Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Για τον Αριστείδη Λυσιμάχου (550-467 π. Χ.), γνωστό ως Δίκαιο, αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία από πείνα, κάτι το οποίο δεν είναι αληθές. Αυτός, όπως και άλλοι σπουδαίοι άνδρες, στα πλαίσια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εξορίστηκε με οστρακισμό. Είναι, μάλιστα χαρακτηριστική για το ήθος του η αναφορά του Πλουτάρχου στον «Βίο» (Βίοι Παράλληλοι, Αριστείδης 1.1-27.4) που του έχει αφιερώσει, όπου (Βίοι Παράλληλοι 7.5-6) σημειώνει πως «ενώ αναγράφονταν τα ονόματα στα όστρακα, λέγεται πως κάποιος αγράμματος και παντελώς αγροίκος έδωσε στον Αριστείδη το όστρακό του, για να αναγράψει επάνω το όνομα Αριστείδης. Όταν εκείνος τον ρώτησε τι κακό του έκανε αυτός ο Αριστείδης, απάντησε «τίποτα, δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο, αλλά ενοχλούμαι όταν ακούω να τον λένε όλοι παντού Δίκαιο».
Μόλις άκουσε αυτά ο Αριστείδης, δεν είπε τίποτα, έγραψε το όνομά του στο όστρακο και του το έδωσε. Όταν, μάλιστα, βγήκε η απόφαση του εξοστρακισμού του, σήκωσε τα χέρια στους ουρανούς και ευχήθηκε να μην έρθει ποτέ τέτοια ώρα για τους Αθηναίους, ώστε να αναγκαστούν να τον θυμηθούν.»
Με αφορμή το ανωτέρω παράθεμα, μπορεί κανείς εύκολα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα, τόσο για τον τρόπο που ψηφίζουν και οι σύγχρονοι πολίτες, όσο και για το πώς δεν επιλέγουν τους καλύτερους από τους υποψηφίους, για να τους κυβερνήσουν! Αλλά διαφορετικό είναι το θέμα μας εδώ. Τι αναφέρει, λοιπόν, ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Αριστείδης 26.1-3) για το τέλος του Αριστείδη; Λέει πως υπάρχει σύγχυση γύρω από το πού και πότε πέθανε. Άλλοι, λοιπόν, υποστηρίζουν πως πέθανε στον Πόντο, όπου είχε πάει για την υπηρέτηση δημοσίων υποθέσεων κι άλλοι στην Αθήνα, σε βαθύ γήρας, τιμώμενος και θαυμαζόμενος από τους πολίτες!
Υπάρχει κι άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Κρατερός ο Μακεδών, σύμφωνα με την οποία, μετά την εξορία του Θεμιστοκλή, ανεφύη στην Αθήνα πλήθος συκοφαντών, οι οποίοι είχαν ως στόχο τους άριστους και τους δυνατότερους άνδρες, πολλοί εκ των οποίων καμάρωναν για την ευτυχία και τη δύναμή τους. Φυσικά δεν τους ξέφυγε ο Αριστείδης, ο οποίος κατηγορήθηκε για δωροδοκία και, επειδή δεν είχε να αποπληρώσει την ποινή των πεντήκοντα μνων, έπλευσε στην Ιωνία, όπου και απεβίωσε. Γι’ αυτή την εκδοχή του θανάτου του Αριστείδη, ο Πλούταρχος σημειώνει πως ο Κρατερός έγραψε όλα αυτά χωρίς να παραθέσει κάποιο έγγραφο, απόφαση δίκης ή ψήφισμα που να την πιστοποιεί. Και συμπληρώνει πως κι άλλοι συγγραφείς μιλούν για την εξορία του Θεμιστοκλή, τη φυλάκιση του Μιλτιάδη, την τιμωρία του Περικλή και τον θάνατο του Πάχητος στο δικαστήριο, αλλά κανείς δεν αναφέρει, πλην του εξοστρακισμού, κάποια άλλη καταδίκη που να αφορά στον Αριστείδη.
Και στη συνέχεια σημειώνει (Βίοι Παράλληλοι, Αριστείδης 27.1-4) πως ο τάφος του ήταν στο Φάληρο, για τον οποίο λένε πως τον κατασκεύασε η πολιτεία, αφού εκείνος δεν άφησε ούτε τα αναγκαία για τον ενταφιασμό του, πως οι κόρες του δόθηκαν στους νυμφίους τους από το πρυτανείο και πως εγγυητής του γάμου ήταν η πολιτεία, η οποία προίκισε με τρεις χιλιάδες δραχμές την καθεμιά. Στη συνέχεια ο Πλούταρχος αναφέρει κι άλλες ευεργεσίες που έγιναν εκ μέρους της πολιτείας στο γιο του και άλλα συγγενικά του πρόσωπα.