Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Η εφημερίδα «Ηχώ της Άρτας» θα παρουσιάζει δυο φορές την εβδομάδα κάθε Πέμπτη και Σάββατο, ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων.
Σημαντικοί Έλληνες συγγραφείς ανταποκρίθηκαν με χαρά στο κάλεσμα του συνεργάτη μας, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη και έγραψαν εξαιρετικές ιστορίες που θα κρατήσουν συντροφιά στους αναγνώστες το προσεχές διάστημα. Ανάμεσά τους οι: Γρηγόρης Αζαριάδης, Έρικα Αθανασίου, Βαγγέλης Γιαννίσης, Φίλιππος Δρακονταειδής, Κατερίνα Καριζώνη, Φώντας Λάδης, Στέφανος Μίλεσης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Κωνσταντίνος Μπούρας, Κώστας Στοφόρος, Χρύσα Σπυροπούλου, Γιάννης Πανούσης, Φίλιππος Φιλίππου, Έλενα Χουσνή κά.
Σήμερα με χαρά σάς παρουσιάζουμε τον Γρηγόρη Αζαριάδη.

Γρηγόρης Αζαριάδης
Υπόθεση αυτοδικίας

3 Ιούλη 2015
Ο αστυνόμος Ιπποκράτης Ιππόκαμπος ακολουθεί την καθημερινή ιεροτελεστία των σύντομων διακοπών του. Μια βδομάδα στο εξωτικό Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας. Ούτε κι ο ίδιος θυμάται καθαρά τον λόγο που επέλεξε το γραφικό ψαροχώρι. Ίσως ήταν η πρόταση του προϊστάμενου του, αστυνομικού διευθυντή Παντελή Γρηγορακάκη, που έλκει την καταγωγή του από την Άρτα. Ίσως πάλι ήταν το απωθημένο του από την εποχή, που περνούσε από το Μενίδι για να ανέβει προς τα Γιάννενα να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του, την Μερόπη. Αυτή που έμεινε επίσης απωθημένο, καθώς ποτέ δεν ήρθαν εις γάμου κοινωνία. Η Μερόπη ξεμυαλίστηκε με κάποιον λίαν ευκατάστατο δικηγόρο από τα Γιάννενα και προτίμησε να ντυθεί νύφη για χάρη του τελικά.

Ο Ιππόκαμπος απολαμβάνει με αργές γουλιές τον δυνατό φραπέ, τέσσερις κουταλιές καφέ κι άλλες τόσες ζάχαρη, καπνίζει τα στριφτά του τσιγάρα κι ακούει τις ιστορίες του μεσήλικα καφετζή. Ο Γιώργος Θελερίτης έχει άλλωστε να διηγηθεί μια ιστορία για τον καθένα, είτε μόνιμο κάτοικο του μικρού χωριού είτε παραθεριστή. Σημερινό κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης του συμπαθούς καφετζή ο βουλευτής Σωκράτης Παιδόπουλος. Κι η ιστορία είναι εξόχως θλιβερή. Το όνομα του διακεκριμένου βουλευτή είχε εμπλακεί σε ένα μεγάλο σκάνδαλο κυκλώματος παιδεραστών, που είχε απλώσει τα πλοκάμια του σε όλη σχεδόν την Ήπειρο. Όταν όλη η δραστηριότητα του βρωμερού κυκλώματος ήρθε στην επιφάνεια, η αστυνομία παρέπεμψε εφτά άτομα στην δικαιοσύνη. Ανάμεσα τους κι ο Παιδόπουλος, που εκείνη την εποχή ήταν διαπρεπής δικηγόρος, στα Ιωάννινα. Τελικά, το δικαστήριο έκρινε αθώους όλους τους κατηγορούμενους. Ο Θελερίτης δεν θυμάται επακριβώς την αιτιολόγηση της απόφασης.

