Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Ένατο μέρος
Και για τον έτερο σημαντικό τραγικό ποιητή, τον Ευριπίδη Μνησάρχου ή Μνησαρχίδη (485/4 ή 480-406 π. Χ.), αναφέρεται πως πέθανε στην εξορία! Ο Ευριπίδης, όντως, απεβίωσε εκτός Αθηνών, στη Μακεδονία, όπου, όμως, δεν εξορίστηκε, αλλά έφτασε ως προσκεκλημένος στη βασιλική αυλή της Πέλλας από τον φιλόμουσο βασιλιά Αρχέλαο, ο οποίος συνήθιζε να καλεί ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στη Μακεδονία, όπου, εκτός από τη βασιλική πρόσκληση, τον οδήγησαν και προσωπικοί λόγοι, ο ποιητής έγινε δέκτης μεγάλων τιμών από τον βασιλιά. Εκεί έγραψε το δράμα με τον τίτλο «Αρχέλαος», καθώς και τις «Βάκχες», τις οποίες δεν πρόλαβε να παρουσιάσει σε θεατρική σκηνή.
Ο Ευριπίδης, κατά πολύ νεότερος του Σοφοκλή, πέθανε λίγους μήνες πριν από κείνον. Ο γέρων Σοφοκλής, όταν έφτασε στην Αθήνα η είδηση για τον θάνατο του μεγάλου τραγικού, φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και σε ένδειξη πένθους παρουσίασε τον χορό και τους υποκριτές στον προάγωνα αστεφάνωτους («Εὐριπίδου Βίος», Βιογράφοι/ Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 135), κάτι που συγκίνησε ιδιαίτερα τον κόσμο.
Σχετικά με την αιτία θανάτου του Ευριπίδη, ο Διόδωρος Σικελιώτης (Ἱστορική Βιβλιοθήκη, 13.103.5) αναφέρει ότι, κατά τα λεγόμενα, πέθανε από τραυματισμό που του προκάλεσε επίθεση σκύλων. Το Λεξικό Σουΐδα, στο λήμμα Ευριπίδης, σημειώνει, επίσης, μεταξύ άλλων πως ο ποιητής έζησε στη Μακεδονία απολαμβάνοντας τις μεγαλύτερες τιμές. Τον φθόνησαν, όμως, οι ποιητές Αρριβαίος ο Μακεδών και Κρατεύς ο Θεσσαλός, οι οποίοι έπεισαν, δωροδοκώντας, κάποιον δούλο του βασιλιά, ονόματι Λυσίμαχο, να εξαπολύσει εναντίον του τα σκυλιά του βασιλιά, τα οποία εκείνος φρόντιζε και να πουν στη συνέχεια πως εκείνος κατασπαράχθηκε νύχτα από γυναίκες. Αυτά αναφέρονται και στον «Εὐριπίδου Βίο» (Βιογράφοι/,Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 135-36), τα οποία, όμως, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, διότι ο Αριστοφάνης, ο οποίος διακωμώδησε για πολλούς λόγους τον Ευριπίδη, δεν θα είχε αφήσει ασχολίαστο κάτι τέτοιο στους «Βατράχους» του που διδάχθηκαν για πρώτη φορά το 405 π. Χ., ένα χρόνο δηλαδή μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, στα Λήναια, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο.
Σ’ ένα επίγραμμα του Αδδαίου (Anthologia Graeca ad Palatini codicis fidem edita, Τόμος 1/ VII. ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ, 51. ΑΔΔΑΙΟΥ) ως αιτία θανάτου του αναφέρονται ο Άδης και τα γηρατειά («Ἀΐδης καί γῆρας») και για τον τάφο του λέει πως βρίσκεται στην Αρέθουσα. Άλλα δύο επιγράμματα, τοποθετούν τον τάφο, επίσης, στη Μακεδονία. Το ένα στην Πέλλα (Π.Α. 7.44.5-6 ἀλλ᾽ ἔμολες Πελλαῖον ὑπ᾽ ἠρίον, ὡς ἂν ὁ λάτρις/ Πιερίδων ναίῃς ἀγχόθι Πιερίδων), κάτι που βεβαιώνει και το Λεξικό Σουΐδα, και στη Μακετία (Π.Α. 7.49.1 Ἁ Μακέτις σε κέκευθε τάφου κόνις).
