Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Τρίτο μέρος
Ας πάμε στον Μιλτιάδη Κίμωνος (περίπου 550-488 π. Χ.), τον νικητή του Μαραθώνα, για τον οποίο γράφεται πως πέθανε στη φυλακή. Για τη μετά τον Μαραθώνα δράση του Μιλτιάδη, τον οποίο τίμησαν οι συμπολίτες του για την καθοριστική συμβολή του στον Μαραθώνα, και όχι μόνο, ο Ηρόδοτος (6.132.1-136.3) σημειώνει: «Ο Μιλτιάδης, που και πρωτύτερα το κύρος του στην Αθήνα ήταν μεγάλο, έγινε τότε παντοδύναμος, ύστερα από το χτύπημα που έδωσε στον Μαραθώνα. Ζήτησε λοιπόν απ’ τους Αθηναίους εβδομήντα καράβια, εκστρατευτικό σώμα και χρήματα, χωρίς να τους αποκαλύψει εναντίον ποιάς χώρας θα εκστρατεύσει, αλλά τους βεβαίωσε πως θ’ απολαύσουν άφθονο πλούτο, αν τον ακολουθήσουν· γιατί η χώρα εναντίον της οποίας θα τους οδηγήσει διαθέτει άφθονο χρυσάφι, που θα τ’ αποχτήσουν αυτοί χωρίς κόπο· μιλώντας έτσι τους ζητούσε τα καράβια. Και Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν μ’ αυτά και του έδωσαν τα καράβια.
Κι ο Μιλτιάδης παρέλαβε το εκστρατευτικό σώμα κι έβαλε πλώρη για την Πάρο, με το πρόσχημα πως οι Πάριοι πρώτοι προκάλεσαν, παίρνοντας μέρος με μια τριήρη στην εκστρατεία των Περσών στον Μαραθώνα. Βέβαια αυτό ήταν το πρόσχημα, είχε όμως και κάποια μνησικακία εναντίον των Παρίων, εξαιτίας του Λυσαγόρα, του γιου του Τεισία, που καταγόταν από την Πάρο και τον είχε κακολογήσει στον Πέρση Υδάρνη. Και φτάνοντας στη χώρα στην οποία κατευθυνόταν με τα καράβια ο Μιλτιάδης, πολιορκούσε με το εκστρατευτικό του σώμα τους Παρίους που είχαν στριμωχτεί μες στα τείχη τους· και στέλνοντας στην πόλη κήρυκα απαιτούσε εκατό τάλαντα και τους μηνούσε πως, αν δεν του τα δώσουν, δε θα σηκώσει το στρατό του απ’ το νησί τους πριν τους κυριέψει.
Οι Πάριοι όμως ούτε καν εξέτασαν την περίπτωση να δώσουν χρήματα, αλλά ένα μελετούσαν, πώς θα υπερασπιστούν την πόλη τους· κι εκτός από τ’ άλλα, επινόησαν κι αυτό: το μέρος του τείχους, όπου κάθε φορά περίμεναν να επιχειρήσει να το πατήσει ο εχθρός, αυτό, με το που έπεφτε η νύχτα, το ύψωναν διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν πρωτύτερα.
