Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Στέφανος Μίλεσης
Το ναυάγιο της Ερμιόνης
Το καλοκαίρι του 1916 έκανε ζέστη τρομερή. Η Ερμιόνη λογιζόταν το μαρασμό του συντρόφου της, του Μιχάλη ή αλλιώς του άγριου, όπως τον αποκαλούσε πίσω του. Καπετάνευε στο καΐκι του, όπως φερόταν και στο σπίτι του. Πραγματικός αγριάνθρωπος! Τα χρωστούμενα πολλά, και ο μεγάλος πόλεμος στη Ευρώπη, δύο χρόνια τώρα, του είχε κόψει τις δουλειές. Θα ‘βγαινε η χώρα στον πόλεμο ή θα ‘μενε ουδέτερη; Με πιασμένα τα πόστα του λιμανιού, Άγγλοι και Γάλλοι, οι «σύμμαχοι», κει στα φανάρια εισόδου και εξόδου, δεν άφηναν μήτε να μπει, μήτε να βγει πλεούμενο. Απ΄ την άλλη, τα λιμάνια της Ευρώπης πεινασμένα για άλευρα, με μπάρκα χρυσοπληρωμένα. Πραγματικό κελεπούρι για κερδοφόρους πλόες.
Αλλά πώς να βγεις από το ρημάδι το λιμάνι; Σπιούνοι και συνεργάτες παντού. Κι αυτοί δεν ήταν ξένοι, μα Έλληνες ήταν που βλέπανε το συμφέρον τους πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Και κάποιοι του συναφιού του Μιχάλη, τον τσίγκλαγαν συνέχεια «έλα ρε, δεν είσαι κιοτής, ένα – δύο μπάρκα και ξεχρέωσες, τώρα που μπορείς». Και η Ερμιόνη είχε γίνει έρμαιο στα χέρια του άγριου, και πάθαινε πολλά καθώς η τύχη της ήταν εξαρτώμενη από τις διαθέσεις του. Ο άγριος, το ‘φερε από δω, το ‘φερε από εκεί, την απόφαση πάντως την πήρε. Μια νύχτα σε ένα χασισοποτείο έξω από το Πέραμα, τον έπιασε ένας δήθεν Ούγγρος, που ήταν όμως Αυστριακός, και του έταξε χρήματα πολλά. «Τράβα πίσω από τη Λειψοκουτάλα. Εκεί είναι αραγμένη μια σκούνα. Θα πεις «σοροκάδα σήμερα», θα σου δώσουν απόκριση «τρελοί καιροί». Αυτό είναι! Θα φορτώσεις άλευρα, πλοίο με πλοίο κι ύστερα γραμμή για Πορτογαλία. Ουδέτερο χώμα είναι μη σκιάζεσαι! Εκεί θα τα παραλάβουν οι Αυστριακοί» του είπε.
«Όλα παστρικά. Δεν είναι ανάγκη να το μάθει κανείς». Ο άγριος δε τόχε για πολύ. Της είπε να ετοιμαστεί για εκείνη τη βραδιά. Από κοντά και ο Αγαθοκλής, ένας Κυθνιώτης λέλεκας μαυροτσούκαλος, πού ‘κανε τον μούτσο. Σα ξημέρωσε η επομένη, το καΐκι με τα πανιά διάπλατα και μηχανή συνάμα, ταξίδευε για να παραδώσει τ’ άλευρα τα μαύρα, τα φορτωμένα με τα ψεύτικα χαρτιά. Πέρασαν μια δυο μέρες και η διάθεση του άγριου έφτιαξε. Στ’ ανοιχτό το πέλαγος άνοιξε το μάτι του και ένοιωθε την τύχη του να αλλάζει. Τρίτη μέρα πέλαγος, ένα μαύρο απαίσιο στην όψη μέταλλο ξεπρόβαλε μπροστά τους. «Υποβρύχιο Αυστριακό θα ναι» μάντεψε πρώτος ο λέλεκας ο Αγαθοκλής, πού ‘κανε και τον οπτήρα. Κατά το συνήθειο, αυτοί δεν χαραμίζανε τορπίλες για μαούνες σαν και δαύτη. Έβγαιναν πρώτα στον αφρό, κι αφού ρωτούσαν το πώς και το γιατί, αν έβλεπαν ότι το μπάρκο δεν ήτανε για λόγου τους, πρόσταζαν στο πλήρωμα να φύγει με τη βάρκα, κι ύστερα βύθιζαν το πλεούμενο. Μα το μπάρκο αυτό ήταν κρυφά δικό τους. Θα το εξηγούσαν λοιπόν στα φανερά και θα τελείωναν μαζί τους.
