Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Γιαννακουδάκης Λευτέρης
Το τέλος των διακοπών

Ήμασταν θαμμένοι στην άμμο, εκείνη ως το στήθος κι εγώ ως λίγο πιο πάνω από τον αφαλό, ο ήλιος μεσουρανούσε, τα κορμιά μας στέγνωναν, το δέρμα σε λίγο θ’ άρχιζε να σκάει, οι χυμοί που έτσι κι αλλιώς λιγόστευαν θα χάνονταν σε μία ηρωική αλλά απέλπιδα πτώση χωρίς καν να προλάβουν να αγγίξουν ένα ύστατο σημείο γης, καταδικασμένοι να εξατμιστούν σε μία διαδρομή που κανείς δεν σχεδίασε. Ήταν η τελευταία μέρα των διακοπών, σε εφτά ώρες θα έπρεπε να επιβιβαστούμε στο πλοίο το οποίο βρισκόταν δεμένο στο νερό με μία άγκυρα υποκίτρινη που άλλαζε χρώμα στην άμπωτη για να επανέλθει στην πλημμυρίδα, κανείς όμως δεν ήξερε να ορίσει το νέο χρώμα γιατί ούτε επιβάτες, ούτε πλήρωμα έμεναν τόσο καιρό πάνω στο πλοίο, ο μόνος που θα μπορούσε να πει ήταν ο πλοίαρχος, αλλά το λόγια του λιγοστά, μόνο κοφτές διαταγές κι ούτε μία λέξη κατανόησης για όλους εκείνους που ταξίδεψαν τόσες φορές μαζί του χωρίς ποτέ να πιάσουν λιμάνι ή για τους άλλους που έκαναν μόνο ένα μπάρκο κι αυτό χωρίς επιστροφή.

Ο καιρός θα περνούσε πιθανά, αλλά εμείς –ό,τι υπήρξαμε δηλαδή, ένα άθροισμα στιγμών, ετοιμοθάνατων κυττάρων και παρωχημένων αισθημάτων– δεν βιαζόμασταν καθόλου, αντίθετα πιστεύαμε ότι είχαμε όλο το χρόνο δικό μας ή, για να είμαι ειλικρινής, δεν το πιστεύαμε, το γνωρίζαμε αδιαμφισβήτητα ότι ο χρόνος θα ήταν για πάντα δικός μας, όσο κι αν οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος έκανε τα ταξίδια του στον ουρανό και το φεγγάρι γέμιζε κι άδειαζε, εμείς θα κάναμε ό,τι και τώρα, θα κοιτιόμασταν στα μάτια και θ’ απλώναμε τα χέρια μάταια ο ένας προς τον άλλον καθώς η απόσταση ανάμεσά μας ήταν πάνω από τρία μέτρα κι εμείς (αυτός ο ακούσια μαγευτικός πληθυντικός που μάταια επιχειρούμε να ορίσουμε) δεν υπήρξαμε παρά τα άκρα μίας παλιάς γέφυρας το κεντρικό τμήμα της οποίας είχε από χρόνια καταρρεύσει.
Ούτε εκείνη ούτε εγώ θυμόμασταν πόσες ώρες, μέρες, μήνες ή χρόνια βρισκόμασταν θαμμένοι, ούτε φυσικά ποιος μας έθαψε και πώς. Αν με ρωτούσες εκείνη τη στιγμή θα σου έλεγα ότι πάντα ήμασταν εκεί, δύο λουλούδια της άμμου με βαθιές ρίζες, δύο βουνά της ερήμου που ο χρόνος δεν κατάφερε ακόμα να αλώσει παρά το γεγονός ότι η αλλοίωσή τους ήταν προφανής. Υπήρξαμε για πάντα, άσχετα αν, σύμφωνα με τα έγγραφα που μας συνόδευαν και τις πολλαπλές μαρτυρίες που καλοθελητές θα έσπευδαν οικειοθελώς να καταθέσουν, είχαμε φτάσει στο νησί έξι μόλις μέρες πριν.

