυγείς… Η ανάγκη να γράψω ένα κοινωνικό μυθιστόρημα –γιατί περί αυτού πρόκειται- με φόντο την σύγχρονη Αθήνα επηρέασε και τη φόρμα με τον εγκιβωτισμό της ιστορίας των ηρώων – εν δυνάμει ενόχων- στα κεφάλαια που φέρουν το όνομά τους.

Κατά τον ίδιο τρόπο που δυσκολεύομαι ν’ απαντήσω στο ερώτημα για ποιο λόγο γράφω, αδυνατώ να εντοπίσω και την πηγή της έμπνευσής μου. Αυτό πάντως που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι ότι εντελώς ξαφνικά μια σπίθα με ενεργοποιεί και ξεκινώ να γεμίζω με σημειώσεις τα τετράδια μου. Κάπως έτσι έγινε και με το τρίτο μυθιστόρημα που ξεκίνησα να δουλεύω τους τελευταίους μήνες. Αυτή τη φορά επιστρέφω στην Κύπρο των παιδικών μου χρόνων και σ’ εκείνο το τρομακτικό καλοκαίρι που λιάνισε τις ζωές μας. Ο πυρήνας μου είναι η μνήμη. Όσο περνούν τα χρόνια συνειδητοποιώ πως αυτή κάθε φορά με ερεθίζει συγγραφικά για να την ανιχνεύσω. Είτε το περίγραμμα της ιστορίας περικλείει την σκοτεινή εποχή Τσαουσέσκου, είτε την παρακμιακή ατμόσφαιρα της Αθήνας, είτε την ανοιχτή πληγή του 1974.

Εν τω μεταξύ συνεχίζω να βιοπορίζομαι από τη δημοσιογραφία, με το γράψιμο να είναι η καθημερινή και αποκλειστική μου ενασχόληση. Οι κώδικες γραφής, όπως και οι ρυθμοί, είναι φυσικά διαφορετικοί. Τα τελευταία χρόνια πάντως με ευχαρίστηση ισορροπώ ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αντιφατικούς κόσμους: στο θορυβώδες περιβάλλον των media και στην απομόνωση της συγγραφικής δημιουργίας.

Βιογραφικό
Στη Λευκωσία γεννήθηκα, μεγάλωσα και πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια. Από την Κύπρο έφυγα το 1983 για να σπουδάσω στην Ιατρική Σχολή της Βουδαπέστης. Ευτυχώς για την ιατρική τα παράτησα νωρίς… Τρία χρόνια αργότερα κατέληξα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο όπου αποφοίτησα από τη Νομική Σχολή. Δεν άσκησα ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου καθώς επέλεξα τον δρόμο της δημοσιογραφίας. Εργάστηκα στην Κύπρο και την Αθήνα. Από το 2006 ανήκω στο δυναμικό του κυπριακού Συγκροτήματος Φιλελεύθερος. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, “Hotel National”, κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Καλέντη. Το δεύτερο μου μυθιστόρημα, «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός», κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2018 στη σειρά Νουάρ των Εκδόσεων Καστανιώτη.