Αλήθειες και αναλήθειες για τον θάνατο εξεχόντων ανδρών της Ελληνικής αρχαιότητας

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Πριν λίγο καιρό έλαβα μήνυμα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, στο οποίο αναφέρονταν ονόματα διαπρεψάντων στον τομέα τους αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είχαν δυσανάλογο με την προσφορά τους τέλος. Κάνοντας μια σύντομη σχετική περιδιάβαση στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως οι πληροφορίες αυτές αναπαράγονται από διάφορες ιστοσελίδες. Την Κυριακή, 26-3-2017, όταν αγόρασα την εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», με βασικό κίνητρο να διαβάσω το ένθετο βιβλίο «Το άδοξο τέλος των αγωνιστών του 1821» (εκδ. Ήλεκτρον, Αθήνα 2017) του Κων/νου Β. Κωνσταντάρα, με έκπληξη διαπίστωσα πως στις σελίδες 9 και 10, αναγράφονταν τα ίδια ονόματα, με την ίδια σχεδόν αναφορά, η οποία αφορούσε στον θάνατο εκείνων των ενδόξων ανδρών.

Τα ονόματα, τα οποία περιλαμβάνονται σ’ αυτή την καταγραφή, με την επιφύλαξη πως, ίσως, υπάρχουν κι άλλα, είναι του Πυθαγόρα, του Μιλτιάδη, του Αριστείδη του Δίκαιου, του Θεμιστοκλή, του Αισχύλου, του Περικλή, του Φειδία, του Αναξαγόρα, του Ηροδότου, του Ικτίνου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αλκιβιάδη, του Σωκράτη, του Θουκυδίδη, του Αριστοφάνη, του Πλάτωνος, του Ισοκράτη και του Δημοσθένη.
Πέραν άλλων, η αναφορά της αιτίας του θανάτου τους γίνεται κατά κανόνα χωρίς παράθεση, έστω και μιας για το κάθε πρόσωπο πηγής, η οποία να τον πιστοποιεί, και χωρίς καμία πληροφόρηση σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο δραστηριοποιήθηκαν, τις ατομικές τους επιλογές, και φυσικά των δράσεων ή των αποφάσεων των συμπολιτών τους και της πολιτείας, στην οποία ζούσαν, και με βασικό συμπέρασμα την αγνωμοσύνη μας ως λαού, όχι ως μονάδων, έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν προσφέρει πολλά, μέχρι και την ίδια τους τη ζωή, για το Έθνος των Ελλήνων.

Οπωσδήποτε η αγνωμοσύνη, όπως και η ευγνωμοσύνη, εμφωλεύουν στη φύση των ανθρώπων, ασχέτως εθνικότητας. Αλλά, η, όχι για πρώτη φορά, αναφερόμενη στο Έθνος μας κληρονομημένη κατά κάποιον τρόπο κακοδαιμονία, λαμβάνει από ένα σημείο και μετά διαστάσεις συκοφαντικές, αφού πράξεις και αποφάσεις, ορθές ή λανθασμένες, και λίγων ή πολλών κατά περίπτωση, τις επωμίζεται το Έθνος συλλήβδην και μάλιστα διαχρονικά. Αυτό, βέβαια, είναι βολικό για το σκεπτικό κάποιων, αλλά ταυτόχρονα και απολυταρχικό, να λέγεται δηλαδή πως έτσι είμαστε, πως φταίνε όλοι, πως δεν αλλάζει τίποτα, πως…, παραβλέποντας ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα η ατομική ευθύνη, χωρίς να παραγνωρίζεται η συλλογική, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ορθή λειτουργία και την προκοπή τους. Πόσο μάλλον, που στην εποχή μας, εποχή καταιγιστικής πληροφόρησης, όχι σπάνια διαστρεβλωμένης, ο πολίτης καλείται να σταθεί κριτικά απέναντί της, ώστε να διασφαλίζει κατά το δυνατόν την ορθή ενημέρωσή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Εν προκειμένω, ο λόγος, για τον οποίο συντάσσεται τούτη η μελέτη, είναι καταρχήν μια δική μου εσωτερική ανάγκη προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μια προσπάθεια της ταπεινότητάς μου να συμβάλει, έστω και κατ’ ελάχιστο στην ενίσχυση της αλήθειας σχετικά με τον θάνατο των αναφερθέντων προσώπων, όχι αυθαίρετα, αλλά στηριγμένη σε πηγές, διότι, όπως λέει κι ο αρχαίος λόγος «Φίλος μέν Πλάτων, φιλτέρα δέ ἡ ἀλήθεια»! (Ἰωάννης Φιλόπονος «De aetermitate mundi», σελ. 144) Τούτων δοθέντων, κάποια στοιχεία της έρευνάς μου θα επιβεβαιώσουν τους συντάκτες ιστοσελίδων, καθώς και του βιβλίου, ενώ άλλα όχι.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τον Πυθαγόρα Μνησάρχου, για τον οποίο αναφέρεται πως «πέθανε στην εξορία από πείνα ή δολοφονήθηκε». Ο Σαμιώτης Πυθαγόρας (περίπου 580-496 π. Χ.), φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής, αφού «πολλῶν ἀνθρώπων εἶδεν ἄστεα καί νόον ἔγνω» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 1.25, 8.1-50/ Ἰάμβλιχος, Περί Πυθαγορικοῦ Βίου, ἐκδ. Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1997), επέστρεψε στη Σάμο, αλλά, «εὑρὼν τὴν πατρίδα τυραννουμένην ὑπὸ Πολυκράτους», δηλαδή, επειδή βρήκε την πατρίδα του να κυβερνιέται από τον τύραννο Πολυκράτη, έφυγε και εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα, αποικία των Ελλήνων στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας στην Ιταλία, όπου ίδρυσε την Πυθαγόρεια Σχολή, απέκτησε σημαντικό κύκλο μαθητών, δίδαξε τα σπουδαία διανοήματά του και συνέβαλε τα μέγιστα στην κοινωνία.