«Νομίζω, αστυνόμε, ότι απαλλάχθηκαν λόγω αμφιβολιών. Να δεις πως το είπαν … Λόγω μη επαρκών αποδείξεων. Κάπως έτσι …»
«Κι ο Παιδόπουλος;»
«Αποδόθηκε στην κοινωνία λευκότερος κι από το χιόνι στα Τζουμέρκα,» σαρκάζει ο Θελερίτης.
«Εσύ δηλαδή, ρε Γιώργη, υποστηρίζεις ότι την είχαν την δουλειά οι λεγάμενοι;»
Ο Θελερίτης ανάβει τσιγάρο και φυσάει ψηλά τον καπνό.
«Τι να σου πω … Πάντως, όλη η τοπική κοινωνία βοά, αστυνόμε».
«Ναι, αλλά το δικαστήριο τους αθώωσε …» τον πιέζει ο Ιππόκαμπος.
Το ύφος του καφετζή απεικονίζει ανάγλυφα την γνώμη του για το δικαστικό σύστημα της χώρας.

«Την σήμερον ημέρα άμα έχεις φράγκα, δεν υπάρχει περίπτωση να δεις από κοντά της φυλακής τα σίδερα,» φιλοσοφεί, κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι.
Στην συνέχεια της εξιστόρησης του καφετζή, τα πράγματα παίρνουν τον φυσιολογικό δρόμο. Ο Παιδόπουλος κατέρχεται στον πολιτικό στίβο και η τοπική κοινωνία τον στέλνει στην Βουλή, αποδεικνύοντας με την ψήφο της ότι και η παραμικρή σκιά από το σκάνδαλο των παιδεραστών έχει παρασυρθεί πολλά χιλιόμετρα μακριά από κάποιους σαρωτικούς ανέμους. Κι ο Παιδόπουλος, βουλευτής πλέον, οργώνει τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου, διαφημίζοντας το μακρόπνοο πολιτικό του πλάνο. Ο Θελερίτης σχολιάζει με την ίδια φιλοσοφική διάθεση.

«Ο λύκος δεν αλλάζει συνήθειες … Ο βουλευτής μας,» γκριμάτσα σαρκασμού «Έρχεται πάντα να περάσει μιά βδομάδα εδώ, στο Μενίδι …»
«Για να θυμηθεί τα παλιά …» τον τσιγκλάει ο αστυνόμος.
Ο Θελερίτης αποφεύγει να απαντήσει. Σηκώνεται.
«Το βράδυ στην ώρα σου …»
Ο Ιππόκαμπος κουνάει καταφατικά το κεφάλι.
«Μην αργήσεις. Θα σου ’χω ένα ψάρι,» σουφρώνει τα χείλη «Σπέσιαλ».

6 Ιούλη 2015

Ο Θελερίτης συνοδεύει τον φραπέ με ένα ευμέγεθες κομμάτι κέικ.
«Σπιτικό είναι, αστυνόμε. Το ’φτιαξε η κυρά με τα χεράκια της …»
«Με τι ήθελες να το φτιάξει, ρε Γιώργη,» γελάει αυθόρμητα ο Ιππόκαμπος.
Δαγκώνει μια μπουκιά, πίνει μια γενναία γουλιά από τον φραπέ κι ανάβει το στριφτό του.
«Ζωάρα, αδελφέ …» σχολιάζει «Ζωάρα εδώ στο Μενίδι».
Ο Θελερίτης τρέχει να σερβίρει ένα ζευγάρι μεσηλίκων, που καταφθάνει ιδρωμένο στο μαγαζί. Επιστρέφει μετά δύο λεπτά, αλλά πριν προλάβει να καθίσει, ένας άλλος λιπόσαρκος, σχεδόν αποστεωμένος άντρας σέρνει τα βήματα με κόπο και σχεδόν σωριάζεται στο γωνιακό τραπέζι.
«Τώρα δέσαμε,» σχολιάζει ο καφετζής.