Τούτοι δω όμως, πλησίαζαν κι απόκριση δεν έδιναν. Μέχρι που αντί φωνής, βροντή ακούστηκε να φεύγει από το μαύρο κήτος. Σκάει μια μπόμπα στο κοράκι που έστεκε ο Αγαθοκλής, και ‘γινε μεμιάς συγχωρεμένος. Ο άγριος ούρλιαξε δυνατά «τι κάνετε ρε κανάγιες; Για σας δουλεύουμε!». Μα φαίνεται πως ξόδευε στο τσάμπα τη φωνή του. Μια δεύτερη σκάει από κοντά, αλλά δεν περιμένει τρίτη. Φουντάρει ο άγριος τη βάρκα στο νερό κι ακολουθεί πίσω της κι ο ίδιος. Παίρνει στα χέρια τα κουπιά και κάνει να ξεφύγει, καθώς το ξυλοκάικο είναι καταδικασμένο για φούντο. Γέρνει στο πλάι και βογκά. Τον βλέπει η γυναίκα από μακριά να φεύγει δίχως δαύτην. Δίνει σάλτο την ύστατη την ώρα. Ο άγριος με τα χέρια στα κουπιά, αρχίζει να τραβάει. Το κακό το μαύρο, το μέταλλο, βάζει μπρος κι απομακρύνεται. Κανείς δεν καίγεται για δαύτους μες στη βάρκα. Ο άγριος και η γυναίκα κοιτούνε μια από δω, μια από κει, τη θάλασσα ολόγυρα! Μάταιο είναι το κουπί, όταν δεν ξέρεις πούθε να τραβήξεις. Αφήνουνε τη μοίρα κατεύθυνση να πάρει. Περνούνε οι μέρες και η δίψα τους μεγαλώνει. Πρησμένα χείλια, ξερό λαρύγγι κι ο ήλιος του καλοκαιριού να μην τους αφήνει ούτε στιγμή.
Εκείνη ξέρει να σιωπά, μα ο άγριος θυμώνει. «Γρουσούζα εσύ φταις. Μια ζωή με όλα τα καλά προσπαθούσα να ‘χεις!». Βρίζει αδιάκοπα την έρημη, που διπλωμένη μια σταλιά, κάθεται στην άκρη της πλώρας. Μέρες περνούνε έτσι, μες στη μουρμούρα. Μόνιμο θύμα η δύσμοιρη, η αμίλητη γυναίκα, που η βουβαμάρα της τη φλόγα του φουντώνει. Τα λόγια του γίνονται οργή και οπλίζουν το βάναυσο χέρι, πάνω της. Το έρμαιο δεν αντιδρά, έχει συμβεί στο παρελθόν πολλές φορές και πάλι. Και ξέρει πως οι αόρατες, κέρδος έχουνε μόνο. Μα η σιωπή τροφοδοτεί της φλόγας του την καύση. Την αρπάζει από τα μαλλιά και την σέρνει δώθε κείθε μες τη βάρκα. Πανικόβλητη η Ερμιόνη απλώνει τα χέρια της, που τυφλά τυλίγονται στο ξύλινο κουπί. Τόνε κοπανάει, μια, δυο, τρεις… Πέφτει ο άγριος στο νερό με αίμα στο κεφάλι, κι αντί για ανάσα της ζωής, θάνατο θέλει να σκορπίσει. Βγάζει τα χέρια απ’ το νερό και κάνει να την αρπάξει, κι εκείνη θεριό ανήμερο, βγάζει το άχτι της θυμό, πούχε για χρόνια θαμμένο μέσα της. Μένει η Ερμιόνη μοναχή στου πελάγου τη μοίρα. Την επομένη σα να βλέπει βράχια μπροστά.
