Αφήγημα ταξιδιωτικών εντυπώσεων
ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
Μ’ έναν μολυβή ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μας υποδέχτηκε το Μάντσεστερ, σαν το συνοφρυωμένο παιδί που κλαίει, επειδή τα σύννεφα του κρύβουν τον ήλιο και τον ξάστερο ουρανό. Βαίνοντος και του φθινοπώρου προς τον χειμώνα, την επομένη της αφίξεώς μου αγόρασα και την ομπρέλα που μ’ αυτή σουβενίρ στην τσάντα μου επέστρεψα στην πατρίδα. Κι αμέσως ύστερα, με το θερμόμετρο να δείχνει κάτω απ’ το μηδέν, ένα κασκόλ στις διαστάσεις μονής κουβέρτας, κι ένα σκούφο. Ωστόσο σ’ αυτό το μουντό και παγωμένο τοπίο τα σπιτάκια στις αποχρώσεις του καφέ, με τα λευκά περιγράμματα στα παράθυρα, και με τις πόρτες κόκκινες, μαύρες ή πράσινες πίσω απ’ τις λουλουδάτες αυλές έμοιαζαν σαν ένα κάποιο χαμόγελο μέσα στη θλίψη.
Και στους οριζοντίως και καθέτως τεμνόμενους δρόμους μόνο το κράξιμο κάποιας κάργιας διέκοπτε τη σιωπή ή ο μονότονος ήχος της βροχής. Ούτε καν του αυτοκινήτου, που αθόρυβο κυλά πάνω στην άσφαλτο μη και ταράξει, λες, τον ύπνο των μακαρίων! Αντιλαμβάνεσαι έναν απεριόριστο, είναι αλήθεια, σεβασμό των Εγγλέζων στον άνθρωπο με το thank you ακόμα και στον άγνωστο, και την υπέρμετρη αγάπη στους τετράποδους φίλους τους. Φλεγματικοί κι εκείνοι προπορευόμενοι των αφεντικών τους πηγαίνουν πάνω στο πεζοδρόμιο με την τσόχινη φορεσιά τους, υπάκουοι στα κελεύσματα του λουριού τους. Στους λεωφορειόδρομους τα διώροφα μέσα συγκοινωνίας στην ώρα τους στον κάθε σταθμό παραλαμβάνουν κι αφήνουν επιβάτες, που χαλαροί κι ανεκδήλωτοι τραβούν για τις δουλειές τους στην ώρα τους κι αυτοί. Σαν ένα να ρολόι καλά κουρδισμένο κυλά η ζωή τους.
Η αγορά σαν το Κέρας της Αμάλθειας ξέχειλη από αγαθά όλων των ειδών στο κέντρο και στην περιφέρεια. Τα υλικά και τα πνευματικά στο μεγαλείο τους όπως και το εμπόριο. Εμπορεύσιμη και η γνώση για τους απ’ τα πέρατα της οικουμένης προστρέχοντες να πάρουν τα φώτα της, ιδίως οι νέοι με το μέλλον μπροστά. Βέβαια προηγείται του πνευματικού ο υλικός πολιτισμός. Νηστικό αρκούδι πώς να χορέψει; Μια αποικιοκρατική χώρα, όπως η Αγγλία, από όπου ξεκίνησε τον 18ο αιώνα η Βιομηχανική Επανάσταση με τη στυγνή εκμετάλλευση της εργατιάς, επόμενο ήταν να μεγαλουργήσει και στις δύο μορφές του. Δικαιολογημένη λοιπόν η προτεραιότητα των επισκέψεών μου σε μουσεία το Βιομηχανίας και Επιστημών. Ο εργάτης μπροστά ή πίσω απ’ τη μηχανή, προέκταση του χεριού του, μηχανή μιας απέραντης οδύνης που κατάντησε να μην έχει καμιά πλέον σημασία κι αυτός, όπως περιγράφει τον σύγχρονο άνθρωπο στην Αφήγησή του ο Σεφέρης.
Και στο αντίκρισμα των παιδιών που τα ’φεραν οι δάσκαλοι να δουν απτή την ιστορία του ανθρώπου, αναρωτήθηκα αν άραγε είπαν στους μαθητές τους οι δάσκαλοι για τα παιδιά που ήρθαν στον κόσμο μόνο και μόνο για να δουλεύουν ξυπόλυτα και νηστικά, ν’ αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν; Πρόωρα και οι φτωχοί γονείς, αφήνοντάς τα ορφανά στους πέντε δρόμους. Αν δεν….., μεγαλώνοντας ίσως τα βρουν στους Άθλιους του Ουγκώ ή σε κάποια άλλα βιβλία, όπως του Κάρολου Ντίκενς, που χάρη σ’ αυτά διασώζεται η μνήμη. Ευτυχώς γιατί αλλιώς θα ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Απ’ το χάραμα ως τη δύση γυναίκες, άνδρες και παιδιά ταγμένοι στο όραμα της αυτοκρατορίας. Πώς αλλιώς νομίζεις πως φτιάχνονται και γιγαντώνονται οι αυτοκρατορίες παρά με αίμα και κρουνό τον ιδρώτα! Κι όσο αυτές μεγαλώνουν, τόσο ο άνθρωποι ως οντότητες μικραίνουν. Μικραίνουν ωστόσο κι απ’ τους θύτες κι απ’ τα θύματα, γιατί κι ο θύτης κυριευμένος απ’ τα πάθη της αισχροκέρδειας και της απληστίας ευτελίζεται.
