Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής
Συνεννόηση εντός νεκροθαλάμου

Στην κηδεία μου ήρθε η Χρυσάνθη. Κατακαλόκαιρο, ολόρθα κυπαρίσια, ακούραστα τζιτζίκια, κουρασμένα παπούτσια. Μπήκε στον νεκροθάλαμο, έσκυψε πάνω μου και με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Α, καλέ μου», μελαγχόλησε, «κρύο σε βλέπω, έξω καίει ο ήλιος, είμαι ιδρωμένη, ήρθα με τα πόδια, γίνεται διαδήλωση». Άνοιξα τα μάτια μου για να αντιληφθεί πως την είδα. «Οι άλλοι είναι έξω, βρήκαν σκιά», είπε.

Έκλεισα τα μάτια, δεν θα άντεχα την κατήφεια του αποχαιρετισμού. «Θα έρθουν», συνέχισε, «εσύ να παριστάνεις τον πεθαμένο». «Ποιοι απουσιάζουν;» ενδιαφέρθηκα, παραμένοντας ακίνητος. «Η μητέρα σου και ο πατέρας σου δεν ήρθαν», ψιθύρισε η Χρυσάνθη και κάθισε στην καρέκλα, τοποθετημένη στο πλάι του φέρετρου. «Δεν θα πρόλαβαν να βγουν στο δρόμο», συνέχισε. «Θα μπορούσαν να έρθουν με το επόμενο λεωφορείο», σχολίασα. «Με το παετόνι θέλεις να πεις», εξήγησε η Χρυσάνθη, «αλλά το έχει πεταμένο σε μιαν άκρη ο Φιλιππογιάννης, δεν πρόλαβε να το συμμαζέψει, τον πλάκωσε ο σεισμός, η χήρα του ήρθε όμως. Εξάλλου, η φοράδα ψόφησε, πάνε χρόνια».

Τότε, είπα μέσα μου, να καθυστερήσουμε την εξόδιο ακολουθία, να στρώσουμε καλοκαιρινό τραπέζι, να προλάβουν να έρθουν οι γονείς μου, οι συγγενείς και οι φίλοι να φάμε και να πιούμε, να υποσχεθούμε αμοιβαίως αιωνία η μνήμη. Στην κεφαλή να καθίσει ο πατέρας, η μητέρα να σερβίρει, να είναι η πόρτα του σπιτιού ανοιχτή μήπως περάσει ο φτωχός και τον καλέσουμε στη συντροφιά να πιεί ένα ποτήρι στην υγειά μας. Η μητέρα είναι εξαιρετική μαγείρισα, ο πατέρας έχει μαζέψει τα καλύτερα κρασιά, το μεγάλο τραπέζι στο σαλόνι χωράει δεκαπέντε άτομα, είκοσι αν στριμωχτούμε.

Να πάρει φόρα και ο Διονυσάγγελος να τραγουδήσει «Τούτ’ η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε». Δεν πειράζει λοιπόν αν η κηδεία γίνει αύριο. «Βγάλ’το από το μυαλό σου», γέλασε η Χρυσάνθη, «κλείσαμε τη χορωδία για σήμερα, ο παπάς δεν θέλει να ξεπέσει μια παρτίδα, όλα είναι τακτοποιημένα, αν χάσεις τη σειρά σου δεν πρόκειται να την βρεις αύριο, ουρά οι πεθαμένοι από τη ζέστη και τη διαδήλωση, θα διαμαρτυρηθούν». Βάρυνε η ψυχή μου: θα φύγω δίχως να με δουν οι γονείς μου, δίχως να τους αφήσω παραγγελία.

«Τι θα τους πεις;» ενδιαφέρθηκε η Χρυσάνθη, «καλύτερα να περιμένεις να ακούσεις τι θα σου πουν εκείνοι». Τρόμαξα: τέτοιες ώρες λέγονται τα κρυφά, τα ανείπωτα, τα πλακωμένα και ποδοπατημένα, τα αξεχείλωτα και τα αναπάντητα. «Αυτοί ξέρουν», συμπλήρωσε η Χρυσάνθη. «Τι ξέρουν;» πετάχτηκα. «Ξέρουν μήπως πως εσύ στα δεκαεφτά σου και εγώ στα δεκαπέντε μου αγκαλιαζόμαστε; Ξέρουν πως με έσφιγγες στην αγκαλιά σου και τα χέρια μου μάθαιναν και θέριζαν, θημώνιαζαν, αλώνιζαν, λίχνιζαν, μάζευαν το στάρι σου και δεμάτιαζαν τα σανά σου, επειδή τα στάχυα είχαν θρέψει και ήταν στην εποχή τους;

