«Πέρασε ένας χρόνος απ’ όταν ο πατέρας μας, ο Νίκος ο Ντασκαγιάννης, έφυγε και μας άφησε. Για μένα ήταν τριπλή η απώλεια. Έχασα τον πατέρα μου που ήταν πάντα δίπλα μου όταν τον είχα ανάγκη, έχασα τον δάσκαλό μου που με πήρε απ’ το χέρι όταν ακόμα ήμουν μωρό και μ’ έμαθε να κοιτάζω με ταπεινότητα και δέος τα θαυμάσια μικρά και μεγάλα που μας περιβάλλουν και τους θαυμάσιους ανθρώπους που έχουμε την τύχη να συναντήσουμε. Έχασα και τον καλύτερό μου φίλο που ήξερε πάντα να λέει την κουβέντα που ήθελα ν’ ακούσω και να με κάνει να γελάω και να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά τις δυσκολίες της ζωής.
Την τελευταία μέρα που ο πατέρας μου ήταν ακόμα δυνατός βγήκε στη βεράντα του σπιτιού του, εδώ στο χωριό, για στερνή φορά. Ήταν μια ωραία μέρα στα τέλη του καλοκαιριού και με πήρε τηλέφωνο στην Αθήνα να μου πει ποσο εντυπωσιασμένος ήταν απ’ αυτό που έβλεπε:
«Λίτσα, δεν θα πιστέψεις πόσο όμορφο είναι το χωριό», μου είπε. «Ο ουρανός είναι ένα βαθύ μπλε και τα βουνά απέναντι έχουν όλες τις αποχρώσεις του πράσινου που μπορείς να φανταστείς.»
Έτσι έφυγε ο πατέρας μου… Θαυμάζοντας το χωριό του που αγαπούσε και τα μπλε, τα γαλάζια και τα πράσινα, σαν τα μάτια της μάνας μου που λάτρευε.
Σήμερα δεν είχα σκοπό να κλάψω, ήθελα με την παρουσία μας εδώ να τιμήσουμε έναν πάρα πολύ καλό άνθρωπο που έζησε μια πλούσια και άξια ζωή. Έναν άνθρωπο που όσους συνάντησε στο διάβα του τους πλησίασε με σεβασμό, αγάπη και στοργή.
Πριν λίγο καιρό βρήκα ένα γράμμα που έστειλαν στον πατέρα μου οι δάσκαλοι της Ελευθερούπολης, στην Καβάλα, όταν ήταν εκεί Επιθεωρητής Δημόσιας Εκπαίδευσης. «Ένα επίθετο μόνο έχουμε για σένα», του γράφουνε, «Είσαι λεβέντης γιατί δεν μας άφησες ποτέ να πάμε στο σχολείο όταν τα παιδιά μας ήταν άρρωστα. Πήγαινες κι έκανες εσύ το μάθημα αντί για μας. Και γιατί δεν μας χάλασες ποτέ χατίρι. Κανόνιζες τους διορισμούς μας και τις πληρωμές μας σαν να ’μασταν δικά σου παιδιά».
Αυτός ήταν ο πατέρας μας: ρομαντικός, φιλότιμος, λεβέντης, που με ορθάνοιχτα μάτια δεν χόρταινε την ομορφιά του κόσμου και που αγαπούσε… αγαπούσε πολύ…
Αγαπούσε πρώτα και καλύτερα τη μάνα μου. Αγαπούσε την οικογένειά του, γονείς, αδέρφια, παιδιά κι ανίψια, το χωριό του και τους χωριανούς του, τους μαθητές του.
Ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κρατούσε κι ένα άλλο χωριό, η Σκουληκαριά, εκεί όπου πρωτοδιόριστος δάσκαλος γνώρισε κι ερωτεύτηκε τη μάνα μου κι ανέλαβε σαν έργο ζωής να αποκαταστήσει τους δύο ήρωές της: τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Γώγο Μπακόλα. Τον μεν Καραϊσκάκη τον γύρισε στον τόπο της καταγωγής του, τον δε Μπακόλα τον αποκατέστησε στα μάτια της Ιστορίας ως έναν απ’ τους πιο γενναίους και σημαντικούς πρωταγωνιστές τού ’21, διορθώνοντας μια πολύχρονη αδικία που τον ήθελε προδότη του Ελληνισμού και της επανάστασης.
Ταπεινά, με πολλή δουλειά που κράτησε απ’ την αρχή της καριέρας του μέχρι πρόσφατα, διάβασε, πήρε συνεντεύξεις και μάζεψε άπειρο ιστορικό υλικό ώστε να καταφέρει να αναδείξει το ρόλο της Ηπείρου και των οπλαρχηγών της στο ξεκίνημα της επανάστασης του ’21.
Καθώς έγραφα τον κατάλογο όσων αγαπούσε ο πατέρας μου, προσπάθησα να βρω και κάτι ή κάποιον που μισούσε. Δεν βρήκα τίποτε και κανέναν.
Μόνο ξέχασα κάτι άλλο που αγαπούσε: τη μουσική. Απ’ όταν ήμουν νήπιο έπαιρνε το μαντολίνο της μάνας μου και μου τραγουδούσε το ένα τραγούδι μετά το άλλο κι όταν χτύπησα καθόταν στο προσκεφάλι μου και μου έψελνε Τεριρέμ, τους εκκλησιαστικούς ύμνους στους αγγέλους, που τώρα πια απευθύνονται και σ’ αυτόν τον ίδιο.
Όταν ήμουνα μικρή μου άρεσε πολύ να τον ακούω και μάθαινα κι εγώ να τραγουδάω μαζί του. Μόνο ένα τραγούδι δεν τον άφηνα να το αποτελειώσει, τον γέρο – Δήμο. Έκανα πως νευρίαζα: «Αμάν πια εσύ και τα τραγούδια σου», έλεγα, και σηκωνόμουν κι έφευγα γιατί δεν ήθελα να ακούσω τον στίχο «Ο γέρο-Δήμος πέθανε, ο γέρο-Δήμος πάει / Βρύση το αίμα το ‘χυσε, σταλαγματιά δεν μένει…». Μ’ αυτόν τον τρόπο ξόρκιζα ένα κακό που ούτε κι εγώ καλά καλά δεν καταλάβαινα ποιο είναι. «Καημένα μου παιδιά…. / ο γέρο – Δήμος πάε…».
Τελειώνοντας, θέλω να σας ευχαριστήσω όλους όσους ήρθατε εδώ σήμερα, στο μνημόσυνο του πατέρα μας, του Νίκου του Ντασκαγιάννη, απ’ τα βάθη της καρδιάς μου, εκ μέρους μου κι εκ μέρους της μητέρας μου Ευτυχίας, της αδερφής μου Έφης και του συζύγου της Δημήτρη και εκ μέρους της ευρύτερης οικογένειάς μας.
Να σας έχει ο θεός καλά και ν’ αγαπάτε, ν’ αγαπάτε πολύ, «….γιατί ειν’ η γη παράδεισος και η ζωή είναι μία.» (*)
(*)Από ποίημα του Κάλβου.