Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
Στο ράφι τραγωδίες του Αλφιέρι.
Και τα οργισμένα γράμματα του Φώσκολου.
Χειμώνας. Αέρας ψυχρός. Βροχή. Το ποτάμι.
Στην άλλη όχθη ο κόμης Capo d’Istria
Ταχυδρομεί επιστολές στην Πετρούπολη.
Και περιμένει. Περιμένει. Περιμένει….
Νάσος Βαγενάς, Τα γόνατα της Ρωξάνης
Ι)Αν η Ρώσικη λογοτεχνία ομνύει στα έγκατα της ψυχής και την λυτρωτική ενδοσκόπηση, οι Ιρλανδοί είναι αυτοί που ανατέμνουν βασανιστικά και αργόσυρτα την εντός μας τρικυμία. Όσκαρ Ουάιλντ, Μπέρναρντ Σω, Σάμιουελ Μπέκετ, Σέϊμους Χίνι. Και βέβαια ο πολύπαθος και δύστροπος «Οδυσσέας» του Τζόυς. Ο Μάρτιν Μακ Ντόνα δεν ανήκει ασφαλώς στα ιερά τέρατα της Ιρλανδικής δραματουργίας. Στυλίστας της γραφής, ευφυής σεναριογράφος, σημαντικός θεατράνθρωπος και σκηνοθέτης μας εξοικειώνει με την ματαίωση της προσδοκίας σε ένα άνυδρο και σαρκοβόρο τοπίο, εκεί, μακριά, σε μια επαρχία της Ιρλανδίας, όμως τόσο κοντά, και τόσο γνώριμη, ίδια κι απαράλλακτη με μικρούς άνυδρους τόπους, τους τόπους που μας γέννησαν και τους τόπους που ζούμε. «Η μοναξιά της Δύσης» είναι η επιστροφή στο σκοτεινό σύμπαν, η αποφόρτιση (;)μιας κενής ζωής, το τραύμα του εαυτού σε καιρούς μικρόψυχους, βαρετούς. Ξεδιπλώνεται σε τέσσερις τοίχους, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, όχι όμως χωρίς ιοβόλους υπαινιγμούς.
Εγκλωβίζεται στην ανέξοδη και αδιέξοδη σύγκρουση δύο παραιτημένων, ήδη, από καιρό που ζουν την ίδια στέγη «στο όνομα του πατρός». Συναντώνται με τις αρχετυπικές μορφές του Άβελ και του Κάϊν, όντας οι ίδιοι οι αδελφοί Κόλμαν. Αποστειρωμένοι – και οι δύο – απ’ αυτό που ορίζουμε ως ζωή, δηλαδή το πάθος, τα πάθη, τον έρωτα, την περιέργεια, την εντός περιπλάνηση. Είναι αυτή η γνώριμη αίσθηση της ματαιότητας, ίδια κι απαράλλακτη στην επαρχία της Ιρλανδίας, τα καμποχώρια της Άρτας, τα γκέτο περιφερειακά του Λονδίνου. Ημιθανείς χειρονομίες, διαψεύσεις, βρώμικος ιδρώτας μιας πάλης που δεν δόθηκε ποτέ στο παρελθόν, που μόλις τώρα ξέθαψε ανείπωτα και σκοτεινά μυστικά. Και βέβαια ένα «ξέφωτο» στον ζόφο και την ρουτίνα ενός «σπιρτόκουτου» : ένας καθολικός παπάς, ο Γουέλς, μέθυσος, πιστός, με τον διδακτισμό των καθολικών, δηλαδή με όλα τα συμφραζόμενα μιας κλειστής, συντηρητικής κοινωνίας, αφυδατωμένη από χαρά και απορίες.
Και η Γκερλίν, μισοέφηβη, μισογυναίκα, άλλοτε θηλυκό κι άλλοτε αράχνη, δηλαδή το ίδιο πράγμα. Αυθάδης, αφελής (;) αλλά και η μόνη νότα δροσιάς. Ηλιαχτίδα με τεντωμένο το δάκτυλο προς τα έξω.