Εκεί, λοιπόν, στον Κρότωνα, όπου έφτασε από δική του επιλογή και όχι εξόριστος, εκτός από τους πολλούς οπαδούς των θεωριών του, κάποια στιγμή απόκτησε και εχθρούς! Καθόλου παράδοξο, αφού συχνά οι άνθρωποι αυτό, το οποίο δεν μπορούν να κατανοήσουν ή να φτάσουν, το φθονούν, το εχθρεύονται και το διώκουν, ειδικά αν αυτό έχει γίνει πολύ δημοφιλές και επομένως έχει την υποστήριξη του κόσμου. Αν, μάλιστα, συμπέσει να γίνει στόχος δημαγωγών, δύσκολα μπορεί να αποφύγει τη μήνη αδαών και παρασυρμένων ανθρώπων, συνήθως χρήσιμων ηλιθίων που άγονται και φέρονται από τις βουλές τρίτων. Αρκεί να δούμε στις σύγχρονες κοινωνίες πόσο εύκολα κατασκευάζονται ψευδείς και κακόβουλες ειδήσεις, οι οποίες στοχεύουν ανθρώπους, για να ’χουμε ένα μέτρο σύγκρισης για όσα συνέβησαν στον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του, τα οποία σχετίζονται και με τον θάνατο του σπουδαίου δασκάλου, ο οποίος, πρώτος αυτός, αποκάλεσε τον εαυτό του φιλόσοφο!

Γράφει σχετικά, μεταξύ άλλων, ο Ιάμβλιχος (Περί Πυθαγορικού Βίου, ἐκδ. Νέα Θέσις, Ἀθήνα 1997, σ. 291 – μεταγραφή δική μου): Ήταν μερικοί, οι οποίοι αντιμάχονταν τους ανθρώπους αυτούς και επαναστάτησαν εναντίον τους. Το γεγονός βέβαια ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του Πυθαγόρα καταστρώθηκε σχέδιο εξόντωσής τους, αυτό όλοι το ομολογούν. Διαφορετικές, όμως, είναι οι πληροφορίες του ταξιδιού που έκανε τότε ο Πυθαγόρας. Άλλοι λένε ότι είχε πάει στον Φερεκύδη τον Σύριο κι άλλοι στο Μετάποντιο. Οι αιτίες της επιβουλής, οι οποίες σχεδιάσθηκαν εναντίον του, αναφέρεται ότι ήταν πολλές. Μία ήταν εκείνη που προκλήθηκε από τους λεγόμενους Κυλώνειους και η οποία έχει ως εξής:

Ο Κύλων, Κροτωνιάτης, κατέχοντας την πρώτη θέση μεταξύ των συμπολιτών του λόγω του γένους, της δόξας και του πλούτου του, από πλευράς όμως χαρακτήρα ήταν τραχύς και βίαιος, θορυβώδης και τυραννικός, αφού έδειξε κάθε προθυμία να γίνει κοινωνός του Πυθαγορικού βίου και αφού προσήλθε στον ίδιο τον Πυθαγόρα, γέροντα πλέον, αποδοκιμάστηκε και δεν έγινε δεκτός για τους προαναφερθέντες λόγους.
Εξ αιτίας, λοιπόν, του περιστατικού αυτού, κήρυξαν φοβερό πόλεμο ο ίδιος ο Κύλων και οι φίλοι του εναντίον του Πυθαγόρα και των συντρόφων του και τόσο σφοδρή και ασυγκράτητη υπήρξε η μανία και του Κύλωνα και αυτών που ήταν ταγμένοι με το μέρος του, ώστε να επεκταθεί μέχρι και τους τελευταίους Πυθαγορείους. Για τον λόγο αυτό, ο Πυθαγόρας κατέφυγε στο Μεταπόντιο και εκεί λέγεται ότι τελείωσε τη ζωή του, ενώ οι Κυλώνειοι συνέχισαν να επιτίθενται στους Πυθαγορείους και να δείχνουν κάθε μορφής εχθρική διάθεση εναντίον τους. Από την άλλη μεριά επικρατούσε ως ένα σημείο η καλοκαγαθία των Πυθαγορείων και η θέληση των ίδιων των πόλεων, οι οποίες επιθυμούσαν να ρυθμίζονται τα πολιτικά πράγματα από κείνους.

Τελικά σε τέτοιο βαθμό επιβουλεύθηκαν τους Πυθαγορείους, ώστε, ενώ αυτοί συνεδρίαζαν στην οικία του Μίλωνα, συντρόφου των Πυθαγορείων, στον Κρότωνα και συσκέπτονταν για τα πολιτικά πράγματα, οι Κυλώνειοι, αφού πυρπόλησαν την οικία, κατέκαυσαν τους Πυθαγορείους, εκτός από δυο, τον Άρχιππο και τον Λύση. Αυτοί οι δύο, επειδή ήταν νεότατοι και πάρα πολύ εύρωστοι, κατόρθωσαν με κάποιον τρόπο να ξεφύγουν.»

Κι ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 8.39) αναφέρει ότι οι Κροτωνιάτες έσφαξαν τον Πυθαγόρα μαζί με τετρακόσιους μαθητές του, αφού πρώτα έκαψαν το σπίτι του Μίλωνα, μαθητή του, όπου πριν τα γεγονότα είχαν συγκεντρωθεί. Σώθηκαν πολύ λίγοι, μεταξύ αυτών ο Άρχιππος και ο Λύσης από τον Τάραντα. Αιτία της επίθεσης και της σφαγής ήταν η δημοτικότητά τους στην πόλη του Κρότωνα και η συκοφαντία, από εχθρούς τους, ότι επρόκειτο να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα.
Ο Διογένης Λαέρτιος (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 8.40) μας πληροφορεί, επίσης, πως ο Δικαίαρχος αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας κατέφυγε στο ιερό των Μουσών στο Μεταπόντιο, όπου, αφού έμεινε νηστικός για σαράντα μέρες, πέθανε από ασιτία· πως ο Ηρακλείδης λέει ότι, αφού έθαψε τον φίλο του Φερεκύδη, τον οποίο είχε επισκεφτεί για να θεραπεύσει, στη Δήλο, επέστρεψε στην Ιταλία, μόλις έμαθε για όσα έκανε ο Κύλων, δεν επιθυμούσε να ζει άλλο και πήγε στο Μεταπόντιο, όπου πέθανε από ασιτία, ενώ ο Έρμιππος αναφέρει ότι ενεπλάκη με τους οπαδούς του σε μια σύγκρουση μεταξύ Ακραγαντίνων και Συρακουσίων, ως αρχηγός των Ακραγαντίνων, και, αφού τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ των Συρακουσίων, σκοτώθηκε απ’ αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι, γύρω στους τριακόσιους πέντε, κατακάηκαν στον Τάραντα, επειδή αντιπολιτεύονταν τους κυβερνώντες.