Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –

Η βόμβα στο τρόλεϊ

Καλοκαιρινό και καλοκαιριάτικο διήγημα από τον Κωνσταντίνο Μπούρα

Έντεκα η ώρα το βράδυ Δευτέρας στην οδό Κεφαλληνίας. Τα παρακείμενα θέατρα αδειάζουν. Οι φτωχοί και οι νεόπτωχοι θεατρόφιλοι κατακλύζουν τις στάσεις των λεωφορείων και των τρόλεϊ. Πολλές φορές έχω την αίσθηση πως αυτοί οι άνθρωποι (μερικοί από αυτούς) προτιμάνε να μην φάνε (για μέρες ίσως για εβδομάδες ολόκληρες) προκειμένου να πάνε θέατρο και σινεμά. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα κάποιοι πλούσιοι συγγραφείς και καλλιτέχνες που παραθέτουν μπουφέ μετά τις παρουσιάσεις των έργων τους, οπότε … «η φυλή των εγκαινίων» παίρνει ταπεράκι και για το σπίτι. Είναι όμως περήφανοι, καθαροί, αν και τα ρούχα τους μυρίζουν ναφθαλίνη και μόδα της χρυσής δεκαετίας του 1980.

Στη στάση λοιπόν, στο ρεύμα προς Ομόνοια, ανεβαίνουν ένα ξυρισμένος χοντρούλης με καρφίτσα στο πέτο του πεθαμενατζίδικου σακακιού του. Είναι τόσο τριμμένο που στα μανίκια φαίνεται σχεδόν άσπρο ενώ κάποτε θα πρέπει να ήταν μπλε σκούρο… Τώρα μοιάζει ανθρακί, κάτι μεταξύ μαύρου και γκρι, όμως μοσχοβολάει κολόνια λεμόνι (από τις φτηνές, των φαρμακείων, εκείνες που πουλάνε για άτομα που σαπίζουν από κατάκλιση)…
Δίπλα του μία ζωγράφος που δεν έχει χαρεί ακόμα την αναγνώριση, μήτε και τον έρωτα νομίζω.
Εγώ στο ρόλο του παρατηρητή, «παντεπόπτης-παντογνώστης αφηγητής». Ανεβαίνουμε όλοι μαζί στο 3. Μία παρέα μελαχρινών ψηλόλιγνων ανθρώπων κατεβαίνει την τελευταία στιγμή κάπως ορμητικά. Ο παρηκμασμένος μεσόκοπος κύριος με το κεκαρμένο κεφάλι διαμαρτύρεται ότι κάποιος από αυτούς έβαλε το χέρι στην αριστερή του τσέπη να του πάρει το πορτοφόλι, αλλά κανείς δεν του δίνει σημασία. Η καλλιτέχνις στραβομουτσουνιάζει ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια της αλλά αρκετά δυνατά ώστε να το ακούσουν όλοι: «ο παλιοφασίστας!».

Εκείνος στέκεται όρθιος στο μέσον του διπλού οχήματος, κρατώντας μια παλιά ομπρέλα τόσο τρύπια που μόνον ως όπλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Είν’ αλήθεια πως επεχείρησε να τη φέρει στο κεφάλι του υποψήφιου αλλά ατυχήσαντος κλέφτη, του ερασιτέχνη πορτοφολά των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς αλλά κι …επικοινωνίας, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί η διπλή πόρτα έκλεισε μονομιάς με έναν πάταγο.
Περάσαν δύο στάσεις. Όμως εκείνος ένιωθε σαν το θηρίο μέσα σε κλουβί. Πήγαινε αλλόφρων εδώ κι εκεί, οσμιζόταν το αέρα, μέχρι που κάποια στιγμή το βρήκε: «εγκαταλελειμμένες αποσκευές – unattended luggage», άρχισε να ουρλιάζει δυνατά, μέχρι που ο οδηγός αναγκάστηκε να πατήσει φρένο, με κλειστές τις πόρτες πάντα – απείχαν αρκετά από την επόμενη στάση…

Πήγε λοιπόν εκεί που του υπέδειξε ο άγνωστος Χι και όντως!!! Υπήρχαν δύο παραγεμισμένες πλαστικές σακούλες… Κάτω από την μία έτρεχε κάτι που θα μπορούσε να ήταν κρασί, αν δεν κυλούσε τόσο αργά προσομοιάζοντας με αίμα που πάει να πήξει και παίρνει εκείνη τη μελιτζανί απόχρωση.
Τα χρειάστηκε ο άνθρωπος. Ένας απλός οδηγός… Κι αν ήταν βόμβα. Έδωσε μία κλωτσιά χωρίς να το καλοσκεφτεί, οπότε τότε σηκώθηκε έντρομος ένας σαραντάρης κύριος που έμοιαζε Ινδιάνος κι είχε το πρόσωπό του χρώμα, οσμή και …γεύση καραμέλας [ποιητική αδεία – συναισθητική μεταφορά] κι αφού άρπαξε τα κακοπαθημένα υπάρχοντά του κινήθηκε προς την έξοδο και περίμενε μέχρι το αφεντικό της περίστασης να του ανοίξει την πόρτα να κατέβει. Όντως, ο οδηγός, αν και δεν ήταν πολύπειρος κατάλαβε πως δεν τον συνέφερε να δώσει συνέχεια στο ατυχές επεισόδιο, άνοιξε όλες τις πόρτες και ο σαμάνος κατέβηκε και στάθηκε με άπειρη αξιοπρέπεια στο πεζοδρόμιο περιμένοντας ποιος ξέρει τι.

«Μπορεί να έρθουν οι δικοί του με το διαστημόπλοιο να τον πάρουν» είπε ένας νεαρός εξυπνάκιας από μέσα. «Τι περιμένεις; Τρελαμένα πλάσματα. Όλη την ημέρα με τα ακουστικά στ’ αυτιά και βλέπουν σε κάτι οθόνες τόσο-δούλες σημεία και τέρατα!!!» είπε ένας κακοντυμένος επιβάτης στη γυναίκα του. Τα παπούτσια ήταν σκονισμένα, λασπωμένα σχεδόν. Θα έλεγα πως ήταν μπετατζής, αν δεν είχε νεκρώσει η οικοδομή προ πολλού, από την αρχή της Κρίσης.
Αντιθέτως, η αποτυχημένη ζωγράφος θεώρησε καλόν – βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στον άγνωστο με το φθαρμένο σακάκι που έμοιαζε πεθαμενατζίδικο, σαν το έχει περιμαζέψει από την ανακύκλωση της γειτονιάς ή από τα ρούχα που παρατάνε οι κουρασμένοι άνθρωποι στα σκαλιά της εκκλησίας.

«Βλέπετε; Τον κάνατε να ντραπεί! Και κατέβηκε!», είπεν εκείνη.
«Αυτοί δεν σκέφτονται όπως εμείς. Έχουν άλλη νοοτροπία», αμύνθηκε εκείνος.
«Μα όλοι άνθρωποι είμαστε!!!», έβγαλε το βαρύ πυροβολικό η επιτιθέμενη.
«Προβολές! Προβάλλετε τον ψυχισμό σας στον κόσμο. Δεν είναι όλοι σαν εσάς, δεν σκέφτονται και δεν αντιδρούν το ίδιο», έκανε ρουά-ματ ο ξεπεσμένος θεατρόφιλος.
Αυτή ήταν κι η χαριστική βολή. Η παραγνωρισμένη καλλιτέχνις δεν ξαναμίλησε, πήραν τον λόγο όμως όλοι οι άλλοι ανεξαιρέτως. Και τι δεν ακούστηκε!!! «Μα ποιος ήταν, αληθινά, αυτός ο άγνωστος του τρόλεϊ; Τι κουβαλούσε στις τσάντες του; Γιατί τις είχε αφήσει μακριά και δεν τις πρόσεχε; Δεν ήταν πιο συνετό να της κρατάει ανάμεσα στα πόδια του; Και τι έσταζε; Νερό; Α, μπα… Κρασί; Μάλλον όχι. Πελτές; Ίσως. Χυμός βύσσινο», συμπέρανε κάποιος κι οι περισσότεροι συμφώνησαν δια βοής. Μόνον ο οδηγός δεν μιλούσε. Κουτσά-στραβά πέρασε κι αυτή η βάρδια. «Τη σκοτώσαμε κι ετούτη τη μέρα». Κι εγώ δεν μιλούσα.

Γιατί δουλειά μου δεν είναι να παρεμβαίνω. Παρά μόνον αν είναι να ρίξω λίγο λάδι στη φωτιά ή να σπρώξω πιο κοντά τα ξύλα στο τζάκι, να ζεσταθούμε. Γιατί, παρά τον καθημερινό φασισμό, ναι, τώρα υπάρχει επικοινωνία στα χρόνια της Κρίσης. Ακόμα κι όταν διαφωνούμε, όλοι μιλάνε με όλους. Όλοι έχουν κι από μια γνώμη. Τουλάχιστον… Και δεν πλήττουμε ποτέ μα ποτέ σε αυτόν τον σουρεαλισμό που απέγινε η ζωή μας. «Κρατηθείτε από τας χειρολαβάς», έλεγε μια παλιά ξεχασμένη επιγραφή… Μόνο που τώρα είναι όλοι αγκιστρωμένοι στα σίδερα της πόρτας κι αρνούνται να ξεκολλήσουν, να πάνε μισό βήμα παραπέρα… Φταίνε μετά οι πορτοφολάδες; Τι να σου κάνουν κι αυτοί; Άνθρωποι είναι. Ο πειρασμός είναι πειρασμός. Κι ο συνωστισμός επίσης…

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γεννήθηκε το 1962 στην Καλαμάτα κι από το 1977 ζει στην Αθήνα. Συγγραφέας 35 εκδοθέντων βιβλίων, κριτικός θεάτρου και βιβλιοκριτικός. Αριστούχος Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου (2019). Είναι διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός τού Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1985), αριστούχος τού Τμήματος Θεατρικών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Αθηνών (1994) και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος θεατρολογίας τού γαλλικού Πανεπιστημίου Paris III – La nouvelle Sorbonne (D.E.A. Etudes Théâtrales). Υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Θεατρικά του έργα με αρχαιοελληνικά θέματα έχουν παρασταθεί σε θέατρα τής Ελλάδας και του εξωτερικού. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Συμμετέχει σε τηλεοπτικές εκπομπές για το βιβλίο και το θέατρο. Μέλος της Επιτροπής θεατρικών βραβείων Κουν της Ένωσης Κριτικών Θεάτρου, της επιτροπής για το Athens Prize for Literature, της επιτροπής διηγήματος της αλυσίδας Ianos, της επιτροπής ποιήματος για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα του Ομίλου για την Unesco Πειραιώς και Νήσων κ.λπ. Μεταφρασμένα ή πρωτότυπα βιβλία του κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες (Γαλλία, Ιαπωνία, Πολωνία), ενώ ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται σε πάμπολλες ανθολογίες στην Ελλάδα και αλλού (Ουκρανία, Βοζνία, Ιταλία, Ισπανία, Βραζιλία, Αμερική, Πολωνία…).
Web-site: https://www.konstantinosbouras.gr
E-mail: kbouras8@gmail.com
Revue: https://grafei.wordpress.com