Κανείς δεν μπορεί να ορίσει το χρόνο καλύτερα από εκείνον που τον βιώνει, ακόμα και οι αριθμοί μπορούν να διαψευστούν, αλλά όχι μια ανάμνηση ή η διάρκεια μιας αναπόλησης, το πέταγμα μιας ματαιωμένης επιθυμίας ή το χαμόγελο της λήθης, όλα δηλαδή εκείνα που συναθροίζουν την ύπαρξη κι εμείς τα είχαμε προσθέσει όλα φτάνοντας στο άπειρο του σήμερα, δηλαδή σε ένα εδώ τώρα, αόριστο, άχρονο και ασαφές.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ήμασταν βυθισμένοι, αλλά τα βράδια αναδυόμασταν σαν προϊστορικά ζόμπι, φορούσαμε τα καλά μας, εκείνη μακρύ κόκκινο φόρεμα με λεπτές τιράντες κι εγώ άσπρο κουστούμι και καπέλο Παναμά, και πηγαίναμε στην εγκαταλελειμμένη καντίνα, εκεί όπου τα φώτα άναβαν μόλις έπεφτε το σκοτάδι, η μουσική αρχίνιζε να παίζει, πολύχρωμα κοκτέιλ γέμιζαν την μπάρα κι εμείς ξεκινούσαμε να πίνουμε και να δίνουμε ονόματα σε κάθε ποτό, ονόματα όπως ο χρόνος που καίγεται, οι τελευταίες στιγμές μιας αιωνιότητας, τα λεπτά χάθηκαν στη συνύπαρξη κι άλλα τέτοια ευφάνταστα που μας έκαναν να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια έως ότου –κάθε βράδυ την ίδια ώρα -λιποθυμούσαμε πάνω στην υγρή άμμο που σύντομα θα ξεραινόταν σαν δέρμα φιδιού με την ανατολή του ήλιου κι εμείς θα βρισκόμασταν ξανά στη θέση μας, εκείνη ως το στήθος κι εγώ ως τον αφαλό, χωρίς να γνωρίζουμε ότι ο χρόνος περνούσε κι ότι σύντομα θα έφτανε αυτή η τελευταία μέρα των διακοπών και θα έπρεπε να ξεριζωθούμε βίαια από την καυτή μας άμμο, αφήνοντας δύο μικρά σημάδια τα οποία το κύμα γρήγορα θα έσβηνε και τίποτα πλέον δεν θα μαρτυρούσε ότι υπήρξαμε για πάντα ακόμα κι αν χαθήκαμε μέσα σ’ εκείνο το φέρι μποτ με τα σκουριασμένα σίδερα, το ξεπλυμένο πράσινο στα πλαϊνά και την άγκυρα που κουνιόταν πέρα δώθε έτοιμη να καρφωθεί ανά πάσα στιγμή σε καταραμένα νερά, έτοιμη να κατακερματίσει τον κόσμο δύο αρμονικών πλασμάτων, να τα εφελκύσει παρά τη θέλησή τους, μόνο με μία απλή διαβεβαίωση –χαρτιά ταξιδιωτικών πρακτορείων και μαρτυρίες καλοθελητών, έξι μέρες διορία από την αρχή έως το τέλος σας, είπαμε την εβδόμη όλα λήγουν, το νησί, το τέλος των διακοπών όπως κηρύχτηκε επισήμως και καθολικά– μακριά από το αιώνιό τους ενδιαίτημα για να τα επιστρέψει δήθεν εκεί όπου σε κανένα σημείο του ιστορικού χρόνου δεν ανήκαν, στον κόσμο των καθημερινών ημερών, εκεί που δεν υπήρξε τίποτα κι ούτε ποτέ θα γεννηθεί.

Υπήρξαμε εκείνοι που άκουσαν τελευταίοι το κάλεσμα του βαποριού ή ίσως δεν το άκουσαν ποτέ, δεν αντιλήφθηκαν τη μπουρού που ούρλιαζε σαν ύαινα πάνω από πτώμα κι όμως ο καπνός ανέβαινε στον ουρανό, ο πλοίαρχος κοιτούσε τα χαρτιά του, μετρούσε κεφάλια ένα προς ένα και φθάνοντας στο τελευταίο διαπίστωσε ότι λείπαμε, εκείνη κι εγώ, εμείς, οι δύο, ο αριθμός ζυγός κι όχι ενικός όπως μας μάθαιναν στο σχολείο αναγκάζοντάς μας να το επαναλαμβάνουμε σαν προϊστορικά γραμμόφωνα με κολλημένη βελόνα, το αδιαίρετο δύο που απουσίαζε και χαλούσε την ισορροπία και είπεν –ο πλοίαρχος– άρξατε κι αρπάξατέ τους καθώς οι διακοπές τετέλεσται και κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να αρνηθεί το ποτήριον τούτο κι ήταν η διαταγή βοή βοώντος εν τη νήσω, κόασμα κατηραμένου βατράχου, σειρήνα αλαλάζουσα εν τη ηρεμία της νυκτός κι αμέσως κινητοποιήθηκαν όλες οι δυνάμεις, μεγάλες και μικρές, ακόμα κι εκείνες οι συμπαντικές που συνηγορούν σε καθετί που επιθυμείς εκτός κι αν είναι άλλο το θέλημά Του με κεφαλαίο ή χωρίς, και νιώσαμε τον άνεμο να σηκώνεται, την άμμο να βυθίζεται, τη θάλασσα να διαχωρίζεται υπό τον λόγο και το φέρι μποτ να περπατά, κρατώντας ψηλά τον καταπέλτη μην ακουμπήσει στην άνυδρη γη όπως κορασίδα κρατά τον ποδόγυρο της μη βραχεί ενώ διασχίζει ορμητικό ρυάκι, να πλησιάζει προς το μέρος μας φωνάζοντας τα ονόματά μας που δεν αναγνωρίζαμε γιατί κανείς παντοτινός δεν καταδέχεται να ονοματιστεί σαν να υπήρξε στιγμιαία, ο άνεμος, ο ήλιος, η στιγμή, κανένα απ’ όλα αυτά δεν ανταποκρίνεται σαν το καλέσεις με λόγια όπως ορίζει ο κώδικας ανθρώπινης επικοινωνίας, ούτε καν με προσφωνήσεις του τύπου έι, εσύ ή κύριε ή αγαπητή μου ή, έστω, ψιτ, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι επαρκές να τους δώσει μια υπόσταση που δεν κατέχουν, γι’ αυτό και όλα, εμείς δηλαδή, παραμείναμε απαθείς σ’ αυτό το κάλεσμα, συνεχίσαμε να τεντώνουμε μάταια τα χέρια μας -είχαμε ξεχάσει ότι τα πόδια είχε καλύψει η λασπώδης άμμος κι ότι τα κατέτρωγαν τα καβούρια- και να περιμένουμε την ώρα που θα άνοιγε η καντίνα για να δούμε επιτέλους λίγο χρώμα και να χορέψουμε σαν άνθρωποι βρε αδερφέ κι όταν η άγκυρα άρχισε να πέφτει από τον ουρανό ακούσαμε τον πρώτο χτύπο του ρολογιού, ο τελευταίος θα σήμαινε το οριστικό και μη αναστρέψιμο τέλος των διακοπών κι έτσι μαζέψαμε τα χέρια για να σκεπάσουμε τ’ αυτιά μας, μόνο όποιος άκουσε τις Σειρήνες έχασε το δρόμο, αλλά δεν είχαμε προσέξει πως αυτά είχαν ξεραθεί κι ο κρότος της θραύσης τους μας παραξένεψε, όχι όμως αρκετά, γιατί τι άλλο περιμένει κάθε σπόρος παρά την ώρα που θα πέσει απ’ το κλαδί;