«Τι τρέχει, ρε Γιώργη ;» ρωτάει απορημένος ο αστυνόμος.
Το βλέμμα του Θελερίτη μεταφράζεται ως «θα σου εξηγήσω, αργότερα». Πραγματικά, αφού σερβίρει ένα φραπέ στον νεοφερμένο, γυρίζει στο τραπέζι του αστυνόμου.
«Εσένα τι σου λέει η φάτσα του;» τον ρωτάει «Έτσι, για να δω τι σκαμπάζετε εσείς οι αστυνομικοί από ψυχολογία …»
«Τι θες, ρε Γιώργη, δηλαδή ; Να σου κάνω ψυχολογικό προφίλ του υπόπτου ;»
«Α, γεια σου … Όπως το ’πες. Να μου κάνεις την ψυχολογία του ατόμου …»
Ο Ιππόκαμπος πίνει μιά γουλιά και τραβάει μια τζούρα ακόμη.
«Γερασμένος πριν την ώρα του. Ναυάγιο της ζωής. Λες κι έχει ζήσει πρόσφατα μια μεγάλη καταστροφή».

Ο καφετζής τον παρατηρεί εντυπωσιασμένος.
«Μήπως λες και το φλυτζάνι, αστυνόμε;» χαμογελάει «Σε όλα μέσα έπεσες».
«Για λέγε τώρα …»
«Θυμάσαι την ιστορία του Παιδόπουλου, που λέγαμε;»
«Ναι, την θυμάμαι».
«Το ένα από τα θύματα των παιδεραστών ήταν η Ευανθία Δραμιτινού. Δώδεκα χρονών κοριτσάκι».
«Το οποίον;»
«Ένα μήνα μετά την δίκη, όπου ο Παιδόπουλος κι η παρέα του αθωώθηκαν, το κοριτσάκι φουντάρισε από ένα γκρεμό».

Ο Ιππόκαμπος τινάζεται όρθιος. Τα μάτια του απειλούν να πεταχτούν από τις κόγχες.
«Τι λες, ρε Γιώργη ;»
Ο Θελερίτης κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι.
«Αυτό που σου λέω. Πάει το έρημο το κοριτσάκι. Το χάσαμε».
«Κι αυτός να υποθέσω ότι είναι ο πατέρας της …»
«Ο Γιώργης ο Δραμιτινός. Η γυναίκα του έφυγε στην Αθήνα. Τον παράτησε. Κι αυτός τριγυρίζει σαν φάντασμα εδώ γύρω και τον περισσότερο καιρό τον περνάει στο νεκροταφείο. Στο μνήμα της μικρής. Της μιλάει …» η φωνή του ραγίζει «Γάμησέ τα, σου λέω …»
Ο Ιππόκαμπος παρατηρεί για λίγη ώρα προσεκτικά τον Δραμιτινό.
«Τι είναι αυτό που παίζει όλη την ώρα στο χέρι του ;»
«Ένα μικρό μενταγιόν με μια κόκκινη πέτρα. Της το είχε χαρίσει στα γενέθλια της. Από τότε που το κορίτσι αυτοκτόνησε, δεν το αποχωρίζεται ποτέ από πάνω του. Μια φορά που νόμιζε ότι το έχασε, αναστάτωσε όλο τον κόσμο για να βρει».

9 Ιούλη 2015

Το κινητό χτυπάει δαιμονισμένα. Ο αστυνόμος Ιππόκαμπος ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του. Δείχνει 04.46’.
«Ναι …» η φωνή του μουγκρητό.
«Έλα, Ιπποκράτη, ο Παντελής είμαι …»
Η φωνή του αστυνομικού διευθυντή Γρηγορακάκη αντιθέτως ακούγεται ζωηρή. Και άκρως υπηρεσιακή.
«Τι στον διάβολο έγινε και με παίρνεις τέτοια ώρα ;»
«Ένα έγκλημα φυσικά …»
«Να σου θυμίσω ότι μ’ έστειλες με το ζόρι διακοπές στο Μενίδι, προϊστάμενε ;»