Δεν πιστεύει αρχικά τα μάτια της. Είχε ακούσει από πολλούς στου λιμανιού τα στέκια, λόγια παράξενα παλιά, για μύθους και συνήθειες. Πως ήταν σχεδιάσματα της δίψας, στεριές και πλοία να φαντάζονται οι ναυαγισμένοι. Ακούει όμως και πουλιά, γλαροπούλια και ήχους διόλου πελαγίσιους. Τα αυτιά βεβαιώνουνε τα μάτια. Αλήθεια είναι τελικά, δεν είναι καμώματα της δίψας. Μα αλλιώς φανταζόταν τη στεριά, κι όχι βράχους τρομερούς να ορθώνονται μπροστά της. Ανάμεσά τους διακρίνει ένα πέρασμα. Η σωτηρία της βρίσκεται πίσω από τις συμπληγάδες. Πηδά απ΄ τη βάρκα στη θάλασσα. Τα κύματα μια τη φέρνουν απειλητικά στα βράχια, και μια την ξεκόβουν ανοιχτά στο πέλαγος. Βρίσκει την κατάλληλη στιγμή, ένα λεπτό μονάχα, που η θάλασσα ξεχνιέται. Διασχίζει το πέρασμα και βγαίνει στην ακτή. Πιάνει το περπάτημα σε κίτρινα χωράφια. Ξυπόλητη με πόδια πληγιασμένα, βαδίζει ώρες ατελείωτες μέσα σε αμπελοχώραφα και ανίσκιωτα χαμόδεντρα.
Περνάει μάντρες πλίθινες και βραχώδη μονοπάτια. Βρίσκει μπροστά της χωρικούς, με ρούχα παράξενα να εργάζονται σκυμμένοι. Τρομάζουν που τη βλέπουν. Η όψη της όλο αίματα, τσακίσματα των βράχων, ρούχα κουρέλια, ξυπολυσιά και πρόσωπο σαν πάγος. Νερό ζητά, λιποθυμά, κόσμος πολύς ολόγυρα, συνέχεια τη ρωτούνε. Ποια είναι, πώς βρέθηκε; Τι κάνει; Εκείνη μες τη ζάλη της, μιλάει για ένα ναυάγιο. Αθώα κι απονήρευτα, σα να μιλά σε δικούς της ανθρώπους, ομολογεί για το αλεύρι το αυστριακό που’ ‘χασαν, έχοντας ρότα για την Πορτογαλία. Ω Θεέ μου παρεξήγηση! Μαθαίνει ότι στη Μάλτα ναυάγησε που είναι των συμμάχων! Μεμιάς οι χωρικοί γίνανε εχθροί της, την πιάνουν απ΄ τα μαλλιά πού χε το θράσος ο εχθρός, να θέλει και βοήθεια! Την πάνε στη Χωροφυλακή κι ύστερα στους Εγγλέζους. Την τραβολογάνε βρίζοντας άλλοτε σε αγγλικά κι άλλοτε σε γλώσσα ξένη κι ακατάληπτη. Γοργά στήνουνε δίκη, δεν υπάρχει χρόνος για πέταμα, να τελειώνουνε με δαύτην που τα εξιστορεί όλα μπερδεμένα κι ύποπτα. Άλλοτε μασάει τις φράσεις της, άλλοτε μιλά με λόγια ακατάληπτα. Πώς βρέθηκε εκεί; δεν ξέρει να τους πει, ούτε για τον άγριο φυσικά μπορεί να κάνει λόγο, που ‘γινε φονιάς του! Καλύτερο είναι να σιωπά, μήπως τα λόγια της γίνουν κατηγόρια και τη φέρουν σε χειρότερη θέση. Λίγο πριν την απόφαση, οι δικαστές τη ρωτούν βαριεστημένα, μόνο για το τυπικό, αν θέλει κάτι να τους πει.
