Αποκριές έχουμε - Αποκριάτικα τραγούδια θα πούμε...
Χωρίς αιδώ και χωρίς να ερυθριούμεν…
Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΠΟΥΡΟΣ
Θυμάμαι και τι δεν θυμάμαι… Εκείνα τα χειμωνιάτικα απογεύματα, που τα βήματα της μνήμης ακολουθούν και με φτάνουν κοντά στα παλιά μου «παιδικά λημέρια»… Μαζί μ’ όλη την τότε ζωή που στριφογυρνά ασταμάτητα και καθορίζει το Είναι μου ως Ηπειρώτης και μάλιστα Τζουμερκιώτης. Οι αναμνήσεις αναμοχλεύουν στο νου και την ψυχή τις ημέρες και τις ώρες από τη γιορταστική Τζουμερκιώτικη ζωή κατά τις Αποκριές της Μεγάλης Σαρακοστής. Έρχονται και περνάν οι Αποκριές. Δεν λένε όμως να σταματήσουν οι θύμησες. Θύμησες και αναμόχλευση. Εικόνες, αναμνήσεις σύμφυτες με τη φτωχική, απλοϊκή και γραφική αχαμνοσύνη της μεταμφίεσης και της δράσης˙ της αποκριάτικης δράσης που τη συνόδευαν τα αστεία και τα πειράγματα. Και κυρίως τα τραγούδια.
Τα αποκριάτικα τραγούδια, όπως είναι γνωστό, είναι απόγονοι των τραγουδιών που τραγουδούσαν οι πρόγονοί μας σε όλες τις θρησκευτικές τελετές στην αρχαιότητα. Γιορτή ζωντανή, ελεύθερη και αθυρόστομη. Σ’ αυτές τις γιορτές το ανίερο και το βλάσφημο ταυτίζoνταν με το ιερό. Τα μυστήρια της Δήμητρας ήταν γύρω από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, ενώ τα μυστήρια του Διονύσου γύρω από τον αντρικό ερωτισμό. Όλες οι γονιμικές τελετές στηρίζονται στο σχήμα της συμπάθειας ή της ομοιοπαθητικής. Οι άνθρωποι δηλαδή επαναλαμβάνουν πράγματα που θα κάνει η φύση. Μιμούνται δηλαδή τη φύση. Επομένως όση καλύτερη η αποκριά, τόσο μεγαλύτερη η σοδειά. Όχι πως τα ήξεραν αυτά οι χωριανοί μου. Τα εφάρμοζαν όμως. Απαρέγκλιτα και με κάποια προστιθέμενη φαντασία. Τα έθιμα της Αποκριάς είναι ιδιαίτερα δεμένα με το τραγούδι. Και όχι με όποιο, όποιο τραγούδι.
Ευτράπελα και απολύτως σκωπτικά ήταν τα τραγούδια των μασκαράδων στις γειτονιές και τα κρασονυχτικά χωρατά και χαροκόπια. Όλοι οι μασκαράδες σε όλα τα σπίτια ήταν καλόκαρδοι, καλοπροαίρετοι και καλοδεχούμενοι.
«Γιάνναινα, Γιαννάκαινα, να μην πας στα Γιάννενα,
να μην πας για λάχανα και μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες και σου σ’κώσουν τις αρίδες,
να μην πας και για πουρνάρια και σου σ’κώσουν τα ποδάρια…»
(Σ’ ένα χωριό εδώ κοντά πάντρευαν τον Κατσαντά)
«τόταζαν και τα προικιά, πέντε κόσκινα κουκιά,
έναν τσάπο, έναν τράγο, έναν κόκοτο βαρβάτο.
–Δε χορεύεις, γέροντα, στου παιδιού μας τη χαρά;
-Δεν ακούς, μωρή γριά, πώς βροντάν τα λιόκια μου
σαν παλιοκολόκ’θα;»
Μιχάλη Χάρου, «Τζουμερκιώτικοι Δημοτικοί Αντίλαλοι»
ο παπάς ο θυμιατής, τον ακούμπησε μιανής.
Στο χωριό την τσάκωσε και την ετσαλάκωσε.
Ο παπάς απ’ τα Κουκούλια κυνηγούσε δυο βιτούλια.
Κυνηγούσε προσπαθούσε να τα πιάσει δεν μπορούσε.
Κει κοντά σ’ ένα χαντάκι πιάνει μια μικρή σαν ένα βιτλάκι.
Της τινάζει μια στα σκέλια ξεκαρδίστηκε απ’ τα γέλια.
«Το μ…ί στην κερασιά και ο π….ς από κάτω
χίλιες μετάνοιες έκανε μ…ί κατέβα κάτω».
«Μπροστινέ μου που χορεύεις,
να σε ιδώ να διακονεύεις
με τα τράινα τσιατσιούλια,
να μαζεύεις κομματσιούλια.
Τουμ – ταραρά, άι κιαρατά,
αύριο κι θα ιδείς.
Πώς χορεύουν οι γριές,
σαν τομάρια, σαν προβιές,
πώς χορεύουν οι παντρεμένες,
σα γομάρες ιγγλωμένες,
πώς χορεύουν τα παιδιά,
σαν κριάρια σαν τραϊά.
Πώς χορεύουν τα κορίτσια,
σαν αρνάκια, σαν κατσίκια». Μιχάλη Χάρου, «Τζουμερκιώτικοι Δημοτικοί Αντίλαλοι»
(Τσιατσιούλια: σακούλια, ντρουβάδια. Κουμματσιούλια: Μικρά και ξερά κομμάτια ψωμιού. Ξεροκόμματα. Ιγγλωμένες: ζωσμένες σφιχτά με τις ζώνες. Ίγγλες είναι οι ζώνες του σαμαριού στην κοιλιά και γύρω από το ζώο, για να κρατάνε το σαμάρι στη θέση του)
«Τη μάσκα θα σηκώσω κι όλα θα σου τα δώσω
όσα έχω εδώ κρυμμένα τά ‘χω καλά φυλαγμένα,
τα κρατάω όλα για σένα».
«Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ
και μού δώσαν μια γυναίκα που ‘τρωγε για πέντε δέκα.
Πρώτο βράδυ που την πήρα έφαγε μια προβατίνα
και το δεύτερο το βράδυ προβατίνα και γελάδι.
Βρε γυναίκα οικονομία τώρα που ‘ναι δυστυχία.
Άντρα μου θέλω φουστάνι γύρω γύρω μα γαϊτάνι
άντρα μου θέλω γοβάκια γύρω γύρω με φιογκάκια.
Άντρα μου θέλω βρακί γύρω γύρω με γαζί.
Βρε γυναίκα εγώ με σένα δεν βλέπω προκοπή.
Κι αρπάζω ένα ξύλο και την παίρνω γύρω γύρω.
Πάρε μια για το φουστάνι , άλλη μια για το γαϊτάνι,
πάρε δυο για τα γοβάκια πάρε κι όλα αυτά μαζί
για να βρεις βρακί στο μαγαζί».