Ως αυτό το σημείο όλοι οι Έλληνες διηγούνται τα ίδια, όμως για τη συνέχεια μονάχα οι Πάριοι λένε τα εξής: καθώς ο Μιλτιάδης βρισκόταν σε αμηχανία, του παρουσιάστηκε και συνομίλησε μαζί του μια αιχμάλωτη γυναίκα, που καταγόταν από την Πάρο· τ’ όνομά της ήταν Τιμώ κι ήταν διακόνισσα των θεών του Κάτω κόσμου. Πως αυτή παρουσιάστηκε στον Μιλτιάδη και τον συμβούλευσε, αν γι’ αυτόν έχει μεγάλη σημασία να κυριέψει την Πάρο, να κάνει ό,τι θα του υποδείξει αυτή. Και πως ύστερα απ’ αυτά του έδωσε οδηγίες, κι αυτός ανηφόρισε στο ύψωμα που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και, επειδή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τις θύρες, πήδησε πάνω από το φράχτη του τεμένους της Δήμητρας της Θεσμοφόρου· πήδησε λοιπόν το φράχτη και προχώρησε στο ναό για να κάνει εκεί μέσα κάτι, είτε να μετακινήσει κάποια από κείνα που δεν πρέπει να μετακινηθούν είτε τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο θα έκανε· και πως έφτανε μπροστά από τις πύλες, όταν ξαφνικά τον έπιασε σύγκρυο και πήρε να γυρίσει πίσω από τον ίδιο δρόμο· την ώρα όμως που πηδούσε την ξερολιθιά, έσπασε το μερί του· άλλοι πάλι λένε πως χτύπησε στο γόνατο.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν σε μαύρο χάλι γύρισε πίσω με το στόλο του, χωρίς ούτε χρήματα να φέρει στους Αθηναίους ούτε την Πάρο να προσθέσει στην επικράτειά τους· το μόνο που έκανε ήταν που πολιόρκησε το νησί για είκοσι έξι μέρες και που το διαγούμισε. Κι οι Πάριοι, όταν έμαθαν ότι η διακόνισσα των θεών, η Τιμώ, καθοδήγησε τον Μιλτιάδη, μόλις ηρέμησαν ύστερα από την πολιορκία, στέλνουν απεσταλμένους για να πάρουν χρησμό από τους Δελφούς θέλοντας να την τιμωρήσουν γι’ αυτή της την πράξη· και τους έστελναν να ρωτήσουν, έπρεπε ή όχι να σκοτώσουν τη διακόνισσα των θεών, επειδή έδειξε τρόπο στους εχθρούς να κυριέψουν την πατρίδα κι αποκάλυψε στον Μιλτιάδη λατρεία που πρέπει να μένει μακριά από μάτια αντρών. Η Πυθία όμως τους απέτρεπε, λέγοντας πως κατά τη γνώμη της το φταίξιμο δεν ήταν της Τιμώς, αλλά, καθώς ο Μιλτιάδης με τα όσα έπραξε έπρεπε να βρει κακό τέλος, οι θεοί τού έστειλαν την Τιμώ να τον σπρώξει στην καταστροφή.
Αυτό τον χρησμό λοιπόν έδωσε στους Παρίους η Πυθία. Κι οι Αθηναίοι, με το που γύρισε ο Μιλτιάδης στην πόλη, τον γλωσσότρωγαν ασταμάτητα – και οι άλλοι και προπάντων ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονος, που έσυρε τον Μιλτιάδη στην κρίση του λαού για να καταδικαστεί σε θάνατο, καταγγέλλοντάς τον για εξαπάτηση των Αθηναίων. Κι ο Μιλτιάδης παρουσιάστηκε, αλλά δεν πήρε ο ίδιος το λόγο για ν’ απολογηθεί (γιατί, έτσι που σάπιζε το μερί του, ήταν ανήμπορος για κάτι τέτοιο), όμως οι φίλοι του τον απόθεσαν ξαπλωμένο σε κρεβάτι μπροστά στο βήμα κι ανέλαβαν την υπεράσπισή του, αναφέροντας με πολλές λεπτομέρειες και τη μάχη που δόθηκε στον Μαραθώνα και την άλωση της Λήμνου, που κυριεύοντας τη Λήμνο και παίρνοντας εκδίκηση από τους Πελασγούς ο Μιλτιάδης παρέδωσε το νησί στους Αθηναίους. Λοιπόν, όσο για την απαλλαγή του από τη θανατική καταδίκη ο λαός πήρε το μέρος του, όμως για την άδική του πράξη του επέβαλε πρόστιμο πενήντα ταλάντων· κατόπιν ο Μιλτιάδης, καθώς το μερί του σάπισε από γάγγραινα, πεθαίνει, και τα πενήντα τάλαντα τα πλήρωσε ο γιος του, ο Κίμων.»
Ο Πλούταρχος (Κίμων 4.3) αναφέρει πως ο Μιλτιάδης πέθανε στη φυλακή, μη δυνάμενος να εξοφλήσει το πρόστιμο των πενήντα ταλάντων που του επιδικάστηκε.