Και εκείνη από απαντά, πώς με τον άνδρα της μαζί εργάζονταν για τους συμμάχους. «Πού είναι λοιπόν αυτός ο άνδρας;» τη ρωτούν. «Τον έσυρα από τη θάλασσα, σε μια άγνωστη ακτή. Μα η δύστυχη πού να ξέρα, ότι δεν ήταν ζωντανός» τους λέει για να κερδίσει χρόνο. Κίνησαν όλοι μαζί. Μπροστά οι δικαστές, κι αυτή ανάμεσά τους. Πίσω σε απόσταση ακολουθεί το πλήθος το γεμάτο περιέργεια, μήπως συμβεί και χάσει κάτι σπουδαίο για να ‘χει να διηγείται στα μετέπειτα. Η γυναίκα τυχαία απλώνει το χέρι της και σημαδεύει προς μια έρημη ακτή. Με το που φτάνουν, αρχίζει δήθεν να αναζητά για τον τάφο που μιλούσε. Σκάβει από εδώ, σκάβει από κει, μα τίποτα δεν βρίσκει. Το φόβο έχει ολόσωμα ντυθεί, καθώς γνωρίζει ότι είναι ζήτημα στιγμής το ψέμα της να φανερωθεί και να την λιντσάρουν όλοι. Το περιβάλλον άγνωστο, τίποτε δεν της λέει. Κάποιες φωνές ξέπνοες, αλλοίμονο δυναμώνουν «Κρεμάστε την, την ψεύτρα». Ξάφνου τα χέρια της αντικείμενο γραπώνουν, ένα παγούρι! Τριγύρω της πέφτουν πολλοί στα γόνατα κι αρχίζουνε να τη βοηθούνε.
Άψυχος άνδρας αναδύεται μέσα από την καυτή την άμμο. Ξένος γι’ αυτούς που σκάβουνε, μα ξένος και για εκείνη. «Ορίστε ιδού! αυτός σας έλεγα ότι ήταν σύζυγός μου». Χρυσές ταινίες ντύνουν τα χέρια του, τα ακρομάνικά του. Φέρει στολή εγγλέζικη που είναι καπετάνιου. Κάποιος με τα χέρια του στα ρούχα αναζητά κάποια απόδειξη να βρει. Ένα ναυτικό φυλλάδιο τους λέει το ποιος είναι. Έλληνας είναι αυτός, Λευτέρης Ματθαιόπουλος από την Ολυμπία! Ο άντρας ο θαμμένος, άγνωστος είναι της Ερμιόνης. Μα τώρα γίνεται ο άνδρας της, αφού θάνατός του, ζωή της δίνει εκείνης. Ο Λευτέρης την λευτέρωσε από του αποσπάσματος τον τοίχο. Ο όχλος, κόσμος πάλι γίνεται και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Κάμποσοι είναι απογοητευμένοι καθώς χάνουν την ευκαιρία του λιντσαρίσματος. Δωμάτιο της δίνουν και φιλοξενία και στέλνουν κι ένα τηλεγράφημα για κάτω στην Ολυμπία. «Ο πλοίαρχος Ματθαιόπουλος πνίγηκε σε ναυάγιο. Stop. Για την τιμή των συμμάχων. Stop. H γυναίκα του η Αναστασία ζει και πίσω επιστρέφει. Stop».
Και το τηλεγράφημα της ζωής, που είναι και θανάτου, φτάνει στην κυρά Φρόσω, που είναι ο παραλήπτης αλλά και η υποτιθέμενη πεθερά της. Κλαίει η δύσμοιρη για το χαμένο της το γιο, που πνίγηκε έξω από τη Μάλτα, με ένα καράβι Εγγλέζικο. Όμως η μοίρα θέλησε, η γυναίκα του να ζήσει, πίσω στο σπίτι να γυρίσει, στα δύο της τα παιδιά. Τα παραλίγο τελείως ορφανά, με μια γριά ογδόντα ετών, αδύνατον θα ήταν αλλιώτικα να ζήσουν. Φτάνει η μέρα που η γυναίκα στα «μέρη» της γυρίζει. Στον πλοίαρχο έτοιμη είναι να ομολογήσει την αλήθεια. Πως ψέματα ήτανε εξαρχής, στη Μάλτα ειπωμένα, για να σωθεί η ζωή της. Το ’17 όμως κόντευε να περάσει και ο πλοίαρχος της είπε ότι εκδίκηση θα παρθεί για το χαμό του άνδρα της. Η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο στο πλάι των συμμάχων. Και η γυναίκα που ήθελε να μολογήσει στάθηκε! Πάλι εχθρός στον τόπο της; Αν την αλήθεια του έλεγε, ότι ήταν η Ερμιόνη, και ότι άλευρα κουβάλαγαν για χάρη της Αυστρίας, πάλι στον τοίχο θα έφτανε! Σιωπή ακόμα μια φορά προτίμησε να κάνει. Στην Ολυμπία επέστρεψε, στο «σπίτι» της την πήγαν. Και η «πεθερά» σαν την αντίκρυσε, την δήθεν «Αναστασία», στα μάτια την κοίταζε για ώρα πολύ σιωπώντας. Αυτή η ξένη πού ‘βλεπε δεν ήταν η Αναστασία.