Σαυτό το σαρκοβόρο τοπίο, πεδίο μιας μάχης που δίνεται, αρχικά με μισόλογα κι αργότερα με αλήθειες, σέναν τόπο ξεχασμένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, με καθυποταγμένες τις πορείες των ηρώων, με μακάριες βεβαιότητες, «με ζωή γνωστή, σαν φάλτσο», με ορατή την αποχαύνωση, ζωή χωρίς αστερίσκους και υστερόγραφα, δηλαδή ζωή χωρίς ζωή, η αλήθεια είναι ότι ο Μάρτιν Μακ Ντόνα δεν μας χαρίζεται. Παραμένει αμφίσημος με διακριτές, ωστόσο, τις συνδηλώσεις του : η μοναξιά και η διαχείριση της, μια ζωή νεκρή πριν καν γεννηθεί, ήρωες που πολτοποιούνται, που ακυρώνονται μεσ’ στην μιζέρια, ήρωες ενός σύμπαντος με θύματα και αποκαΐδια. Μόνο.
ΙΙ)Σχεδόν ξώφαλτσα, στο περιθώριο της επετείου και με αφορμή τον ξεριζωμό της Μικρασίας, το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στο μουσείο του μας (ξανά) συστήνει έναν ξεριζωμένο. Τον πολύ Φώτη Κόντογλου. Πρόκειται για την εμβληματική έκθεση «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεότερους».
Γιατί ο χρωστήρας του Κόντογλου υπηρέτησε πιστά, χωρίς παρεκκλίσεις, το αφήγημα της Ελληνικότητας, μέσα απ’ την παράδοση, και της Ορθοδοξίας, επηρεάζοντας και τους νεώτερους. Στον απόηχο του ξεριζωμού, ο Κόντογλου απ’ το Αϊβαλί κουβαλούσε τις μνήμες μιας συλλογικής εθνικής συνείδησης αλλά και την ανεκτίμητη σκευή από το ιστορικό Γυμνάσιο των Κυδωνιών. Η θητεία του στο Παρίσι δεν του μετάγγισε το χρώμα και το ύφος των νεωτερικών κινημάτων, όντας αμετανόητος εραστής της μεταβυζαντινής ζωγραφικής μέσα από το χαρακτηριστικό βυζανανότροπο στυλ που ουσιαστικά μετουσιώνεται και διαμορφώνεται σε ιδία τεχνοτροπία.
Η παραμονή του στον Άθω, τα προσκυνήματα στα Μετέωρα, οι αναφορές στον Πανσέληνο και τον Θεοτοκόπουλο προσδιόρισαν και ταυτοποίησαν σε διακριτή έκταση την μη κοσμική ζωγραφική του. Οι μείζονες μαθητές του, ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος μαθήτεψαν δίπλα του, σαν μαθητές και σαν βοηθοί του. (Και) δικό τους έργο είναι η αποτοιχισμένη τοιχογραφία του σπιτιού του στην συνοικία Κυπριάδου στα Πατήσια που σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ήδη από το 1960 ο Κόντογλου στα αποκαλυπτικό δίτομο βιβλίο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» εξηγούσε ο,τι ακριβώς ζωγράφιζε : ναούς και εικόνες. Κληροδότησε και οιονεί νοηματοδότησε αυτή την τάση του νεοβυζαντινισμού όπως την βλέπουμε να αποτυπώνεται σε έργα σύγχρονων ομοτέχνων του, παλιότερων αλλά και νέων. Μόραλης, Κοψίδης, Βουρλούμης, Βασιλείου, Παπαλουκάς, Δούκας, Διαμαντόπουλος, Ρόρρης, Λεβίδης, Μαντζαβίνος, Κόρδης, Μποκόρος, Σακαγιάν, Σόρογκας, για να σταθούμε σε μερικούς που πλαισιώνουν με έργα τους το έργο του Κόντογλου στην εμβληματική έκθεση. Διατηρείται, έτσι, με ενάργεια ο αφηγηματικός λόγος του ζωγράφου Κόντογλου μέσα από έναν χρωστήρα που ομνύει στην παράδοση, στην ζώσα συνείδηση του Ελληνισμού όπου γης, στην λειτουργική τέχνη της Ορθοδοξίας.
