Απέχουμε δυο μήνες από τις Ευρωεκλογές , τις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές. Οι υποψήφιοι των εκλογών αυτών μιλάνε, αναρτούν και δημοσιεύουν σε όλα τα ΜΜΕ που τους βολεύουν βιογραφικά τους, φωτογραφίες, εξαγγελίες για έργα και υπόσχονται ότι πάντα θα εργάζονται για το καλό της Ελλάδας και της Ευρώπης. Οι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεσμεύονται ότι πάντα θα βρίσκονται κοντά στους πολίτες του Δήμου τους και των περιφερειών τους και ότι θα τείνουν πάντα προς αυτούς ώτα ευήκοα μετά την εκλογή τους . Κι έτσι πρέπει να γίνεται για να ενημερώνονται οι ψηφοφόροι με ποιους έχουν να κάνουν και αν θα πρέπει τελικά, κατά την κρίση τους, να τους ψηφίσουν. Οι υποσχέσεις και οι ευχές δίνουν και παίρνουν αυτόν τον καιρό μεταξύ υποψηφίων και ψηφοφόρων . Κι έτσι θα πάμε μέχρι στις εκλογές της 26ης Μαϊου.
Και το προεκλογικό πανηγύρι, κατά τα φαινόμενα, θα αρχίσει μετά το θέρος για τις μελλοντικές εθνικές εκλογές, αρχές Οκτωβρίου όπως διατείνεται προς το παρόν ο Πρωθυπουργός, ο οποίος κατά το σύνταγμα έχει και τον αποκλειστικό λόγο για το πότε θα τις προκηρύξει.
Και με την προκήρυξη κι αυτών οι υποψήφιοι βουλευτές, εκτός από τα ΜΜΕ μέσω των οποίων θα μας γνωστοποιούν τις προθέσεις τους , συνάμα θα οργώνουν χωριά και πόλεις , καθ΄άπασαν την επικράτειαν, για να τους δει από κοντά ο λαός, να του υποσχεθούν έργα και ότι αυτοί θα είναι συνεχώς κοντά του και ότι θα αφουγκράζονται πάντα την ανάσα της αγωνίας του και των δυσκολιών του. Προπαντός υπόσχονται ότι θα του ανεβάσουν το βιοτικό του επίπεδο, ότι θα του φτιάξουν έργα, μικρά και μεγάλα, που θα τον διευκολύνουν και θα τον χαροποιούν..
Σίγουρα ο καθένας μας δεν ξέρει πόσα «θα» (αμέτρητα νομίζω) θα ακουστούν προεκλογικά από τους υποψηφίους σε όλη την Ελλάδα από τώρα, μέχρι και τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών. Εκείνο πάντως που εγώ ξέρω είναι ότι από όλα αυτά τα «θα» πολύ λίγα τελικά γίνονται πράξη. Αυτό συμπεραίνω από τη διαχρονική κατάληξη των απείρων ρηθέντων «θα», τουλάχιστον από την μεταπολεμική περίοδο κι εντεύθεν. Οι «μαυρογιαλούροι» , υπήρχαν , υπάρχουν και θα υπάρχουν σε τούτη τη χώρα με το χαμηλό σε γενικές γραμμές πνευματικό επίπεδο του λαού μας, ο οποίος πλειστάκις μέχρι τούδε έπεσε θύμα ανεκπλήρωτων υποσχέσεων από τους πολλά υποσχόμενους υποψηφίους.
Και μέσα σ΄αυτό τον πυρετό των προεκλογικών συμβαινόντων θυμήθηκα τι μου διηγούντο στο παρελθόν κάποιοι ήδη εκλιπόντες γέροι στο Ραδοβίζι – Άρτας, σχετικά με τους προεκλογικούς αγώνες στην προπολεμική περίοδο, μέχρι και τη δεκαετία του 50 περίπου. Κι αναφέρομαι στην ορεινή και ξεχασμένη για χρόνια και χρόνια Ραδοβιζινή και Τζουμερκιώτικη περιοχή της Άρτας, καθώς και τη συνορεύουσα με αυτή ορεινή Θεσσαλία , την πέραν του Αχελώου και της Άρτας περιοχή , προς Αργιθέα μεριά, δηλαδή τα γνωστά και δύσβατα τότε μέρη των Αγράφων.