«Ακριβώς γι αυτό σε πήρα. Επειδή είσαι στο Μενίδι …»
Οι συνάψεις του εγκέφαλου του Ιππόκαμπου αρχίζουν να παίρνουν ζωή.
«Μην μου πεις …»
«Το πτώμα βρέθηκε δύο βήματα από τα πόδια σου, Ιπποκράτη …» τον προλαβαίνει.
«Τελικά, είμαι μεγάλος γκαντέμης,» μονολογεί χαμηλόφωνα ο Ιππόκαμπος.
Η μικρή σιωπή που ακολουθεί μοιάζει πρελούδιο για τις ραγδαίες εξελίξεις, που θα ακολουθήσουν.

«Θα στείλω αύριο μια ομάδα από το Εγκλημάτων Κατά Ζωής,» επανέρχεται ο Γρηγορακάκης «Αλλά, στο μεταξύ πήγαινε να ρίξεις μια ματιά στον τόπο της δολοφονίας. Και να σιγουρέψεις ότι δεν θα βρεθεί κάποιος ντόπιος παπάρας να πειράξει τα στοιχεία».
«Καλώς. Φεύγω σούμπιτος και θα σε πάρω από κει …»
Ετοιμάζεται να κλείσει το κινητό, αλλά ο Γρηγορακάκης φαίνεται να έχει στο ρεπερτόριο του μια τελευταία βόμβα.
«Ιπποκράτη,» ξεροβήχει «Δώσε όλη σου την προσοχή. Ο νεκρός είναι ο Σωκράτης ο Παιδόπουλος … Ο βουλευτής».
Ο Ιππόκαμπος νοιώθει παγωμένα φίδια να σέρνονται στην ραχοκοκαλιά του. ΄
«Και τώρα μου το μπουμπουνίζεις, προϊστάμενε ;»

Φτάνει στην μικρή παραλία. Πλησιάζει στο σημείο, όπου βρίσκεται, μακάρια ξαπλωμένο σε ύπτια θέση, το πτώμα του βουλευτή. Μοναδικοί μάρτυρες ένας νεαρός αστυφύλακας κι ο πανταχού παρών Θελερίτης.
«Αστυφύλακας Λέκκας» φωνάζει ζωηρά ο νεαρός.
«Σιγά … Θα μας ξεκουφάνεις, αγόρι μου,» σχολιάζει ο Ιππόκαμπος «Αστυνόμος Ιππόκαμπος. Στήσε μια περίμετρο σε καμιά εικοσαριά μέτρα και μην αφήσεις κανένα να περάσει».
Ο Λέκκας χαιρετάει με υποδειγματικό τρόπο, κάνει μεταβολή κι εξαφανίζεται.
«Κι εσύ, Γιώργη,» στρέφεται στον Θελερίτη «Πρέπει να απομακρυνθείς από δω. Είναι τόπος εγκλήματος».

Ο Θελερίτης γυρίζει πίσω απρόθυμα και βγαίνει έξω από τη νοητή περίμετρο, που χαράζει ο Λέκκας. Ο Ιππόκαμπος βγάζει ένα φακό, πλησιάζει προσεκτικά το πτώμα, σκύβει κι αρχίζει μια πρώτη, πρόχειρη εξερεύνηση του σκηνικού. Ο Παιδόπουλος φαίνεται να έχει δεχτεί τρεις βολίδες στο στήθος. Το λευκό πουκάμισο του είναι πλημμυρισμένο στο αίμα. Είναι, οριστικά και αμετάκλητα, νεκρός.