Τα έργα του Κόντογλου συναντώνται με την «Ελληνικότητα» της γενιάς του ’30, αφού ανακαλύπτουν το αύριο στο χθες χωρίς να το μοιρολογούν. Έχεις την αίσθηση πως κάποιες απ’ τις οσιακές μορφές του είναι κάπου χωμένες στο καθολικό της Σταυρονικήτα ή της Βαρλαάμ. Έχεις την αίσθηση πως «Ο Λαοκόων» ξεπήδησε από χειρόγραφο μοναστηριού σαν αυτό που βλέπαμε στο «Όνομα του Ρόδου», παρέα με τον «Βορέα αρπάζοντα την Ωρίθειαν». Έχεις την αίσθηση πως ο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» κάπου συναντιέται με τον «Εγγονόπουλο, Φαναριώτη». Με άλλα λόγια έχεις την αίσθηση πως Βυζάντιο, Ελληνικότητα, Παράδοση και Ορθοδοξία βρίσκονται στον ίδιο χρωστήρα, ως λυρισμός και συνείδηση.
ΙΙΙ)Πρωτοδιάβασα για εκείνη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80. Πρώτα ως φοιτητής, μετά στη θητεία μου στο Ναυτικό και τελευταία ως νέος δικηγόρος. Και πάντα στην παλιά, καλή «Ελευθεροτυπία». Μούκανε εντύπωση η μονοθεματική, σχεδόν, δικηγορία της, ο ακτιβισμός της ως συνήγορος υπεράσπισης φυλακισμένων, αναρχικών, κυνηγημένων, αριστερών, φτωχών και αναγκεμένων ανθρώπων, εξαρτημένων, κακοποιημένων γυναικών, ψυχικά αρρώστων.
Στην κυριολεξία μια κινηματική συνήγορος υπεράσπισης που δεν εμπορεύτηκε ποτέ τον ανθρώπινο πόνο, δεν έχτισε πολιτική καριέρα, δεν εξαργύρωσε την δράση της. Αρκέστηκε να παλεύει μαχητικά και με πείσμα ο,τι ένοιωθε να απειλείται, ο,τι ένοιωθε ανίσχυρο, ο,τι ένοιωθε υπό διωγμό. Οι κολασμένοι όπου γης γίνονταν «δικοί της άνθρωποι». Πριν και μετά την δίκη τους και τους ανοικτούς λογαριασμούς τους με το νόμο. Ιδίως μετά. Όταν ανάμεσα σαυτή και όσους υπερασπίζονταν, πάντα σχεδόν χωρίς αμοιβή, ήταν πλέον τα κάγκελα. Οι φυλακές.
Προασπίστηκε με σθένος και κόστος τα δικαιώματα των φυλακισμένων καταγγέλλοντας το κολαστήριο της Κέρκυρας. Ανέδειξε με το ιστορικό περιοδικό «της φυλακής» την βαναυσότητα του σωφρονισμού, τον άγριο κόσμο των έγκλειστων, την βία και τον αυταρχισμό ως «δίκαιο πυγμής». Συν-υπερασπίστηκε τον Ρολφ Πόλε και πάλεψε για να μην εκδοθεί στην Γερμανία των «Λευκών Κελιών».
Άσκησε την δικηγορία σχεδόν ιεραποστολικά. Με το ήθος του συνηγόρου των ανίσχυρων. Πάντα απέναντι απ’ τις Αρχές, το Κράτος, την Αστυνομία. Υπηρέτησε με πάθος ένα δικό της κώδικα αξιών μακριά απ’ τον πολτό της εμπορευματοποίησης. Υπέταξε στο πάθος και στην αξία της υπεράσπισης όσα η ίδια έμαθε και εξέλαβε ως «Κράτος Δικαίου». Κι έτσι πορεύτηκε. Σεμνά κι αθόρυβα. Ωστόσο, με δύναμη, θάρρος, επιμονή.
Η Κατερίνα Ιατροπούλου σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή. Γι αυτό την αποχαιρετούμε με σεβασμό. Με συγκίνηση.
Υ.Γ.1. Η παράσταση «Η μοναξιά της Δύσης» παίζεται στο Θέατρο Αθηνών με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Νίκο Κουρή.
Υ.Γ.2. Η έκθεση «Ο Φώτης Κόντογλου και η επιρροή του στους νεώτερους» στο Μουσείο του «Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή» συνεχίζεται έως 12/12/2022.