Μου διηγήθηκαν λοιπόν ότι , επειδή τότε δεν υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι στα περισσότερα χωριά, παρά μόνο στενοί δρόμοι και μονοπάτια μέσα από τα κακοτράχαλα βουνά, λαγκαδιές και δασωμένα μέρη, οι βουλευτές τότε επισκέπτονταν προεκλογικά τους κατοίκους αυτών των περιοχών καβαλαρία με τους αγωγιάτες που τραβούσαν τα μουλάρια ή άλογα. Συνήθως στο πρώτο μουλάρι ήταν καβάλα ο υποψήφιος βουλευτής και στα άλλα που ήταν πίσω του «κοτσακιασμένα» (δεμένα με τα καπίστριά τους από σαμάρι με σαμάρι) και τα οποία ήταν φορτωμένα με τα φιλοδωρήματα του υποψηφίου βουλευτή , τα οποία μοίραζε στους κατοίκους των χωριών που θα επισκεπτόταν, προκειμένου να πάρει την ψήφο τους.
Και τα φορτία που μετέφερε ο αγωγιάτης με τα ζώα του ήταν συνήθως φέτες μπακαλιάρου (μπακαλάρο τον λέγανε στην Ήπειρο), κουτιά με λουκούμια και καθρεφτάκια για να καθρεφτίζονται οι ταλαίπωροι και πένητες χωρικοί, κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Από την πλευρά τους οι «κομματάρχες» των χωριών, δηλαδή οι φανεροί ή κρυφοί «κράχτες» των κομμάτων, νομίμων και παρανόμων αντίστοιχα, πρωτοστατούσαν στην υποδοχή των βουλευτών που εκπροσωπούσαν τα κόμματά τους , καθώς και για τη μάζωξη των κατοίκων. Κι όταν πλησίαζε η άφιξη του βουλευτή, τότε χτυπούσαν την καμπάνα και διαδιδόταν από στόμα σε στόμα το «ήρθε στο χωριό ο βουλευτής»! Αμέσως όλοι άφηναν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους κι έτρεχαν προς το καφενείο/α, όπου ο βουλευτής θα τους έβγαζε λόγο και θα τους μοίραζε και δώρα. Αυτός τους χαιρετούσε έναν έναν με εγκάρδιο τρόπο, καθώς αυτοί μαζεύονταν και στριμώχνονταν γύρω του για να τον ακούσουν.
Και θα ήθελα εδώ να πω σ΄αυτό το σημείο ότι σε κείνες τις εποχές στα χωριά δεν υπήρχε καμιά πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στον χώρο της πολιτικής . Οι άνθρωποι τότε «βρίσκονταν πίσω από τον άλλο κόσμο», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Στα χωριά δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, εφημερίδες σπάνια έφταναν σε αυτά, και οπωσδήποτε δεν υπήρχε ακόμα πανελλαδικά η τηλεόραση για να πληροφορούνται οι άνθρωποι. Ακόμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό, δίκτυα ύδρευσης , τηλέφωνα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Οι ταχυδρόμοι που τους ειδοποιούσαν με τη σάλπιγγά τους ήταν αυτοί που με την αλληλογραφία έφερναν και κάποιες ειδήσεις για το τι γίνεται πέρα από τα χωριά τους…
Την πολιτική πληροφόρηση και «διαφώτιση» την έκαναν συνήθως οι κομματάρχες, οι βουλευτές, όταν τους επισκέπτονταν, καθώς και όσοι τυχόν ταξίδευαν σε πόλεις κι επέστρεφαν στα χωριά τους με «γνώσεις»..
Ο λόγος λοιπόν του υποψήφιου βουλευτή που τους επισκεπτόταν προεκλογικά ήταν όλο υποσχέσεις για το χωριό τους και τα πέριξ χωριά. Υποσχόταν ότι θα φρόντιζε «να κόψει κονδύλια» μέσω της κεντρικής τότε εξουσίας και ότι με αυτά θα τους έφτιαχνε δρόμους, γεφύρια, σχολεία, θα φρόντιζε για γιατρό κλπ.
Και στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια οι υποψήφιοι βουλευτές τους υπόσχονταν ακόμα ότι θα μεριμνούσαν να φτάσει η βοήθεια από την UNRRA, γνωστή ως Ούντρα τότε, εγκαίρως στο χωριό τους. Θα φρόντιζαν δηλαδή για την από το εξωτερικό βοήθεια, η οποία συνίστατο από μεταχειρισμένα ρούχα και υποδήματα, κονσέρβες, τυριά, γάλα σκόνη κι άλλα είδη που έρχονταν από τα Ηνωμένα Έθνη – κατ΄ ουσίαν από τις ΗΠΑ- και που θα μοιράζονταν στους εξαθλιωμένους μετά τον πόλεμο του 40 κατοίκους της υπαίθρου.
