Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –

ΚΑΡΙΖΩΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΚΟΣΤΕΛΟ

Αύγουστος του 1970. Βρέθηκα σ΄ ένα νησί του Αιγαίου, νησί ηφαιστιογενές, άγονο, αραιοκατοικημένο, σκέτος βράχος στη θάλασσα. Διέθετε ένα μεταλλείο που έβγαζε πυρίτη. Εκεί απασχολούνταν και οι λιγοστοί κάτοικοί του. Το πλοίο που μ΄ έφερε στο νησί με άφησε για λίγες ώρες στην παραλία, αλλά οι ώρες έγιναν μέρες και οι μέρες μήνες, ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο έμεινα εδώ. Μόλις είχα βγει από μια διαλυμένη σχέση και προσπαθούσα να ξανακολλήσω τα κομμάτια μου, να γιατρέψω τις πληγές μου ταξιδεύοντας- η θάλασσα έχει ιαματική δύναμη. Πάντα το πίστευα αυτό.

Όταν κατέβηκα απ΄ το καράβι, συνειδητοποίησα ότι ήμουν η μόνη απ΄ τους επιβάτες που αποβιβάστηκε, αν εξαιρέσεις δυο – τρεις ντόπιους που επέστρεφαν στο νησί τους. Στην παραλία διέκρινα ένα καφενείο, όπου έσπευσα αμέσως γιατί ο αυγουστιάτικος ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα. Ζήτησα ένα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα καφέ. Ο καφετζής, ένας ψηλός, οστεώδης άντρας με γερακίσια μύτη μου σέρβιρε τον καφέ σιωπηλός. Οι υπόλοιποι θαμώνες στράφηκαν προς στο μέρος μου, με περιεργάστηκαν, με ζύγισαν και ξανάσκυψαν ανέκφραστοι στα χαρτιά τους. Ο καφετζής έπιασε μια σκούπα κι άρχισε να σκουπίζει. Ξαφνικά κοντοστάθηκε και κοίταξε απ΄ το παράθυρο.

-Ο Κοστέλο, είπε. Νάτος, έρχεται.
Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρυσα ένα γλάρο να εισβάλει απ΄ το παράθυρο και να προσγειώνεται σ΄ ένα τραπεζάκι. Η παρουσία του άλλαξε αμέσως τη διάθεση των αντρών. Τα πρόσωπά τους ζωήρεψαν. Τα ντεσιμπέλ ανέβηκαν. Όλοι έσπευσαν να προσφέρουν κάτι στο πουλί.
-Να, έλα, φώναζαν.΄Ελα, Κοστέλο, έκοβαν κομμάτια ψωμί και σαρδέλα και τα πετούσαν μπροστά του.
Εκείνος περπατούσε ανάμεσά τους, έτρωγε απ΄ τα χέρια τους, τσιμπούσε από τα πιάτα τους κι έπινε απ’ το νερό τους. Παρακολουθούσα εκστασιασμένη το θέαμα, πρωτόγνωρο για μένα που είμαι άνθρωπος της πόλης. Ο καφετζής με πλησίασε χαμογελώντας και μου εξήγησε ότι ο γλάρος ήταν τακτικός θαμώνας του καφενείου.

– Έρχεται κάθε μέρα και τρώει, μου είπε. Του δώσαμε και όνομα, Κοστέλο. Είναι η μασκότ μας. Μας έχει συνηθίσει, αλλά κι εμείς τον συνηθίσαμε.
Πλησίασα κι εγώ στο τραπέζι.΄Εκοψα ένα κομμάτι ψωμί και τάϊσα τον γλάρο. Με κοίταξε μ΄ ένα οξύτατο βλέμμα, σχεδόν ανθρώπινο και μετά έσκυψε στη χούφτα μου και άρχισε να τσιμπολογάει ψίχουλα. Στη συνέχεια έκανε ένα γύρο μέσα στο χώρο και όρμησε στο παράθυρο. Τον είδα να φτεροκοπάει κρώζοντας πάνω απ΄τη θάλασσα και να χάνεται στη γραμμή του ορίζοντα. Τον ζήλεψα, γιατί απολάμβανε την αγάπη των ντόπιων. Θα ‘θελα κι εγώ να τσιμπάω ψίχουλα απ’ την αγάπη των ανθρώπων, αλλά δεν στάθηκα τυχερή σ΄ αυτό.

Είχα τρεις ώρες μέχρι να ξανάρθει το πλοίο και σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα στο νησί. Οι άνδρες του καφενείου μου πρότειναν να επισκεφτώ μια σπηλιά με σταλακτίτες που βρισκόταν έξω απ΄το χωριό και ξεκίνησα αμέσως. Η θάλασσα γύρω μου σκούρα, βάθαινε απότομα. Πέτρινοι όγκοι ξεπρόβαλαν μέσα απ΄ το νερό. Το μεταλλείο έχασκε σαν κήτος με ανοιγμένο στόμα μπροστά στο πέλαγος. Λίγα σκόρπια παραπήγματα ήταν διάσπαρτα στους βράχους. Εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του μεταλλείου, ενώ μια λεπτή σκόνη απλωνόταν παντού. Σκέφτηκα ότι μόνο η μεγάλη ένδεια θα μπορούσε να σε κρατήσει σ΄ αυτό τον άσπλαχνο τόπο, καθώς ήταν γνωστές οι καταστροφικές συνέπειες του μεταλλείου στην ανθρώπινη υγεία.

Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον ουρανό να φλέγεται και τα τοπία να λιώνουν μέσα στους υδρατμούς. Οι γλάροι είχαν καθίσει στα βράχια. Κάπου εκεί ανάμεσά τους πρέπει να βρισκόταν και ο Κοστέλο, αναλογίστηκα. Προχωρώντας ακόμα περισσότερο ανακάλυψα ότι αυτή η πλευρά του νησιού διέθετε λίγη βλάστηση. Τα σπιτάκια ήταν άσπρα με μπλε παράθυρα και κήπους με κληματαριές και λουλούδια. Μια μικρή εκκλησία ξεχώριζε ανάμεσά τους.

Κάθισα κάτω από ένα δέντρο για να πάρω μια ανάσα κι έριξα μια ματιά στη γραμμή του ορίζοντα. Θυμήθηκα τον Σαμ που μόλις είχε παντρευτεί, τον Σαμ που απολάμβανε τώρα τον δικό του παράδεισο, απ΄ τον οποίο εγώ είχα εξοριστεί. Κι όμως επέμενα να τον θέλω, να τον σκέφτομαι, είχα εθιστεί στην οδύνη της απόρριψής του, όπως εθίζεσαι στα δηλητήρια. Τα βάζεις στο αίμα σου, στον οργανισμό σου, τα συνηθίζεις, σου τρώνε σιγά- σιγά τα σωθικά, σε εξοντώνουν….Αναστέναξα και ξαναπήρα το δρόμο για την ακτή. Είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται η είσοδος της σπηλιάς κι ένας φάρος πάνω σε μια μικρή βραχώδη χερσόνησο. Έφτασα στη σπηλιά παραπατώντας στις πέτρες. Από το άνοιγμα διακρίνονταν οι σταλακτίτες σε συμπλέγματα με φαιόχρωμα και κοκκινωπά πετρώματα. Οι στοές άνοιγαν σε πλατείες με σταλακτίτες που σχημάτιζαν φαντασμαγορικά σχέδια από περίτεχνα σμιλεμένη πέτρα.

Ένιωσα σα να βρισκόμουν σε ένα μουσείο μοντέρνας γλυπτικής. Τι πιο μοντέρνο και ταυτόχρονα διαχρονικό απ΄ τις επινοήσεις της Φύσης. Στη στροφή μιας στοάς που φωτιζόταν ελάχιστα, σκόνταψα, γλίστρησα, ταλαντεύτηκα και έπεσα κάτω. Κάποιες πέτρες μετακινήθηκαν κι άρχισαν να κατρακυλούν παρασέρνοντας κι εμένα μαζί τους. Κατρακυλούσα σ΄ ένα λαγούμι, στον πάτο του οποίου κατέληξα σπάζοντας το πόδι και κάποια απ΄ τα πλευρά μου. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ένιωσα τον πόνο να με σουβλίζει και σωριάστηκα πάλι. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Απελπίστηκα. Μια λύση ήταν να συρθώ στο έδαφος και να προσπαθήσω να βγω απ΄ τη σπηλιά, όμως αυτό προϋπέθετε την δυνατότητα να σκαρφαλώσω στο επάνω επίπεδο. Το άλλο να αρχίσω να φωνάζω, μήπως μ΄ ακούσει κανείς. Το δεύτερο μου φάνηκε πιο αποτελεσματικό.΄Αρχισα να καλώ σε βοήθεια μ΄ όλη μου τη δύναμη, αλλά απ΄ ό,τι φάνηκε, ήμουν η μόνη που άκουγα τη φωνή μου. Οι ώρες περνούσαν, οι πόνοι δυνάμωναν, το πόδι μου είχε μελανιάσει και η αντοχή μου σωνόταν.

Ενός κακού μύρια έπονται, σκέφτηκα κι ένιωσα να με εγκαταλείπουν ξαφνικά οι δυνάμεις μου, έκλεισα τα μάτια μου και βυθίστηκα σ΄ ένα παράξενο λήθαργο. Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα μέσα στη σπηλιά. Όταν ξύπνησα, σήκωσα με κόπο το κεφάλι μου και διέκρινα έναν άντρα με μια λάμπα να με πλησιάζει.