Μα αν την αλήθεια αποκάλυπτε, πώς τίποτα δεν ήταν, δεν τη συνέφερε κι αυτήν μήτε τα εγγόνια που για μητέρα έκλαιγαν ολημερίς τόσο μικρά που ήταν. Ματιές πολλές αντάλλαξαν και γρήγορα συνεννοηθήκαν. Η μια μητέρα έγινε σώζοντας τη ζωή της, κι άλλη η γριά η πεθερά βρήκε το αποκούμπι, για τα παιδιά που μάνα ήθελαν, αλλά και για τον εαυτό της, που υπηρέτη έψαχνε για να τη βοηθάει. Και η γυναίκα που τώρα άκουγε στο όνομα Αναστασία, παλιά Πειραιώτισσα ήταν γνωστή ως Ερμιόνη, κι η μόνη που επέζησε από το «Ερμιόνη», αφού και το ναυάγιο έτσι έλεγαν, δοσμένο το όνομά της. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι θαρχόταν ένα κάποιο τέλος, ένας παρουσιάστηκε εκδίκηση να λάβει. Μιχάλη τον λέγανε και ήταν παραμορφωμένος. Στους δρόμους σαν αλλόφρονας Ερμιόνη αναζητούσε, γυναίκα διαβολική πούθελε να τον σκοτώσει. Μα όλοι οι γύρω του ορκίζονταν πως τη γυναίκα που ΄δείχνε σαν υπεύθυνη της κατάντιας του, Αναστασία τη λέγανε, χήρα καπετάνιου, με δυο παιδιά πίσω της και μια γριά από δίπλα. Και έλεγε ο κόσμος για τον άγριο, πως ήτανε τρελός και με πλοίο τά χει βάλει, αφού Ερμιόνη το έλεγαν και δαύτο, που πήγε να τον πνίξει. Μάλιστα έγινε γνωστό πως ο τρελός κάποτε χρήμα πήγε να βγάλει, όταν άλλα παιδιά σκοτώνονταν για χάρη της πατρίδας.
Έτσι μια ολοσκότεινη βραδιά του την παραφυλούσαν. Κανείς δεν νοιάστηκε για αυτόν, μήτε να τον θάψουν, πούχε το θράσος ο άτιμος, το λόγο να ζητήσει, από τη χήρα ενός ήρωα, την κυρά Αναστασία.
Βιογραφικό
Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Είναι δημιουργός του ιστολογίου «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», αρθρογράφος στην εφημερίδα «Φωνή των Πειραιωτών», Ραδιοφωνικός παραγωγός στους σταθμούς «Κανάλι Ένα» και «Πειραϊκή Εκκλησία». Έχει συγγράψει ή έχει μετάσχει στη συγγραφή πολλών βιβλίων. Ενδεικτικά αναφέρονται:
1.«1900», Ναυτικό & ιστορικό διήγημα (Παναγιώτης Τριπόντικας – Έκδοση Πλωτού Μουσείου Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», 2015).
2.«Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου», (Εκδόσεις Κυριακίδη, 2016).
3.«Πειραϊκός Χρονογράφος 2018», (Εκδόσεις Μένανδρος)
4.«Πειραιάς: Ιστορία του τόπου μας» (Τόμοι Α’ & Β’ – Στεφ. Μίλεσης, Χρ. Μίλεση, Θεόδωρος Κατσικάρος-Εκδόσεις «Παιδαγωγική», 2017)
5.«Θάλασσες που μας ενώνουν», (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017)
6.«Πειραϊκά χρονογραφήματα», (Έκδοση «Φωνή των Πειραιωτών», 2017)
7.«Το εμβληματικό Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά», (Εκδόσεις «Μίλητος», 2018).
8. «Θαλασσογραφίες Ελλήνων Ζωγράφων» (Εκδόσεις Μένανδρος, 2019)
Από τον Απρίλιο του 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.