Κι όταν τα στρατιωτικά οχήματα μετέφεραν τα είδη της UNRRA όλοι έτρεχαν στο σχολείο ή στην εκκλησία του χωριού για να διαλέξουν από το σωρό στο δάπεδο ρουχισμό, υποδήματα και να πάρουν με τη σειρά τρόφιμα, όσα βεβαίως από αυτά άφηναν οι μεγαλέμποροι να φτάσουν στα χωριά και δεν κερδοσκοπούσαν, κυρίως με τη γραφική ύλη.
Ο επισκέπτης βουλευτής διαβεβαίωνε τους πολιτικά ανενημέρωτους κατοίκους ότι αυτά που τους υποσχόταν θα υλοποιούντο μόνο εάν τον ψήφιζαν. Και πάντα τελείωναν το λόγο τους με το : «η χώρα διέρχεται κρισίμους στιγμάς»! Ήταν και είναι η φράση που κάθε Έλληνας, από τη μικρή του ηλικία, την ακούει σχεδόν κάθε μέρα από τους πολιτικούς μας. Εδώ και 80 χρόνια, μου έλεγε ένας υπερήλιξ, ακούω συνέχεια τη φράση «η χώρα διέρχεται κρισίμους στιγμάς». Και αυτό λεγόταν και λέγεται ακόμα , ως επιμύθιο στους λόγους των βουλευτών, για να μην περιμένει ο λαός και πολλά πράγματα, διότι πάντα, κατ΄αυτούς, προέχει η αντιμετώπιση άλλων αοράτων και ορατών εθνικών κινδύνων.
Τέλος, όταν ο βουλευτής τελείωνε τον λόγο του στο καφενείο, έδινε εντολή στον «κόφτη» να βγάζει από τους σάκους μια μια τις φέτες μπακαλάρου και με μια μαχαίρα να τις κόβει σε κομμάτια και να τα μοιράζει στους κατοίκους που έμπαιναν σε σειρά. Τους ρωτούσε πόσα μέλη ήταν η οικογένειά τους και πόσοι θα ψήφιζαν. Και αναλόγως με τα άτομα τους μοίραζε από ένα ή και περισσότερα κομμάτια. Τους έδινε κάποτε κι από ένα καθρεφτάκι τσέπης, καθώς και λουκούμι για να τους γλυκάνει ψίχα(λίγο). Και μετά από πολλές και πάλι θερμές χαιρετούρες και φιλικά κτυπήματα στις πλάτες τους έφευγε για άλλο χωριό , όπου θα έκανε τα ίδια.
Οι κάτοικοι περίμεναν βεβαίως να δουν τα έργα που τους υπόσχονταν κάθε φορά οι βουλευτές ή εάν θα τους περίμεναν και πάλι στα χωριά τους, χωρίς να έχουν γίνει έργα , για να τους πει και πάλι ότι δεν εκτελέστηκαν τα έργα διότι «η χώρα διέρχεται κρισίμους στιγμάς» και ότι προείχαν άλλα σοβαρότερα για το έθνος θέματα.
Σήμερα βεβαίως η προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων έχει αλλάξει ριζικά στον τρόπο επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους. Στο μόνο που μοιάζει η σημερινή και ποικιλότροπη επικοινωνία των υποψηφίων βουλευτών με τους πολίτες είναι οι αέναες υποσχέσεις τους. Αυτές ποτέ δεν πρόκειται να εκλείψουν. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Τώρα στο πόσο αυτές υλοποιούνται αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Εξαρτάται κυρίως από το πόσο «η χώρα μας διέρχεται ακόμα κρισίμους στιγμάς» γι αυτό και οι υποσχέσεις των πολιτικών δεν υλοποιούνται κι αναβάλλονται πολλάκις για μεταγενέστερο χρόνο.
Και συγκρίνοντας εκείνη την παλαιότερη προεκλογική εκστρατεία με τη σημερινή μορφή που αυτή έχει πάρει, τούτο λέω μόνο:
O tempora! O mores! ( ω καιροί ! ω ήθη!)