Ο Ιππόκαμπος συνεχίζει να ερευνά για οποιαδήποτε στοιχείο. Προσεκτικά και επίμονα. Πρώτα διαγράφει ένα μικρό κύκλο διαμέτρου τριών μέτρων γύρω από το πτώμα και μετά διευρύνει την περιοχή, αγγίζοντας τα όρια της περιμέτρου. Δεν παρατηρεί τίποτε σημαντικό. Επιστρέφει πάλι κοντά στο νεκρό σώμα του Παιδόπουλου. Δεύτερος γύρος, ακόμη πιο προσεκτικός, ακόμη πιο επίμονος. Ψάχνει να εντοπίσει οποιοδήποτε ίχνος μπορεί να φανεί χρήσιμο στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Τίποτε. Έτσι κι αλλιώς, αύριο θα έρθουν τα σαΐνια του Εγκλημάτων Κατά Ζωής κι ολόκληρο συνεργείο θα σαρώσει τον τόπο, συλλογίζεται. Αν υπάρχει κάποιο στοιχείο, δεν υπάρχει περίπτωση να τους ξεφύγει.
Κάτι μέσα τον όμως τον σπρώχνει να κάνει ένα τρίτο γύρο. Και ω του θαύματος … Το μικρό αντικείμενο προκαλεί την όραση του. Σκύβει με τρόπο, το μαζεύει και το χώνει στην τσέπη του παντελονιού του. Καθώς σηκώνεται, βλέπει τον Θελερίτη να τον παρακολουθεί περίεργα, από μια απόσταση είκοσι μέτρων. Ο Ιππόκαμπος πλησιάζει τον Λέκκα.
«Αστυφύλακα, εσύ θα μείνεις εδώ μέχρι να ξημερώσει. Θα περιμένουμε την ομάδα που έρχεται από Αθήνα. Και δεν θα πλησιάσει κανείς. Κατανοητό ;»
Ο αστυφύλακας βαράει μια απίστευτη προσοχή.
«Μάλιστα, αστυνόμε».

10 Ιούλη 2015

Η ομάδα του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής έχει συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία από τον τόπο της δολοφονίας. Σ’ αυτό το πρώτο στάδιο, βρίσκονται στο σκοτάδι. Προβληματίζονται με το κίνητρο του φόνου. Κάποιος αστυνόμος έχει την φαεινή ιδέα να ειδοποιήσουν την Αντιτρομοκρατική.
Στο μικρό καφενείο, ο αστυνόμος Ιππόκαμπος τελειώνει τον φραπέ του.
«Φεύγω τώρα,» λέει στον Θελερίτη «Με περιμένουν στην σύσκεψη γιατί ήμουνα ο πρώτος που έφτασε στο σημείο που τον σκότωσαν».

Το βλέμμα που του ρίχνει ο καφετζής είναι παντελώς δυσερμήνευτο. Ο Ιππόκαμπος κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο του, που είναι παρκαρισμένο δύο στενά παρακάτω. Καθώς πλησιάζει, βλέπει ένα λιπόσαρκο, σχεδόν αποστεωμένο μεσήλικα να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Την στιγμή που διασταυρώνονται τα βήματα τους, ο Ιππόκαμπος βγάζει από την τσέπη ένα μικρό αντικείμενο. Από μακριά μοιάζει με μενταγιόν με μια κόκκινη πέτρα. Το πασάρει διακριτικά στον μεσήλικα.
«Άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτικός».
Ο Ιππόκαμπος ταχύνει το βήμα και μπαίνει στο αυτοκίνητο του. Βάζει μπρος και ξεκινάει.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα. Έχει έναν γιο και μια κόρη. Είναι μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας). Το πρώτο του μυθιστόρημα “Παλιοι λογαριασμοί” εκδόθηκε το 2012. Ακολούθησαν “Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου” και “Το μοτίβο του δολοφόνου”, που κυκλοφόρησαν το 2013 και το 2015, αντίστοιχα. Ο “Σκοτεινός λαβύρινθος” είναι το τέταρτο αστυνομικό του μυθιστόρημα. Λατρεύει τη γαλλική σχολή (Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ) και ιδιαίτερα το πολάρ (το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ – Βαλέε) και το κλασικό νουάρ (Ρέιμοντ Τσάντλερ).

Σημείωση: Η στήλη «Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στον Ε. Ιντζέμπελη» θα είναι κοντά σας πάλι από τον Σεπτέμβριο.