
της Χαρά Παπαβασιλείου
Αγαπητοί μου φίλοι, ο τίτλος του βιβλίου «Τα αδέσποτα» εκφράζει αυτούς που δεν έχουν δεσπότη, δηλαδή δεν ανήκουν σε κάποιον. Αλλά αυτός ο δεσπότης είναι κάποιος που θα μπορούσε να τους φροντίζει. Να είναι δηλαδή ο οδηγός τους στη ζωή: Αυτός είναι ο δεσπότης και ο αδέσποτος μοιάζει με τους άστεγους των Αθηνών ή τους Άθλιους του Βίκτορος Ουγκώ, ένα απ’ τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του οποίου ο ήρωας πέρασε δέκα εννιά χρόνια στη φυλακή για ένα καρβέλι ψωμί, που η πείνα τον ανάγκασε να κλέψει. Όπως καταλαβαίνουμε και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η έννοια του αδέσποτου συνδέεται και με της αδικίας.
Ωστόσο, στο άκουσμα της λέξης «αδέσποτα», ο νους μας πηγαίνει στα χαριτωμένα τετράποδα. Τα περιφερόμενα σε δρόμους ή σε πλατείες, σε ακάλυπτους πολυκατοικιών, χειμώνα καιρό, γυρεύοντας λίγη ζεστασιά, στο καπό, πάντως σιμά στη μηχανή των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Δίχως δεσπότη, άνευ ταυτότητας κι αυτά, αν κι ανάμεσά τους παρεισφρέουν κι επώνυμα, τα ταυτοποιημένα, σε περίπτωση απώλειάς τους, με τσιπάκι. «Ο ευρών αμειφθήσεται», διαβάζουμε σ’ εφημερίδες. Συγκινητικά ανθρώπινο! Είθε κάτι παρόμοιο να συνέβαινε και για τα χιλιάδες ορφανά του πολέμου. Πάντως ο Καποδίστριας, η πρώτη ενέργεια που έκανε, σαν ήρθε στην Ελλάδα, ήταν η περίθαλψη των ορφανών του πολέμου, βάζοντας υποθήκη την ακίνητη περιουσία του πατέρα του, για ν’ αντεπεξέλθει στα έξοδα.
Σήμερα οι δυνατοί της γης τα σκοτώνουν ανελέητα, με τα τελευταίας τεχνολογίας όπλα. Όσο για τα επιζήσαντα, τις οίδε σε ποιες ατραπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίου οργάνων τα ’χει καταδικάσει η μοίρα!…
Στις μέρες μας η αγάπη για τα ζώα περισσεύει, λες από τύψεις για την κακομεταχείρισή τους μια φορά κι έναν καιρό! Όταν στις παλιές γειτονιές τα παιδιά διασκέδαζαν, πετροβολώντας έναν γάτο, με δεμένο μάλιστα στην ουρά του, για περισσότερο μπούγιο, κι ένα τενεκεδάκι – o tempora, o mores! Σ’ ένα τέτοιο περιστατικό θεατής ο Μητσάκης, ένας απ’ τους δύο πιο ευαίσθητους – Γεώργιος Βιζυηνός ο δεύτερος – της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, με ιδιαίτερη αγάπη στα ζώα. Κι έξαλλος, άρχισε να πετροβολά τα άστοργα εκείνα παιδιά, εφαρμόζοντας το της Γραφής Ό συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις. Έτσι λένε βιογράφοι του πως εκδηλώθηκε η ψυχασθένειά του.
Ας μην ξεχνάμε και τον γύφτο με την αρκούδα ή τη μαϊμού, με το ντέφι και το καμτσίκι παραμάσχαλα. Από την ίδια ευαισθησία (του Μητσάκη) σπρωγμένος, ένας καλλιτέχνης της art street ζωγράφισε τον μικρούλη Άιλαν, που ’γινε γιγαντοαφίσα σ’ ένα σταθμό. Τον δείχνει σαν να κοιμάται αντί στης μάνας του την αγκαλιά, σε μια ακρογιαλιά. Εκεί κάποιος αστυνομικός βρήκε ξεβρασμένο το κορμάκι του με το κόκκινο μπλουζάκι και το μπλε παντελονάκι που του ’χε φορέσει η μάνα του για το ταξίδι που βούλιαξε μεσοπέλαγα. Ο αστυνομικός τον κράτησε ευλαβικά στην αγκαλιά του κι ένας φωτογράφος τράβηξε τις δυο φωτογραφίες – μια φωτογραφία χίλιες λέξεις, πόσω μάλλον δύο! Ας είναι αυτές οι γραμμές μνημόσυνο σ’ όλους τους Άιλαν και στα χιλιάδες δολοφονημένα από τους σύγχρονους Ηρώδηδες παιδιά της Γάζας. Δεν τους ταιριάζει η λήθη.
Ο ήρωας του διηγήματος «Τα αδέσποτα», που έδωσε και τον τίτλο «στο βιβλίο, γράφοντας στα παλαιότερα των παπουτσιών του τα του Ευαγγελίου, διασκέδαζε τη γεροντική του ανία πετροβολώντας γάτες, όσες τολμούσαν να παραβιάσουν το άσυλο της αυλής του. Υποχρέωνε την υπηρέτρια – το άλλο αδέσποτο, θύμα του Εμφυλίου – να του τις πηγαίνει φορτωμένη μια τσάντα γεμάτη πέτρες κι ανεβαίνοντας καμιά τριανταριά σκαλιά. Κι εκείνος καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα άρχιζε το δολοφονικό παιχνίδι του. Κάθε απόγευμα το ίδιο σκηνικό. Θεατές του δρώμενου, με πρωταγωνιστή το κακό αφεντικό και δευτεραγωνιστές γάτες και υπηρέτρια, γίνονταν οι ενοικιαστές των κάτω ορόφων, που …στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, μηδέ της αφεντιάς μου εξαιρουμένης, καθότι νοικιάζαμε το σπιτάκι του οικοπέδου.
Με είχε στοιχειώσει αυτή η εικόνα. Χρόνια την κουβαλούσα μέσα μου και μη έχοντας πώς αλλιώς ν’ απαλλαγώ απ’ το άχθος της, αναζήτησα τη λύτρωση καταφεύγοντας στη λογοτεχνία. Έτσι γράφτηκε το διήγημα «Τα αδέσποτα». Όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος αποκατάστασης της αδικίας εις βάρος των αδυνάτων από τους δυνατούς, η λογοτεχνία, η τέχνη γενικά, γίνεται το βήμα να πεις όσα υπαγορεύει η αλήθεια και η συνείδησή σου. Αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, να εκφράσεις το κοινό περί δικαίου αίσθημα.