Ο Παυσανίας (Ἑλλάδος Περιήγησις 1.2.2) αναφέρει, επίσης, πως ο Ευριπίδης ετάφη στη Μακεδονία, όταν είχε πάει κοντά στον βασιλιά Αρχέλαο, και για την αιτία του θανάτου του λέει πως έχουν μιλήσει πολλοί, οπότε ας δεχθούμε ό,τι είπαν. Ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Λυκοῦργος 31) σημειώνει πως στον τάφο του Ευριπίδη, ο οποίος πέθανε και ετάφη στη Μακεδονία στην περιοχή της Αρέθουσας έπεσε κεραυνός, κάτι που μόνο στον τάφο του Λυκούργου είχε συμβεί πρωτύτερα! Και πως αυτό αποτέλεσε σπουδαία μαρτυρία και υπερασπιστικό λόγο για όσους αγαπούσαν τον Ευριπίδη, το να συμπέσει δηλαδή σ’ αυτόν μετά τον θάνατό του, ό,τι πρωτύτερα είχε συμβεί σε αγαπητότατο στους θεούς και αφοσιωμένο στις θεϊκές απαιτήσεις (ενν. Λυκούργο).
Οι Αθηναίοι τίμησαν τον ποιητή με κενοτάφιο πάνω στο οποίο λέγεται ότι χαράχθηκε το επίγραμμα του ιστορικού Θουκυδίδη (Παλατινή Ανθολογία 7.45 ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ) ή κατά μια διαφορετική παράδοση του ποιητή Τιμοθέου («Βίος»), το οποίο λέει: «Μνᾶμα μὲν Ἑλλὰς ἅπασ᾽ Εὐριπίδου, ὀστέα δ᾽ ἴσχει γῆ Μακεδών, ᾗπερ δέξατο τέρμα βίου. πατρὶς δ᾽ Ἑλλάδος Ἑλλάς, Ἀθῆναι• πλεῖστα δὲ Μούσαις τέρψας ἐκ πολλῶν καὶ τὸν ἔπαινον ἔχει.», δηλαδή, «Μνήμα του Ευριπίδη είναι ολόκληρη η Ελλάδα, τα οστά του κρατάει η μακεδονική γη, αυτή που δέχτηκε το τέλος της ζωής του. Πατρίδα του η Ελλάδα της Ελλάδος, η Αθήνα∙ και αφού πάρα πολλή απόλαυση χάρισε με τις Μούσες, από πολλούς δέχτηκε και τον έπαινο.» Οι Αθηναίοι του έστησαν και ανδριάντα στο θέατρο του Διονύσου, ενώ το έργο του, παρά την πρόβλεψη του Αριστοφάνη, στους «Βατράχους» (868), πως θα συναποθάνει μαζί του, τόσο αυτό, όσο και η τιμή στο πρόσωπό του, ταξιδεύουν στους αιώνες.
Κι ο Αθηναίος Αριστοφάνης Φιλίππου (περίπου 446-385 π. Χ.), γεννημένος στον δήμο Κυδαθηναίων, σύμφωνα με τον αναφερθέντα κατάλογο, πέθανε στην εξορία και από ασιτία, κάτι, το οποίο δεν αληθεύει, αφού ο ποιητής πέθανε στην πόλη που γεννήθηκε! Μάλιστα, για τη ζωή του δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, πολλές από τις οποίες τις αντλούμε από τα έργα του. Πάντως, στον «Ἀριστοφάνους Βίον» (Βιογράφοι/,Vitarum Scriptores Graeci minores, Antonious Westermann, σ. 155-161), όπου δεν αναφέρεται κάτι για τον θάνατό του, σημειώνεται πως επαινέθηκε και αγαπήθηκε πολύ από τους συμπολίτες του και στεφανώθηκε με βλαστάρι από την ιερή ελιά, το οποίο θεωρούνταν ισοδύναμο με χρυσό. Όσο για τη φήμη του, αυτή έφτασε ως τον βασιλιά της Περσίας, ενώ ο Πλάτων λέει πως ο τύραννος Διονύσιος, θέλοντας να γνωρίσει την Πολιτεία των Αθηναίων, ζήτησε να του στείλουν την ποίηση του Αριστοφάνη. Ο Πλάτων τον τίμησε, επίσης, μ’ ένα επίγραμμα που λέει: «αἱ Χάριτες τέμενός τι λαβεῖν ὅπερ οὐχί πεσεῖται/ ζητοῦσαι ψυχής εὗρον Ἀριστοφάνους.», δηλαδή «οι Χάριτες γυρεύοντας γερό ναό, που να μην πέσει, για να κατοικήσουν, την ψυχή του Αριστοφάνη βρήκαν.»