
«ανεπαισθήτως» (ευφρόσυνα κατάλοιπα)
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
Το θέρος είναι, πάντα θα είναι, ένας βιότοπος ηδονών, αισθήσεων και πολύπαθων αισθημάτων. Μια περιπλάνηση του έσω βίου «εκτός», είτε με θρησκευτική προσήλωση είτε με αλήτικη διάθεση.
Το θέρος είναι, πάντα θα είναι, μια χειρονομία θάμβους, προσηλωμένο βλέμμα χαμηλόφωνης προσδοκίας, ένα χειροποίητο υστερόγραφο της βιωτής που στριμώχθηκε άτσαλα ανάμεσα στις πλέον υπέροχες και πολλά υποσχόμενες εποχές, το έαρ και το φθινόπωρο.
Απ’ αυτό το θέρος, πολυκύμαντο, εύθραυστο, αισθαντικό, επιλέγω στιγμές ευφρόσυνες, παράλληλα σύμπαντα στις μέρες και τις νύχτες των Παξών, φευγαλέες ματιές και ένα ύστερο βλέμμα που άλλοτε είναι χωρισμός και άλλοτε γίνεται προσδοκία. Σταχυολογώ :
I)Αρχές καλοκαιριού είχα την χαρά, αλλά και την ξεχωριστή τιμή, να ξεναγηθώ στο Μουσείο Βάσως Κατράκη, εδώ δίπλα στο Αιτωλικό, από την Μαριάννα Κατράκη και τον Νικήτα Δεσποτίδη, τους ανθρώπους, δηλαδή, με τα βαριά ονόματα και την ακόμα πιο βαριά παρακαταθήκη να βαραίνει τους ώμους τους : την διαφύλαξη και την ανάδειξη του έργου της κορυφαίας Ελληνίδας χαράκτριας.
Εκεί, στον γαλήνιο τόπο της, οι άνθρωποι της Βάσως Κατράκη εναπόθεσαν τα έργα της αρδεύοντας την μνήμη μέσα απ’ την δημιουργία της χαρακτικής κι έτσι το σύνολο, σχεδόν, του έργου της, χαρακτικά, ανάτυπα και ένα μεγάλο μέρος από τις μήτρες (ξύλα και πέτρες) πάνω στις οποίες χάραξε τα έργα της. Την μοναδική συλλογή ενισχύουν τα αντικείμενα τέχνης, καλλιτεχνικές αφίσες και ζωγραφικά έργα. Επίσης φιλοξενείται το κυριότερο μέρος του εργαστηρίου της, τμήμα της βιβλιοθήκης της, αρχεία και φωτογραφικό υλικό.
Μέντορες της Κατράκη στους κόλπους της Α.Σ.Κ.Τ. , σε χρόνια δύσκολα, σε χρόνια αναζητήσεων, ήταν δύο εμπνευσμένοι δάσκαλοι, ο ζωγράφος Κώστας Παρθένης και ο χαράκτης Γιάννης Κεφαλληνός. Εν πολλοίς αυτοί αφύπνισαν την Κατράκη ώστε να εκφράσει «την αρχέτυπη και τη σύγχρονη συλλογική συνείδηση, του ακραία επαναστατημένου 20ου αιώνα». Γιαυτό, ίσως, τα εικαστικά της είδωλα νοηματοδοτούν συνθέσεις κοινωνικού ρεαλισμού μέσα απ’ το ιδεοδρόμιο της καλλιτεχνικής της διαδρομής.
Γνήσιο τέκνο της Εθνικής Αντίστασης, φυλακισμένη και εξόριστη, άνθρωπος της καθ’ ημάς Αριστεράς, βραβευμένη από διεθνείς Μπιεννάλε (Αλεξάνδρεια, Λουγκάνο, Βενετία, Λειψία) ταίριαξε «τους ψαράδες του Αιτωλικού», το συλλαλητήριο της «Αθήνας 25 Μαρτίου 1943», «τον γυρισμό των αγροτών απ’ τα χωράφια», «την πτώση του Ίκαρου», «την Κάθετη Σύνθεση», «το χρέος της Αντιγόνης», τις «Συντεταγμένες» κι ακόμα ένα ατέλειωτο μοιρολόι, ένα κοινωνικό μαρτυρολόγιο με ελεγεία και θρήνους για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον ακέφαλο Άρη Βελουχιώτη, την Αντιγόνη, απείθαρχα εικαστικά είδωλα που ακροβατούν στην άκρη της αισθητικής και της ιδεολογίας.