-Τι έπαθες; Πώς βρέθηκες εδώ; Με ρώτησε. Χτύπησες;
-Μάλλον, ψιθύρισα με ανακούφιση καθώς αντίκρυζα επιτέλους έναν άνθρωπο.
Εκείνος έσκυψε και με πήρε στα χέρια του. Με ανέβασε δρασκελώντας τις πέτρες και φτάσαμε στο πάνω μέρος του σπηλαίου. Ίσως να ήταν άγγελος που κατέβηκε απ΄ τον ουρανό, σκέφτηκα. Ένας όμορφος άγγελος με καστανόξανθα μαλλιά και ζεστά μάτια που ήρθε για να με σώσει. Ο άντρας μ΄ έβγαλε γρήγορα απ΄ τη σπηλιά -φαινόταν εξοικειωμένος με το μέρος- με ακούμπησε στην αμμουδιά και κάθισε δίπλα μου. Είχε νυχτώσει. Ο ουρανός ήταν φωταγωγημένος απ΄τα αστέρια. Η ατμόσφαιρα μαγνητική.

-Ο Θεός σ΄ έστειλε, του είπα. Είχα χάσει τις ελπίδες μου. Κι ούτε κανείς θα με αναζητούσε. Δεν ξέρω κανένα σ΄ αυτό τον τόπο.
Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του.΄Εφερε το χέρι του στον ώμο μου και με αγκάλιασε. Αισθάνθηκα ευφορία, παρόλο που πονούσα πολύ. Το κατάλαβε. Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι για ώρα.
-Το πόδι σου έχει μελανιάσει, παρατήρησε. Θα δω τι μπορώ να κάνω γι΄ αυτό. Δεν υπάρχει γιατρός στο νησί.
Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
-Το όνομά σου; ρώτησε
-Λυδία. Το δικό σου;
-Κοστέλο.

Ρίγη με διαπέρασαν. Του είπα ότι το όνομα αυτό το άκουσα, όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο νησί, μόνο που ήταν το όνομα ενός γλάρου. Κι εκείνος μου απάντησε χαμογελώντας ότι δεν είχα πέσει έξω, ήταν πράγματι ο γλάρος- καμιά φορά μεταμορφωνόταν σε άνθρωπο, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Ύστερα μου εξήγησε σοβαρός πως θα με πήγαινε στο σπιτάκι του φάρου, γιατί δεν υπήρχαν ξενοδοχεία στο χωριό κι έπρεπε να μείνω κάποιες μέρες στο κρεβάτι. Το πλοίο της γραμμής ερχόταν μια φορά την εβδομάδα. Το επόμενο θα αργούσε πολύ. Με σήκωσε πάλι στα χέρια του και με πήγε ως το φάρο, όπου υπήρχε ένα μικρό δωμάτιο μ΄ ένα σιδερένιο κρεβάτι, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι σε μια γωνιά. Κρέμασε τη λάμπα στον τοίχο και με τακτοποίησε στο κρεβάτι.΄Επειτα ανέβηκε από μια στριφογυριστή σκάλα και εμφανίστηκε πάλι κρατώντας μια γάζα κι ένα βαζάκι με αλοιφή. Την άπλωσε στο σπασμένο πόδι μου και το τύλιξε με τη γάζα. Με σκέπασε με ένα σεντόνι και με καληνύχτισε.

-Πού πας; Έκανα απορημένη.
-Οι γλάροι κοιμούνται στα βράχια, μου είπε γελώντας κι έκλεισε την πόρτα.
Δεν τον ξαναείδα από τότε. Την άλλη μέρα εμφανίστηκαν κάποιοι ντόπιοι και με μετέφεραν σ΄ ένα σπίτι στο χωριό. Εμεινα δυο μήνες εκεί μέχρι να γίνω καλά. Όταν περπάτησα πάλι, άρχισα να αναζητώ τον μυστηριώδη σωτήρα μου. Τον έψαξα παντού, αλλά δεν τον βρήκα. Και όταν διηγήθηκα στους ντόπιους το περιστατικό, με κοίταξαν χαμογελώντας συγκαταβατικά.
-Δεν έχουμε κανένα μ΄ αυτό το όνομα εδώ, μου είπαν. Όσο για τον γλάρο – Κοστέλο έχει καιρό να φανεί στο καφενείο.΄Ισως να έφυγε για πάντα απ΄ το νησί.

Βιογραφικό 
Η Κατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Οικονομικά στο ΑΠΘ και πήρε διδακτορικό στην Οικονομική Ιστορία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, παραμύθια και ιστορικές μελέτες, συνολικά τριάντα βιβλία. Έχει τιμηθεί με το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο της Χίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων και με το βραβείο του περιοδικού Αυλαία για το συνολικό της έργο. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά με κριτικά σημειώματα, μελέτες και λογοτεχνικά κείμενα. Πεζά και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε βαλκανικές γλώσσες, στα ισπανικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα πολωνικά και τα τουρκικά. Επίσης, ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από τον Μιχάλη Γρηγορίου και ερμηνεύτηκαν από τους Σαβίνα Γιαννάτου, Δώρο Δημοσθένους, Καλλιόπη Βέτα και Τάση Χριστογιαννόπουλο. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Κύκλου Ποιητών. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο μυθιστόρημά της, Το λυκόφως του Αιγαίου (Εκδόσεις Καστανιώτη), έδωσε την αφορμή για τη συζήτησή μας αυτή.