Οι σωροί του βαμβακιού – βαμβακόπολη έλεγαν το Μάντσεστερ, την πρώτη σε παραγωγή του πόλη της Αγγλίας –ξεκινώντας από μια μεγάλη πλατφόρμα, περνούσαν σταδιακά απ’ τη μια στην άλλη μηχανή επεξεργασίας, μετατρέπονταν σε νήμα σε όλες του τις διαστάσεις, για να καταλήξει στον βιομηχανικό αργαλειό όσο ήταν προορισμένο για ύφανση. Και πάντα κάποιος απ’ τους υπαλλήλους να εξηγεί το πώς και το γιατί. Και τη Σύρο με τα πολλά κάποτε κλωστοϋφαντουργεία την είπαν Μικρό Μάντσεστερ.
Κάποιες απ’ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του μουσείου εστίαζαν στην εικόνα του εργάτη και εκτός εργοστασίου. Έδειχναν το μπουλούκι απαλλαγμένο απ’ τα δεσμά της δουλειάς να πηγαίνει να τρυπώσει σαν τον αρουραίο στις ποντικοφωλιές που του ’χαν παραχωρήσει, για να ζει με το κεφάλι σκυμμένο. Κι αν κάποιος τολμούσε να το σηκώσει, το έκοβαν. Έτσι ακριβώς είχε συμβουλέψει τον Περίανδρο να κάνει κι δικός μας ο Πολυκράτης. Όταν ο τύραννος της Κορίνθου ζήτησε τη συμβουλή του πώς ν’ αντιμετωπίσει κάποιους που του είχαν σηκώσει κεφάλι, εκείνος δείχνοντάς του τα προεξέχοντα στον σιταγρό του στάχυα, του είπε πως μόνο αν τα ’κοβε θα απαλλασσόταν μια και καλή απ’ αυτά. Η αλήθεια είναι πως στους αγώνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας έχει χυθεί πολύ αίμα κι όσο ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να θεωρεί τον συνάνθρωπο προϊόν προς εκμετάλλευση κανένας αγώνας δεν τελειώνει.
Και βιβλιοθήκες, πολλές βιβλιοθήκες! Σε κάθε Δήμο λειτουργικές, επανδρωμένες με όλα τα μέσα της τεχνολογίας προς διευκόλυνση της πρόσβασης στη γνώση. Στο κέντρο του Μάντσεστερ οι δύο μεγαλύτερες. Η στρογγυλή – ξεχωρίζει από μακριά – και η άλλη ένα απ’ τα πολλά θεόρατα νεοκλασικά ή μη. Πολυώροφες και οι δυο με άφησαν έκθαμβη με την πληρότητα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κι ο κόσμος όλων των ηλικιών που διαβάζει! Στο δρόμο με τα πανεπιστήμια οι αχανείς αίθουσες βιβλιοθηκών ασφυκτιούν από φοιτητόκοσμο αφοσιωμένο στη μελέτη σ’ ένα περιβάλλον χωρίς τον παραμικρό ψίθυρο. Κι εντυπωσιασμένη απ’ τη μέριμνα του κράτους για τη σπουδάζουσα νεολαία, τουλάχιστον τον Εγγλέζο σπουδαστή, μου ήρθε στο νου το γνωστό Όλα είναι πληρωμένα κι ο μπαμπάς έχει για μένα.
Α, κατακαημένο Ελληνόπουλο, ο δικός σου τι έκανεγια σένα «μπαμπάς», ώστε να μην πετάξεις, ξενιτεμένο μου πουλί, κι αλλού κάνεις πατρίδα; Επιτέλους πότε θα καταλάβει πως το μεγαλύτερο κεφάλαιο εσύ είσαι και πως σ’ εσένα αν επενδύει τα λεφτά του θα πάει μπροστά το σπίτι που κουμαντάρει. Αλλιώς θα είσαι, Ελλάδα μου,η φλογέρα στα χέρια των εταίρων σου να παίζουν αυτοί κι εσύ να χορεύεις στο σκοπό που τους αρέσει.
Μεγάλη χώρα η Αγγλία με μικρή ιστορία – τον ενδέκατο μ.Χ αιώνα, με τη μάχη του Χάστινγξ (1066) ξεκινά – και η Ελλάδα μικρή, όμως η ιστορία της δυόμισι χιλιάδων ετών μοιάζει σαν ένα απ’ τα θαύματα του κόσμου, τόσο σπουδαία! Αντιστρόφως ανάλογη όμως η πορεία των δύο λαών στο γύρισμα των αιώνων. Τι κρίμα!
Σειρά είχε η ArtGallery. Δε γινόταν να φύγουμε, χωρίς να έχουμε επισκεφτεί τον ναό της τέχνης, ένα σύμπλεγμα τριών κτιρίων με τους ιωνικού ρυθμού κίονες στο προστώο της εισόδου και το αέτωμα, στοιχεία και τα δύο αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής. Μέσα σ’ αυτό στεγάζεται η δημοτική συλλογή της πόλης και έργα διεθνώς αναγνωρισμένα. Εκεί είναι που λες πως η ζωή χωρίς τέχνη κι ανθρωπιά είναι μηδέν. Κι εκεί ωσάν από θεού άρξασθαι η περιήγηση αρχίζει απ’ τις μετώπες – απομιμήσεις του Παρθενώνα. Αισθάνθηκα περήφανη! Τα γνήσια ελληνικά μάρμαρα κοσμούν την πρώτη όπως μπαίνεις αίθουσα του Μουσείου του Λονδίνου. Θυμός και περηφάνια με κυρίεψαν, όταν το επισκέφτηκα για πρώτη φορά. Δεν είπα: «Για δες πώς οι Άγγλοι μας τιμούν με τα κλεμμένα!»
Προσωπογραφίες ανθρώπων του στέμματος, ο θεσμός καλά κρατεί ακόμα. Αν κι ενίοτε παλαντζάρει επικίνδυνα, μην πεις κακιά κουβέντα στον Εγγλέζο για τη βασίλισσά του. Εγώ όμως θα πω, γιατί αρνήθηκε την απονομή χάριτος στον Ευαγόρα Παλικαρίδη, τον δεκαεπτάχρονο μαθητή που πήρε την ανηφοριά γυρεύοντας την απελευθέρωση της πατρίδας του απ’ την αγγλική κατοχή. Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια/ να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά, όπως έγραψε σ’ ένα απ’ τα ποιήματά του. Όταν μάλιστα τον «αντίκρισα» κρεμασμένο στην αγχόνη με ανοιχτή την καταπακτή κάτω απ’ τα πόδια του, τη μίσησα. Στα Φυλακισμένα μνήματα όπου βρίσκονται εννέα απαγχονισθέντες ήρωες της ΕΟΚΑ Α΄, μεταξύ των οποίων ο Καραολής και ο Δημητρίου, είναι κι ο Ευαγόρας θαμμένος.
Σκηνές απ’ την επίσημη κι απλή ζωή του Ηνωμένου Βασιλείου, πολέμου και ειρήνης απεικονίζουν έργα σπουδαίων ζωγράφων. Καταπράσινα πάρκα με πανύψηλα δέντρα, βελανιδιές, πλατάνια, ιτιές –πολλοί και πανέμορφοι αυτοί οι τόποι αναψυχής των Άγγλων –όπου σεργιανούν με τις φουντωτές ουρίτσες τους οι σκίουροι, πότε-πότε και καμιά αλεπού. Στο Ντίσμπουρι Παρκ,στα μικρά διαλείμματα της βροχής, απολαύσαμε τα παιχνίδια τους μαζί με των παιδιών στις σκόρπιες παιδικές χαρές. Ωστόσο θαλασσοκράτειρα χώρα η Αγγλία δεν μπορούσε να μην εμπνεύσει με το υγρό στοιχείο της τους καλλιτέχνες. Η θαλασσογραφία όμως του Τέρνερ καλύπτοντας μια ολόκληρη επιφάνεια τοίχου είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Ο Τέρνερ και ο Γκένσμποροου απ’ τους σπουδαιότερους τοπιογράφους ζωγράφους ξεχωρίζουν ανάμεσα σε άλλους ομότεχνούς τους επίσης σημαντικούς.
Ωστόσο ο πιο εντυπωσιακός πίνακας είναι του κόσμου. Η πολυχρωμία και η πανσπερμία του απ’ όλες τις φυλές της γης. Χάνεσαι μέσα του όπως και κάτω απ’ τα τεράστια κτήρια, που σε εκμηδενίζουν, ώσπου να χωθείς για να κρυφτείς απ’ τη βροχή και να την απολαύσεις με τον υπέροχο καπουτσίνο σου πίσω απ’ την τζαμαρία. Αξιοπρόσεκτες οι διαφόρων ειδών φυσιογνωμίες. Και οι γλώσσες των ανθρώπων γύρω σου σκέτη Βαβέλ! Πού και πού ανάμεσά τους υψώνεται σαν έπαρση σημαίας η ελληνική – λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή; – η σπουδαιότερη του κόσμου, υποστηρίζω, κι όσοι γνωρίζουν τη γλώσσα των Αγγέλων, όπως λέει ο ποιητής συμφωνούν μαζί μου.
Μ’ αυτές τις εμπειρίες, με τελευταία της επίσκεψής μας στο γήπεδο της Μάντσεστερ Γιουνάιτ,άφησα τη μεγαλύτερη μετά το Λονδίνο πόλη της Αγγλίας. Κι επέστρεψα στην πατρίδα μου λαχταρώντας το φως κάτω απ’ τον ήλιο της, τον ήλιο τον Ηλιάτορα, στο γαλάζιο της γης και τ’ ουρανού. «Φως! Περισσότερο φως!» είπε και ο Γκαίτε καθώς ξεψυχούσε.