Η χαρακτική της Βάσως Κατράκη, από το ξύλο στην πέτρα, παραμένει ένα δοξαστικό για τον Άνθρωπο. Ανήκει στις πανάρχαιες εκείνες χειρονομίες μνήμης, μια μνήμη καίουσα, αιμάσσουσα. Είναι η μνήμη που αντιπαλεύει την λήθη, ένα λευκό σεντόνι «Επιταφίου» για τους δικούς της νεκρούς, σώματα ηττημένα αλλά όχι θνήσκοντα. Η χαρακτική της Κατράκη είναι κατάφαση ζωής. Νεύμα απ’ τον πετρωμένο χρόνο.
Κι είναι παρήγορο πως στις μέρες μας, τριάντα επτά χρόνια απ’ το ταξίδι της χωρίς επιστροφή, η Βάσω Κατράκη «αποκαλύπτεται» και «ανακαλύπτεται» ξανά, ξέρει να συγκινεί.
Η Καΐρειος βιβλιοθήκη της Άνδρου φιλοξενεί, κι αυτόν τον μήνα, τις «Μήτρες της μνήμης», μια έκθεση χαρακτικής αφιερωμένη σε δύο σημαίνουσες προσωπικότητες, την Βάσω Κατράκη και τη Ζιζή Μακρή.
Κι ακόμα στο Μουσείο Μπενάκη στις 2 Οκτωβρίου εγκαινιάζεται η πολυαναμενόμενη έκθεση «Πρωτόλεια. Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο» όπου δίπλα σε εμβληματικά έργα του Μόραλη, του Βασιλείου, του Τσαρούχη θα είναι κι αυτά της Βάσως Κατράκη σε μια ώριμη εικαστική γλώσσα.
Το Μουσείο Βάσως Κατράκη στο Αιτωλικό, παρά τα σοβαρά προβλήματα που ναρκοθετούν την εξέλιξή του, ανήκει στα πολιτιστικά κοιτάσματα, μια υπεραξία πολιτισμού ακριβώς εκεί που πρέπει και δεν το περιμένεις.
II)Aν εξαιρέσω την «Ορέστεια» του Τερζόπουλου πέρυσι στην Επίδαυρο, ο,τι καλύτερο το βρήκα φέτος στον «ξένο» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ήγουν˙ την ομηρική «Οδύσσεια» όπως ξεδιπλώνεται στις ραψωδίες «ζ-η-θ», στην μετάφραση του σπουδαίου Δημήτρη Μαρωνίτη.
Ένα οδοιπορικό, μια πυκνή αφήγηση ενός περιπλανώμενου , πλάνητα μετά την ύβρη του πολέμου, που στα θαυματουργά χέρια του Μιχαήλ Μαρμαρινού μετουσιώνεται σε μια τελετουργία ουμανισμού, σε ένα εκρηκτικό μανιφέστο ανθρωπισμού όταν «ο ξένος» είναι ήδη εντός των πυλών.
Αυτό που είδαμε δεν είναι ένα θεατρικό έργο. Οι ραψωδίες «ζ-η-θ» είναι θραύσματα ενός έπους. Μια τελετουργία που ξεδιπλώθηκε όταν «ο ξένος» γίνεται «δικός μας» γιατί, όπως μεταφράζει και ο πολύς Μαρωνίτης «ο κάθε ξένος που ικετεύει αξίζει όσο και ο αδελφός, αν έχει κι ο φιλόξενος λιγάκι στέρεο νου».
Ο Μαρμαρινός μίλησε και με τις σιωπές του. Αυτές εγκολπώθηκαν την ιδέα και το αίτημα της «φιλοξενίας», αυτές υπαινίχθηκαν το πανανθρώπινο (και Ομηρικό) αίτημα της συμπερίληψης. Ιδίως όμως μίλησε με τον δικό του «Οδυσσέα», έναν καθηλωτικό Χάρη Φραγκούλη που από κατακτητής της Τροίας γίνεται ναυαγός, τσακισμένος στα κύματα, ένα τεντωμένο χέρι σένα σώμα που σέρνεται.