Στο «Βίος Μιλτιάδου τοῦ Ἀθηναίου – Συλλεχθείς ἐκ πολλῶν Συγγραφέων, καί παραφρασθείς εἰς τήν ἁπλουστέραν Ἑλληνικήν γλῶσσαν ὑπό Ἀθανασίου Σταγειρίτου, Βιέννη 1818» (σελ. 39-43), ως κυριότερος εχθρός του Μιλτιάδη παρουσιάζεται ο Ξάνθιππος Αρίφρονος, ο οποίος ζήτησε τη θανατική καταδίκη του και στη συνέχεια, ενώ εξετάζονταν η κατηγορία, καταγίνονταν να αποδείξει τις αιτίες, για τις οποίες ήταν άξιος θανάτου. Έτσι, ο Μιλτιάδης, όντας ασθενής και κλινήρης από τις πληγές, φυλακίστηκε. Οι Αθηναίοι, φοβούμενοι λόγω της πρόσφατης τυραννίας του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, δέχθηκαν ασμένως τις εις βάρος του κατηγορίες και αποφάσισαν πως είναι καλύτερα να πεθάνει ο Μιλτιάδης, παρά να ζουν αυτοί διαρκώς με τον φόβο και την υποψία ότι μπορεί να γίνει τύραννος. «Ὅθεν ἀπεφασίσθη, νά ῥίψωσιν εἰς τό βάραθρον, ὡς κακοῦργον, τόν σωτῆρα τῆς Ἑλλάδος, ὅπερ ἐνομίζετο ὁ ἀτιμώτερος θάνατος τῶν κακούργων.» Κι ο Μιλτιάδης, ευρισκόμενος στη φυλακή, δεν μπορούσε, απολογούμενος στην Εκκλησία του Δήμου, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Παρά την υπεράσπισή του από οικεία πρόσωπα, η βούληση των Αθηναίων δεν κάμφθηκε και μετέβαλαν τη θανατική ποινή σε χρηματικό πρόστιμο πενήντα ταλάντων, το οποίο, βέβαια ο Μιλτιάδης, τον οποίο κατηγορούσαν για διαφθορά και δωροδοκία εκ μέρους του Δαρείου, δεν είχε τη δυνατότητα να το ξοφλήσει, ώστε να βγει από τη φυλακή, για να φροντίσει τις πληγές του! Ούτε, βέβαια, θεωρούνταν πλούσιος, ώστε να τον δανείσει κάποιος. Έτσι, μένοντας στη φυλακή, σάπισε το σκέλος του και πέθανε σιδηροδέσμιος.
Τέτοιου θανάτου έτυχε ο Μιλτιάδης, τον οποίο υπέφερε με γενναιότητα και μεγαλοψυχία και χωρίς να οργίζεται καθόλου για την αχάριστη πατρίδα του, όπως και πολλοί άλλοι αργότερα, γνωρίζοντας ότι αυτά τα αξιώματα έχουν τέτοια παρεπόμενα, εξ αιτίας του φθόνου, του κοινού πάθους των ανθρώπων. Αλλά τα βάσανά του, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, δεν τελείωσαν με τον θάνατό του, αφού, εφόσον δεν υπήρχαν τα χρήματα, για να πληρωθεί το πρόστιμο, δεν έδιναν τη σορό του στους συγγενείς, για να τη θάψουν. Τότε, ο γιος του Κίμων, πολύ νέος, σκέφτηκε έναν τρόπο, για να θάψει τον πατέρα του, όπως του άξιζε. Παρουσιάστηκε στο βουλευτήριο και είπε πως γίνεται αυτός εγγυητής του πατέρα του και πως μέχρι να πληρωθεί το χρέος θα μείνει αυτός στη φυλακή. Έβγαλαν τότε τα σίδερα από τα χέρια και τα πόδια του πατέρα και τα έβαλαν στου γιού κι έτσι ενταφιάστηκε ο Μιλτιάδης.
Επειδή, λοιπόν, ο Κίμων δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει το χρέος, βρέθηκε κάποιος Αθηναίος, ο Καλλίας, πλούσιος, αλλά ασήμαντος, ο οποίος θέλοντας να θεωρηθεί ευγενής, παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Μιλτιάδη, με τη συμφωνία να πληρώσει το χρέος. Έτσι, ο Κίμων ελευθερώθηκε λόγω της αρετής και της ευγενούς καταγωγής του πατέρα του.