Ξέρουν πως ο μύλος μου άλεθε το στάρι σου και εσύ έβαζες το ζυμάρι, έπλαθες το ψωμί σου, το άφηνες να φουσκώσει, το φούρνιζες και το τρώγαμε ζεστό, έκοβες μπουκιές που βουτούσαμε στο μέλι;» Η Χρυσάνθη σκούπισε τα μάτια της. Τα δικά μου ορθάνοιχτα, επειδή άκουγα τους ήχους της νύχτας, που ήταν από τα τριζόνια των βημάτων της Χρυσάνθης, από τους κούκους των ψιθύρων της, από τη ροή της ποταμιάς της, από τα πηδηματάκια των βατράχων στις υγρές λακούβες της, ατέλειωτες ώρες ασάλιωτων χειλιών, σύντομες στιγμές ιδρώτα. Και τι μυρουδιές. Μυρουδιές πρώτης εξαδέλφης.

«Μην κλαίς», είπα, «αγκάλιασέ με. Έτσι όπως είσαι. Με τα ρούχα σου. Θα γδυθούμε αργότερα».
Σηκώθηκα και φύγαμε. Κατακαλόκαιρο, ολόρθα κυπαρίσια, ακούραστα τζιτζίκια, κουρασμένα παπούτσια. Στην έξοδο του νεκροθαλάμου ήταν το παετόνι με τον Φιλιππογιάννη στη θέση του αμαξά, με τη φοράδα ξεστρισμένη, τα χάμουρα γυαλισμένα. Στο σπίτι είχαν φτάσει οι γονείς μου, είχαν μαζευτεί οι συγγενείς και οι φίλοι, η μητέρα σερβίριζε και ο πατέρας γέμιζε τα ποτήρια, από την πόρτα που ήταν ανοιχτή είχαν περάσει οι φτωχοί που έτρωγαν στο τραπέζι μας σαν στο σπίτι τους και έπιναν για να μη χορτάσουν. Και όταν ο Διονυσάγγελος έσπρωξε την καρέκλα του στην άκρη και άρχισε να τραγουδάει

«χρυσ’ άνθη σαν εμύρισα,
στον πάνω κόσμο γύρισα
για να μου πεις και άλλη μιας
όσ’ σ’ αγαπώ πως μ’ αγαπάς»,

η Χρυσάνθη έσκυψε στο αυτί μου, «τώρα να φύγουμε», είπε, «να προλάβουμε να βγάλουμε τα ρούχα μας. Θα ντυθούμε αργότερα». Είχα φορέσει τα ρούχα μου όταν ο νεκροθάφτης με έσπρωξε στο φέρετρο: η Χρυσάνθη με είχε ντύσει με τα χέρια της. Είχε προλάβει να βάλει το ζυμάρι, είχε πλάσει το ψωμί της, το είχε αφήσει να φουσκώσει, το είχε φουρνίσει, το τρώγαμε ζεστό, έκοβε μπουκιές που βουτούσαμε στο μέλι. «‘Ωρα να γυρίσω», είπε η Χρυσάνθη και ίσιωσε το φόρεμά της. «Ώρα να γυρίσω και εγώ», είπα, «να έρθουν οι άλλοι, θα παρασταίνω τον πεθαμένο». Περνούσαν οι άλλοι με τη σειρά. Τους άκουγα: «Να προλάβουμε να πάμε και στη Χρυσάνθη!»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, πεζογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1940 και είδε το πρώτο του βιβλίο να κυκλοφορεί το 1962. Ωστόσο, το 1995 αποκήρυξε ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου και ξανάγραψε τα μυθιστορήματα Σχόλια σχετικά με την περίπτωση, Στα ίχνη της παράστασης, Προς Οφρύνιο, Το άγαλμα, Το μήνυμα και Η πρόσοψη. Επίσης, έχει γράψει τα δοκίμια Φεβρουάριος αιών, Παραμύθι της λογοτεχνίας και Μνήμη και μνήμη. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ολλανδικά και στα σλοβενικά. Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1981), είναι Ιππότης της Τάξης Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Το βιβλίο του Η πρόσοψη , εκδόσεις Κέδρος, μας έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του.