Το σύμπαν του Μαρμαρινού είναι απροσχημάτιστο, ένας μοναδικός αισθησιασμός που πάλλεται, κάτι περισσότερο απ’ την συνέχεια της δικής του συναρπαστικής «Νέκυιας» το μακρινό , πια, 2015.
III)Στον Άθω ανηφόρισα βάζοντας στο μικρό σακίδιο και τον Νικήτα Σινιόσογλου. Πίστευα, αφελώς όπως αποδείχθηκε, πως «Ο καρπός της ασθενείας μου» ήταν «ο,τι πρέπει» για το Όρος. Μέγα λάθος. Στον Άθω, είτε ανηφορίζεις ως προσκυνητής, είτε από απλή περιέργεια, είτε για να κάνεις «πνευματικό τουρισμό» , για να θυμηθούμε και τον πατέρα Γεώργιο Καψάνη, δίνεσαι ολόπλευρα, χωρίς εκπτώσεις. Αφήνεσαι να αφουγκραστείς την ησυχία των ασκηταριών, τους μπαξέδες της μικρής Σκήτης, τις ζωγραφιές του Πανσέληνου και του Θεοφάνους του Κρητός, τα απόμακρα από αδιάκριτα βλέμματα εργαστήρια αγιογραφίας, τις μικρές και μεγάλες βιβλιοθήκες με τις περγαμηνές, τα συγγίλια και τους παλιούς κώδικες, το ηλιοβασίλεμα πάνω στον ξύλινο εξώστη που τρίζει, το νερό που ανεβάζεις απ’ το παλιό πηγάδι κάτω από τον εξώστη, τα καλντερίμια στις πετρόχτιστες αυλές, τις βαριές πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν το ίδιο αργά και τελετουργικά, το τυπικό των καλόγερων στην Τράπεζα που θυμίζει «το όνομα του Ρόδου», τα σήμαντρα, τις μαύρες φιγούρες που έρχονται απ’ το πουθενά και το ίδιο ξαφνικά χάνονται, τα δάση, τα μονοπάτια, τους αρσανάδες, τα μικρά μουλάρια που περιμένουν στωικά να φορτωθούν και να ανηφορίσουν την Γρηγορίου ή την Σιμωνόπετρα, ανθρώπους άγνωστους που, μάλλον, δεν θα ξαναδείς ποτέ.
Για να δεις όμως τον Άθω αλλιώς πρέπει να ψάξεις κι αλλού.
Διαβάζοντας, λόγου χάριν, την «Άσκηση στον Άθω», δυσεύρετη συλλογή του Τάκη Παπατσώνη απ’ το μακρινό 1963, για την οποία μου πρωτομίλησε ο Φιλήμων πριν πολλά χρόνια , «ήτοι ˙ πηδάλιον νηπτικόν για περιδιάβαση του Όρους». Αισθάνεσαι κάπως, πιο οικεία τα άγρια χαράματα αν επιλέξεις τον Όρθρο στο παλιό, αιώνων , καθολικό με τους καλόγερους να ψέλνουν κρατώντας αναμμένα κεριά, φιγούρες απόκοσμες ενός άλλου κόσμου μες στο απόλυτο σκοτάδι.
Αυτές οι στιγμές, ξεχωριστές και πολύτιμες, δεν αποτελούν corpus ενός πολύχρωμου πολυτελούς λευκώματος ενταγμένου στους «θησαυρούς του Αγίου Όρους». Ανήκουν στα τιμαλφή της βιωτής που κουβαλάς και δεν σ’ αφήνουν. Αυτά, όπως και οι απέριττοι τάφοι των καλόγερων που μαθαίνουμε τα ονόματα τους πάνω στους ξύλινους σταυρούς και οι βασιλικοί δίπλα τους να μοσχοβολούν, είναι μια επίμονη υπόμνηση του «λιτού» στον καθ’ ημάς βίο. Ένα νεύμα πριν το επέκεινα, νεύμα , ωστόσο, ζωής. Ζωή πολύχρωμη, αβέβαιη και γιαυτό συναρπαστική.