Τί συνέβη (και) στην περίπτωση των περίφημων μέτρων για την καταπολέμηση της λεγόμενης οπαδικής βίας; Γιατί προχθές η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα αντίθετα από εκείνα που είχε εξαγγείλει μόλις πριν από ένα τρίμηνο; Και γιατί (ξανά)ανακοίνωσε πράγματα που ισχύουν επί σειρά ετών; Κανονικά θα περίμενε κάποιος πως μια κυβέρνηση που έχει ως σημαία της την λειτουργία του «επιτελικού κράτους», κάτι τέτοια τα έχει για «ψωμοτύρι». Πως δρα, ανακοινώνει πρωτοβουλίες και μέτρα, έχοντας κατά νου μια συγκεκριμένη στρατηγική και κατάλληλες τακτικές για να την υλοποιήσει. Πως γνωρίζει τις αδυναμίες και τις δυνατότητές της και προγραμματίζει ανάλογα τις προτεραιότητές της.
Και ποιος λέει πως αυτό δε συμβαίνει; Μάλιστα, κάποιος κακοπροαίρετος μπορεί να ισχυριστεί πως η σημερινή κυβέρνηση είναι αυστηρά προσηλωμένη στους στόχους της. Πως έχει ως απόλυτη προτεραιότητά της την αναδιανομή του πλούτου υπέρ μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων και έχει αφοσιωθεί σε αυτό το σκοπό με όλη της την ενέργεια και το πολιτικό κεφάλαιό της. Επιτρέπει, παρεμπιπτόντως, τη συμμετοχή στο μοίρασμα των ψιχίων που πέφτουν από το τραπέζι για τα εκλεκτά μέλη του πελατειακού μηχανισμού της μόνο ως «αναγκαίο κακό». Για τους υπολοίπους η στρατηγική προσέγγιση είναι «πάμε κι όπου βγει», με την τακτική διαχείριση να προβλέπει σαρωτική επικοινωνία.
Γεγονότα όπως η πανωλεθρία της πανδημίας, η παράδοση της πολιτικής προστασίας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας στην κλιματική κρίση, τα Τέμπη, οι υποκλοπές και τώρα η οπαδική βία, αποτελούν τεκμήριο αυτής της συνειδητής επιλογής της κυβέρνησης. Κάθε ένα από αυτά τα συμβάντα που πληγώνουν και ταλαιπωρούν υλικά και ηθικά την ελληνική κοινωνία βρίσκεται στον πυρήνα της αρμοδιότητας του πρωθυπουργικού κράτους. Τελικά, ποιό από αυτά τα πεδία δημόσιας πολιτικής έχει τύχει σοβαρής επεξεργασίας και για ποιο σκοπό; Υπάρχει κάποιο δείγμα κυβερνητικής γραφής που να μας κάνει συλλογικά πιο αισιόδοξους πως η ΝΔ μαθαίνει από τα λάθη της;
Ειλικρινά λυπάμαι, αλλά η εικόνα του πλημμελώς προετοιμασμένου κυβερνητικού εκπροσώπου όταν ανακοίνωνε το λοκντάουν – στο ποδόσφαιρο αυτή τη φορά – αντικατοπτρίζει το σύνολο της πολιτικής της κυβέρνησης.
Απροετοίμαστη, αδιάβαστη, πρόχειρη, πρόθυμη να πλειοδοτήσει σε λαϊκισμό για να κερδίσει στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Ικανή για όλα, ακόμη και για την ίδια την αυτοαναίρεσή της, αν αυτό της επιτρέπει να κρατήσει αλώβητο το προφίλ του αρχηγού της. Ενός αρχηγού, ο οποίος αν δεν συνεργεί, ανέχεται να παρακολουθεί τη διολίσθηση των δημοκρατικών θεσμών, που όλως τυχαίως φαίνεται πως τον εξυπηρετεί, «ξεπλένοντας» βολικά τις κηλίδες που τεσσεράμισι χρόνια «μουτζουρώνουν» ολοένα και περισσότερο το θεσμικό χιτώνα του. Οι δολοφονίες του Άλκη και του Μιχάλη, ο εξαιρετικά σοβαρός τραυματισμός ενός αστυνομικού έχουν μια κοινή αφετηρία, την απύθμενη εχθροπάθεια, την υφέρπουσα και διαρκώς ογκούμενη βία που όχι απλώς ανέχεται η κοινωνία μας, αλλά αντίθετα, ενθαρρύνεται να υιοθετεί ως κάτι το φυσιολογικό. Με πρωτεργάτη σε αυτό την ίδια την Πολιτεία, η οποία καταργώντας το κοινωνικό κράτος, επιδεικνύοντας πρωτοφανή αυταρχισμό, υποβαθμίζοντας και σχετικοποιώντας τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας της, καλλιεργεί μια δαρβινική πραγματικότητα. Η επίδειξη ωμής περιφρόνησης στο ανώτερο επίπεδο προς τους τους θεσμούς και τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, δεν μπορεί παρά να έχει άμεσο αντίκτυπο στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Αυτή σπέρνουν, αυτή θερίζουμε.
*Άρθρο της Όλγας Γεροβασίλη, Δ’ Αντιπροέδρου της ΒτΕ και βουλευτή Άρτας ΣΥΡΙΖΑ –ΠΣ, στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ – ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ»