Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –

Φίλιππος Φιλίππου
Η γυναίκα του καπετάνιου

Στο φορτηγό «Minerva» η γυναίκα του καπετάνιου είχε επιχειρήσει επανειλημμένα να με αποπλανήσει. Τελευταία φορά ήταν κάποιον Ιούνιο στην Καραϊβική, πηγαίνοντας για τη Βενεζουέλα, όπου στο Πουέρτο Καμπέγιο, δυτικά του Καράκας, θα ξεφορτώναμε ένα μέρος του φορτίου. Ήταν λίπασμα σε τσουβάλια που πήραμε από τη Νέα Ορλεάνη. Ήμουν τότε τρίτος μηχανικός και ως νέος είχα φιλοδοξίες: ο δεύτερος μηχανικός θα ξεμπαρκάριζε κι ήθελα να πάρω τη θέση του. Σεβόμουν τον καπετάνιο, όπως σεβόμουν τον πρώτο μηχανικό, οι οποίοι θα αποφάσιζαν από κοινού για το επαγγελματικό μου μέλλον στο καράβι. Τους αντιμετώπιζα και τους δύο προσεκτικά, όφειλα να μην υποπέσω σε κανένα λάθος. Αν τηρούσα καλή στάση, θα συνηγορούσαν υπέρ μου στη ναυτιλιακή εταιρεία που έδρευε στον Πειραιά.

Εκείνη η γυναίκα όμως αποτελούσε εμπόδιο στις φιλοδοξίες μου. Ήθελε να πλαγιάσουμε μαζί κι εγώ αρνιόμουν επίμονα. Προσπαθούσε να με ξελογιάσει, πότε στο κατάστρωμα, πότε στους αλουέδες, κι εγώ την κρατούσα σε απόσταση. Μια νύχτα μετά τα μεσάνυχτα, κι ενώ είχα φύγει από το μηχανοστάσιο, όπου έκανα τη βάρδια 8-12, μπήκε απρόσκλητη στην καμπίνα μου –είχα αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη, όπως πάντα. Ήμουν ξαπλωμένος στην κουκέτα και χαλάρωνα, συλλογιζόμενος τι θα έκανα στην έξοδό μου στο λιμάνι.
Μόλις την είδα, συννέφιασα. Φορούσε ένα λευκό φανελάκι και ένα τζιν παντελόνι. Με κοίταξε πονηρά και μου χαμογέλασε, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά θα υπέκυπτα στη γοητεία της. Ήταν σίγουρη πως δεν θα αρνιόμουν τα κάλλη της. Εγώ όμως είχα άλλη γνώμη: η επίσκεψή της μπορούσε να με βάλει σε μπελάδες.

«Τι θέλεις;»
«Εσένα».
Τι επιπόλαιη που ήταν. Αν κάποιος την έβλεπε στην καμπίνα μου, θα με κάρφωνε στον άντρα της.
«Φύγε. Θα σε αναζητήσει ο καπετάνιος».
«Κοιμάται βαθιά».
«Κι αν ξυπνήσει;»
«Έριξα υπνωτικό στον καφέ του».
Η απάντησή της με αιφνιδίασε. Τα είχε ετοιμάσει όλα στην εντέλεια και το μόνο που απόμενε ήταν η δική μου συναίνεση.
«Δεν είναι σωστό», κατάφερα να πω.
«Είναι».
«Είναι κι επικίνδυνο».

Με πλησίασε, άπλωσε το χέρι της για να με αγγίξει, μα την απώθησα ελαφρά. Εκείνη οπισθοχώρησε έκπληκτη.
«Αν αρνηθείς, θα το μετανιώσεις», έκανε απειλητικά.
«Πρέπει να φύγεις!» της είπα επιτακτικά.
Εντελώς αποδιοργανωμένη, βγήκε από την καμπίνα βροντώντας την πόρτα πίσω της. Η φυγή της μου προκάλεσε ανακούφιση. Σηκώθηκα αμέσως, άνοιξα την πόρτα και κοίταξα στον αλουέ. Την είδα ν’ απομακρύνεται με βήμα αβέβαιο, σαν μεθυσμένη. Σχεδόν τρέκλιζε, μολονότι το καράβι δεν μποτζάριζε ούτε σκαμπανέβαζε. Ξαφνικά, την είδα να μπαίνει στην επίσης ξεκλείδωτη καμπίνα του λοστρόμου.
*

Τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, στριφογύριζα στην κουκέτα μου και αναρωτιόμουν αν έκανα καλά που την έδιωξα –με τριγύριζαν ένα κάρο τύψεις. Το πρωί κι ενώ το καράβι έπλεε κοντά στο Κουρασάο, ακούστηκαν θρηνητικές φωνές στο κομοδέσιο και στους αλουέδες. Ήταν η γυναίκα του καπετάνιου που φώναζε.
«Βοήθεια! Τρέξτε! Τον σκότωσαν!»
Σε λίγο, όλοι οι αξιωματικοί και μερικοί από το κατώτερο πλήρωμα τρέξαμε να δούμε τι συνέβαινε. Εκείνη μας είπε πως όταν ξύπνησε διαπίστωσε πως ο καπετάνιος δεν ήταν στο κρεβάτι δίπλα της και ανησύχησε. Ντύθηκε βιαστικά, πρόσθεσε, και μόλις βγήκε στο διάδρομο βρήκε τον άντρα της πεσμένο έξω από την πόρτα τους γεμάτο αίματα μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά.

Πρώτος έτρεξε στο σημείο του εγκλήματος ο μάγειρας, ο οποίος παράτησε την κουζίνα του αλαφιασμένος –άκουσε τις κραυγές της καπετάνισσας, την ώρα που ετοίμαζε το μπρέκφαστ. Δεύτερος πήγε εκεί ήταν ο ασυρματιστής, ο οποίος βγήκε από την καμπίνα του με τα σώβρακα και τα μάτια θολά από τον ύπνο. Τρίτος έτρεξε ο γραμματικός –το ύφος του έδειχνε τρόμο–, που ετοιμαζόταν να ανεβεί στη γέφυρα για να κάνει τη βάρδια 8-12. Ακολούθησε ο λοστρόμος που κρατούσε την ψυχραιμία του και φαινόταν να μη φοβάται.
Σύμφωνα με τους κανονισμούς, τα καθήκοντα του καπετάνιου στο «Minerva»τα ανέλαβε ο υποπλοίαρχος, δηλαδή ο γραμματικός, ο οποίος έδωσε εντολή στον ασυρματιστή να ενημερώσει για το συμβάν τα γραφεία της εταιρείας στον Πειραιά, καθώς και τον πράκτορά της στο Πουέρτο Καμπέγιο.

Την επόμενη μέρα το πρωί φτάσαμε στο λιμάνι και αγκυροβολήσαμε. Προτού αρχίσει η εκφόρτωση του τσιμέντου, μαζί με τους τελωνειακούς, τους λιμενικούς και τον πράκτορα ανέβηκε στο καράβι και μια ομάδα αστυνομικών. Μας μάζεψαν όλους στο καπνιστήριο για να μας ανακρίνουν, έφεραν ένα διερμηνέα για να μεταφράζει, κράτησαν πρακτικά των καταθέσεων, πήραν από όλους αποτυπώματα και πήραν μαζί τους το μαχαίρι.
Οι τοπικές αρχές μας απαγόρευσαν την έξοδο για ψώνια ή διασκέδαση κι έτσι οι βάρδιες συνεχίζονταν στο μηχανοστάσιο και στη γέφυρα. Όταν κατέβηκα στη μηχανή, σκεφτόμουν όλα τα πιθανά σενάρια. Ποιος κάρφωσε το μαχαίρι στο στήθος του καπετάνιου; Ποιο ήταν το κίνητρο του εγκλήματος; Κατ’ αρχάς, προσπάθησα να δω ποιος ωφελούνταν από τον θάνατό του. Ο δράστης δεν μπορεί να τον σκότωσε για χρήματα ή από συμφέρον. Πιθανότατα, τον σκότωσε για λόγους εκδίκησης. Ο γραμματικός δεν μπορούσε να το έχει κάνει διότι δεν θα κέρδιζε τίποτα: δεν γινόταν να πάρει τη θέση του, επειδή ήταν νέος και άπειρος.

Άραγε, γιατί ο φονιάς σκότωσε τον καπετάνιο έξω από την καμπίνα του όπου υπήρχε ο φόβος να τον δουν; Συνειδητοποίησα πως αυτό έγινε επίτηδες, ο δράστης ήθελε να ρίξει τις υποψίες σε κάποιον. Η λογική έλεγε πως στην περίπτωση ενδεχόμενης εκδίκησης μπορούσε να το κάνει σε άλλο σημείο, οπουδήποτε πάνω στο καράβι, κι ύστερα να ρίξει τον νεκρό καπετάνιο στη θάλασσα. Γιατί το έκανε, λοιπόν; Ήμουν μπερδεμένος, δεν έβγαζα άκρη.
Στην ανάκριση οι μάρτυρες ήταν τέσσερεις: o γραμματικός, ο μάγειρας, ο λοστρόμος κι ο ασυρματιστής. Εγώ ήμουν ο βασικός ύποπτος. Ο γραμματικός κατέθεσε πως ίσως είχα σχέσεις με τη γυναίκα του καπετάνιου. Ο μάγειρας είπε πως την είδε να μπαίνει στην καμπίνα μου και να βγαίνει αργότερα. Ακριβώς, τα ίδια κατέθεσε και ο λοστρόμος, ο οποίος υποστήριξε πως μας είχε δει μερικές φορές να μιλάμε κρυφά στο κατάστρωμα και στους αλουέδες. Ο ασυρματιστής δήλωσε πως ενδεχομένως φλερτάριζα τη γυναίκα του νεκρού, η οποία μάλλον δεν ενέδιδε.

Παραδέχτηκα πως ναι, η γυναίκα ήρθε πράγματι στην καμπίνα μου, αλλά έδωσα την διαβεβαίωση πως δεν κάναμε τίποτα. Εκείνη, με τη σειρά της, ομολόγησε πως ήρθε στην καμπίνα μου, αφήνοντας υπαινιγμούς ότι κάναμε σεξ∙ τουλάχιστον αυτό κατάλαβαν οι ανακριτές.
Στο μαχαίρι του εγκλήματος δεν βρέθηκαν αποτυπώματα, διότι ο δράστης φρόντισε να τα σβήσει.

*
Μετά το πέρας των ανακρίσεων, οι αστυνομικοί μου φόρεσαν χειροπέδες και με οδήγησαν στον ντόκο. Τη στιγμή που με κατέβαζαν από τον γκάγκουε, όλοι οι άντρες του πληρώματος ήταν εκεί για να δουν εμένα, τον δράστη της δολοφονίας. Μερικοί που δεν πίστευαν στην ενοχή μου μού φώναξαν «Κουράγιο!» ενώ η γυναίκα του καπετάνιου μου ψιθύρισε στ’ αφτί «Σου το ’πα πως θα το μετανιώσεις!» Μ’ έβαλαν σ’ ένα περιπολικό και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες και μ’ έκλεισαν σ’ ένα κελί. Μάταια διαμαρτυρόμουν πως ήμουν αθώος, αφού ατυχώς για μένα οι μαρτυρίες ήταν εναντίον μου.

Έχει ο καιρός γυρίσματα. Το πρωί, κι ενώ βρισκόμουν στο κελί κι αναρωτιόμουν πού θα κατέληγε αυτή η ιστορία, ήρθε ένας φρουρός και μου δήλωσε πως είμαι ελεύθερος. Με έβαλαν σε ένα περιπολικό και με γυρίσανε στο καράβι. Τότε πληροφορήθηκα πως με έσωσε η μαρτυρία του ασυρματιστή, ο οποίος, θέλοντας να αποδοθεί δικαιοσύνη, πήγε μόνος του και κατέθεσε πως είδε από το φινιστρίνι τη γυναίκα του καπετάνιου να μπαίνει στην καμπίνα μου, μα πως δεν την άγγιξα. Κατέθεσε ακόμα πως μετά την είδε να μπαίνει στην καμπίνα του λοστρόμου και να κάνουν σεξ. Ο ασυρματιστής, όπως παραδέχτηκε, ήταν ηδονοβλεψίας. Εγώ την ήξερα αυτή τη μικρή αδυναμία του, χάρη στην οποία σώθηκα –κάποτε στην Καρταχένα της Κολομβίας που κοιμόμουν με μια Ινδιάνα, τον έπιασα να μας παίρνει μάτι από το φινιστρίνι.

Τον καπετάνιο τον σκότωσε ο λοστρόμος. Τον έβαλε να το κάνει η γυναίκα του για να πάρει την εκδίκησή της επειδή την απέρριψα. Τον είχε πείσει, τον ανόητο, πως της είχα γίνει φορτικός, πως εγώ την κάλεσα στην καμπίνα μου το μοιραίο βράδυ, αφήνοντας την πόρτα ξεκλείδωτη. Επίσης, του είχε υποσχεθεί πως χήρα κι ελεύθερη πλέον και με μένα στη φυλακή, θα τον παντρευόταν, μόλις επέστρεφαν στην Ελλάδα.
Λίγες μέρες μετά, κι ενώ το φορτίο δεν είχε ακόμα ξεφορτωθεί, έφτασε καινούργιος καπετάνιος από τον Πειραιά. Η γυναίκα του νεκρού καπετάνιου οδηγήθηκε στη φυλακή μαζί με τον λοστρόμο. Ο δεύτερος μηχανικός δεν ξεμπαρκάρισε, αποφάσισε να παραμείνει στο «Minerva» κι έτσι δεν πήρα τη θέση του. Τα επόμενα λιμάνια εκφόρτωσης στις ακτές του Ατλαντικού ήταν το Παραμαρίμπο, το Μπελέμ και η Φορταλέζα. Ήμουν τόσο σοκαρισμένος από το αποτρόπαιο περιστατικό που δεν είχα διάθεση να πάω στα μπαρ με τις γυναίκες, όπως έκαναν οι άλλοι.
Αν έμαθα κάτι από εκείνη τη σκληρή εμπειρία ήταν το ότι όλα στη ζωή είναι ρευστά, κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Ναι, οι ρήσεις των φιλοσόφων και του λαού περιέχουν σοφία.

Βιογραφικό 
Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Δεκέμβριο του 1948. Από το 1968 ως το 1982, με μικρά ή μεγάλα διαλείμματα, ταξίδεψε ως μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία. Έχει εκδώσει μαρτυρίες, μελέτες, βιογραφίες, μυθιστορήματα. Δύο από τα βιβλία του σχετίζονται με τη ζωή των ναυτικών: το αφήγημα Οι εραστές της θάλασσας ή το βιβλίο του άγνωστου ναύτη και η μελέτη-βιογραφία Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας. Έξι από τα μυθιστορήματά του ανήκουν στην αστυνομική λογοτεχνία: Κύκλος θανάτου (1987), Το χαμόγελο της Τζοκόντας (1988), Το μαύρο γεράκι (1996), Αντίο, Θεσσαλονίκη (1999), Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες (2009), Η κόρη του εφοπλιστή (2013). Το μυθιστόρημα Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη κυκλοφορεί στα καταλανικά και στα ρουμανικά, ενώ διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε γερμανικές ανθολογίες. Διηγήματά του, δοκίμια, βιβλιοκριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις και άρθρα, έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας, της Κωνσταντινούπολης και της Λευκωσίας. Ζει στην Αθήνα.