Αποχαιρετισμός σ’ έναν αγαπημένο!

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας

Σπουδαίε άνθρωπε και μύστη του Λόγου, Σταύρο Ιντζεγιάννη!
Αγαπημένε μου, Σταύρο!

«Οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν […] ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ᾽ ἀπολήγει», δηλαδή, και των θνητών η γενεά των φύλλων ομοιάζει […] και των θνητών μια γενεά φυτρώνει κι άλλη παύει, έγραψε ο Όμηρος (Ζ 146), περιγράφοντας ξεχωριστά το πεπερασμένο της ζωή μας, αλλά και τη συνέχειά της χωρίς εμάς.

Όμως, όσο κι αν αυτό είναι αληθές, όσο κι αν προσπαθούμε να το αποδεχτούμε, όταν το φύλλο αποκολλάται από τον μίσχο του, η στιγμή είναι άβολη, όπως τώρα ο δικός σου αποχωρισμός. Και ξέρω πως, αν υπάρχει κάποια συνάφεια μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, θα με πειράζεις που με αρχαία λόγια ξεκίνησα τον αποχαιρετισμό σου! «Αμάν, με τ’ αρχαία σου!» θα λες, μόνο που εγώ δεν μπορώ να σ’ ακούσω, για να γελάσω -«μ’ αρέσει να γελάς» μου ’λεγες- και ν’ αρχίσουμε, όπως άλλοτε, σχετική συζήτηση. Για τούτο, αγαπημένε μου, ο αποχαιρετισμός μου, εκτός από θλίψη εκφράζει δημόσια και τη χαρά για τον φιλικό και πνευματικό δεσμό μας, ο οποίος δεν θα καταλυθεί από τη φυγή σου και θα διαρκέσει ώσπου και το δικό μου φως να σβήσει.

Το γνωρίζεις αυτό και μη σπεύσεις να με διορθώσεις για τη χρήση του ενεστώτα. Δεν πρόκειται για γλωσσικό βαρβαρισμό! Αφορά στην εξομολόγησή μου πως για μένα ήσουν, είσαι και θα είσαι παρών με τα λόγια που είπαμε, με τις ανησυχίες που μοιραστήκαμε, με τις λογοτεχνικές συζητήσεις που κάναμε, με τις πνευματικές μας συναντήσεις, με τα συναισθήματα που βιώσαμε, όλα, όμορφες ανθρώπινες στιγμές που είχαμε τη χαρά να ζήσουμε και οι συμπαντικές δυνάμεις δεν μπορούν να σβήσουν.

Για σένα θα γράψουν πολλοί, διότι το αποτύπωμά σου στην πνευματική ζωή της Πάτρας είναι μεγάλο! Όμως, εσύ, πολυγραφότατος ων, δεν έγραψες μόνο για την πόλη όπου πέρασες το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου. Πέραν άλλων θεμάτων, τα οποία πραγματεύτηκες σε διάφορα είδη λόγου που τίμησες με τη γραφή σου, έγραψες πολλά κείμενα για την Άρτα, την πόλη στην οποία γεννήθηκες και από την οποία έφυγες στην εφηβεία σου, αλλά πάντα επέστρεφες σ’ αυτή δια ζώσης και πιότερο μέσω της γραφής σου.

«Θέλω να συγκεντρώσω και να εκδώσω τα Αρτινά μου», μου έλεγες. Το ήθελες πολύ, αλλά δεν τα κατάφερες. Ίσως, το κάνουν κάποιοι άλλοι στο μέλλον. Όμως, δεν ξεχνώ τις σχετικές με την Άρτα συζητήσεις μας, αλλά κι όταν στο χωριό μου, στα ορεινά της Άρτας, βρισκόμουν, «πηγαίνετε στην πλατεία Κακαβά να πιείτε κανένα ουζάκι!», επέμενες. «Ξέρεις, εκεί, λίγο πιο πέρα ήταν το πατρικό μου! Περπατήστε και λίγο στη γειτονιά μου! Είναι ακόμα όμορφα εκεί!»

Στις συναντήσεις μας, συχνά, με ταξίδευες στην Άρτα της παιδικής και εφηβικής σου ηλικίας. Στη γειτονιά του Παντοκράτορα, στους πέριξ δρόμους, στους γονείς σου, στους φίλους που εκεί είχες, σε κείνους που διατήρησες, έως ότου ένας μετά τον άλλον έφυγαν από τη ζωή, αλλά κι ένα σωρό ευτράπελες ιστορίες με το ιδιότυπο χιούμορ σου μου αφηγούσουν.

Αγαπημένε μου, Σταύρο! Τον προηγούμενο χρόνο, με τη θέρμη ανθρώπου που η ψυχή του σπαρταρά για πνευματική δράση, μου είπες: «Μόλις συνέλθω κάπως, θα οργανώσουμε μια φιλολογική βραδιά αφιερωμένη μόνο σε σένα!» «Σε μένα;», απάντησα με συστολή. «Ναι, σε σένα, γιατί το αξίζεις!» Είπες κι άλλα… Όμως, ακόμα κι αν αυτή η βραδιά δεν πραγματοποιήθηκε, η δική σου αναγνώριση είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα και την κρατώ ως ακριβό φυλαχτό!

Αν διάβαζες όσα γράφω σ’ αυτό το κείμενο, θα μειδιούσες με το χαρακτηριστικό σου μειδίαμα και, όντας σεμνός, θα μου ’λεγες: «Τα παραλές!» Κι εγώ θ’ απαντούσα πως λίγα είναι αυτά που γράφω για σένα! Ελπίζω να μην πουν κι άλλοι πως τα παραλέω, αφού οι πολλοί συνηθίζουν να εγκωμιάζουν τους αποβιώσαντες, όπως σημείωσε κι ο Θουκυδίδης (2.45.1) -αχ! αυτοί οι αρχαίοι!-, διότι ό,τι γράφω το έλεγα κι όσο ήσουν κοντά μας.

Αγαπημένε μου, Σταύρο, δεν ξέρω αν η ψυχή σου τριγυρνά ακόμα σ’ αγαπημένες γωνιές της πόλης, περιφέρεται δίπλα σ’ όσους αγάπησες ή τράβηξε για λίγο μακρύτερα, ν’ αποχαιρετήσει την Άρτα σου. Δεν ξέρω, επίσης, αν θα μπορέσω να τηρήσω την υπόσχεσή μου πως θα ξανασυναντηθούμε κάποτε, για να συνεχίσουμε τις όμορφες και ενδιαφέρουσες συνομιλίες μας. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη. Πως ζήσαμε τη βεβαιότητα της αμοιβαίας εκτίμησης, της ειλικρινούς φιλίας και αγάπης κι αυτά δεν μπορεί να τα συλήσει ο θάνατος.

Αιωνία σου η μνήμη!