Μείναμε λοιπόν μια λεπτομέρεια ενός κακοφτιαγμένου πίνακα, μια μουντζούρα στην κάτω γωνία που περιμένει τη διόρθωσή ή την εξάλειψη της, αλλά μόνο για λίγο καθώς ο καμβάς άρχισε να αποκτά σουρεαλιστικά στοιχεία τη στιγμή που το φέρι μποτ πήρε να γέρνει από το πλήθος κόσμου που είχε μαζευτεί στην πρύμνη για να μας αντικρίσει, εμάς, τα πρωτοφανέρωτα όντα που αρνούνταν να αποδεχτούν τη λήξη ενός γεγονότος που ποτέ δεν είχε αρχίσει αφού προϋπήρχε της έναρξης και πώς κλείνεις μια πόρτα που πάντα ήταν ανοιχτή και δεν έχει πόμολο κι ακόμα κι ένας ανίδεος θα γνώριζε ότι η μετατόπιση του φορτίου επί του ενός σκέλους μίας οποιασδήποτε τραμπάλας προκαλεί πτώση του φορτωμένου άκρου, γι’ αυτό όσο το πλοίο αποκτούσε μία ολοένα αυξανόμενη κλίση ο πλοίαρχος αναρωτήθηκε αν τελικά από τα είδη που είχε κληθεί να σώσει διάλεξε το πιο ηλίθιο, απορία που θα παρέμενε αναπάντητη καθώς το σκαρί ξεκίνησε μια κάθετη εφόρμηση καταλήγοντας μ’ έναν τεράστιο γδούπο και την πρύμνη του καρφωμένη στον λασπωμένο πυθμένα που είχε μόλις αποκαλυφθεί κι εμείς μείναμε ως πάντα βυθισμένοι στην άμμο, εκείνη ως το στήθος, εγώ ως τον αφαλό, να κοιτάμε τα νερά να επιστρέφουν ορμητικά, το πλοίο να χάνεται από προσώπου γης, το ρολόι να σωπαίνει πριν ολοκληρώσει τους χτύπους του, το νησί να εξαφανίζεται, τον ήλιο να σβήνει, το δέρμα να συρρικνώνεται, τα βλέμματά μας να παραμένουν το ένα μέσα στο άλλο, τη νύχτα να σκεπάζει τα πάντα και μόνο τότε βυθιστήκαμε έως τα κεφάλια τα οποία στρέψαμε ταυτόχρονα προς την καντίνα για να διαπιστώσουμε ευδαίμονες ότι τα φώτα παρέμεναν κλειστά κι η μουσική δεν είχε αρχίσει και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και την ησυχία καταλάβαμε ότι επιτέλους οι διακοπές μας είχαν μόλις αρχίσει.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1972. Έχει γράψει τα βιβλία: Σκιά, Καστανιώτης, 2017, Τα Φαντάσματα του Δεκέμβρη, Μεταίχμιο, 2012, Η δημιουργική Γραφή στο Δημοτικό Σχολείο,(μαζί με την Ασπασία Βασιλάκη) Κέδρος, 2009, Απολεσθέντα αντικείμενα, Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, 2006, Τρέξε, μύγα, χτύπα το τζάμι, Ελληνικά Γράμματα, 2000, ενώ λογοτεχνικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Ζει στο Ηράκλειο όπου διδάσκει δημιουργική γραφή από το 2007.