
Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου της Παναγιώτας Π. Λάμπρη, «Το δικό μου ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ»
του Παναγιώτη Χαλούλου, συγγραφέα-εικαστικού
Δεν παύει να μας εκπλήσσει ευχάριστα η Παναγιώτα Λάμπρη, με την ανεξάντλητη έμπνευσή της, που μας προσφέρει άλλοτε ποίηση, άλλοτε διηγήματα και άλλοτε λαογραφικά κείμενα ή ταξιδιωτικές εντυπώσεις, όπως το νέο της βιβλίο «Το δικό μου Αγαθονήσι».
Το Αγαθονήσι είναι το βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων (σε ναυτικούς χάρτες απαντά και ως Γάιδαρος ή Γαϊδουρονήσι, λόγω του σχήματός του), και βρίσκεται ανατολικά – βορειοανατολικά από τους Αρκούς και νότια από τη Σάμο.
Σε προδιαθέτει ευχάριστα η συγγραφέας με την αναφορά στην ονομασία του νησιού: «…του οποίου το σχήμα, όπως αναφέρεται στη σελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, μοιάζει με γάιδαρο και γι’ αυτό παλιότερα ονομαζόταν Γαϊδουρονήσι ή Γάιδαρος! Όχι πως δεν αγαπώ τα συμπαθητικά γαϊδουράκια, όμως το Αγαθονήσι δεν μου θυμίζει γαϊδούρι, αλλά όμορφο χρωματιστό κοράλλι που επιπλέει στο αρχιπέλαγος!»
Μας πληροφορεί η συγγραφέας για τα πολλά όμορφα και θετικά που χαρακτηρίζουν το νησί, μεταξύ των οποίων μια από τις πρώτες διαπιστώσεις, την πρώτη βραδιά διαμονής στον οικισμό Καστράκι, ότι ο δημοτικός φωτισμός στους δρόμους όλου του νησιού τροφοδοτείται από ηλιακή ενέργεια και ακόμα το σύστημα αφαλάτωσης!
Απολαμβάνοντας το ντόπιο νόστιμο φαγητό:«…Είχαμε ακούσει πολλά για το πόσο νόστιμο είναι το κρέας και το τυρί του νησιού και τώρα τα γευόμασταν. Μάλιστα, όποιος έχει φάει τέτοιο κρέας και τυριά σε νησί γνωρίζει τη γεύση τους. Είναι εξαιρετική! Η υπαίθρια βόσκηση των ζώων, τα οποία τρώνε φυτά που τα έχει ράνει η θαλασσινή αλμύρα, τα κάνει ξεχωριστά και η μνήμη της γεύσης τα κρατά μαζί μ’ άλλες αναμνήσεις, όταν από τον τόπο που τα απόλαυσες φεύγεις και οι γευστικοί κάλυκες τ’ αναζητούν…»
Είναι γνωστή η βόσκηση των αμνοεριφίων των παραθαλάσσιων περιοχών δίπλα στη θάλασσα που τρώνε αρμυρίκια:«και τα τραγιά γιαλό-γιαλό / βοσκάνε τ’ άσπρο αλάτι»»γράφει ο Γιάννης Ρίτσος («Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»).
Ωραίες «ευτράπελες ιστορίες για ιερείς» αφηγείται ο κύριος Ευάγγελος, όπως εκείνη «που αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο ολοκλήρωσε κάποιος παπάς κήρυγμά του: “Αγαπητοί μου χριστιανοί! Η ζωή τ’ ανθρώπου κρέμεται σε μια κλωστή! Άμα σπάσει η κλωστή, τον παίρνει ο διάολος!”»
Άλλη εύθυμη ιστορία-αθώα φάρσα διηγήθηκε ο δήμαρχος: «– Το 1961-62, αν θυμάμαι καλά, άλλαξαν οι ταυτότητες σε μας, γιατί ήτανε πρώτα ιταλικές και μέχρι να γίνει η διαδικασία όλη, σιγά σιγά, βγάλαμε αυτές που υπάρχουν σήμερα. Ερχόντουσαν, λοιπόν, οι γιαγιάδες και φέρναν τις φωτογραφίες, για να τους βγάλουμε τα πιστοποιητικά και να πάνε στην αστυνομία να πάρουν τις ταυτότητες…
»Έτσι, όταν έφερε η γιαγιά μου τις φωτογραφίες για την ταυτότητα, θέλοντας ο πατέρας μου να την πειράξει καλοπροαίρετα-πεθερά του ήταν-έπιασε τη φωτογραφία και γύρισε το πάνω κάτω. Τότε, του λέει η γιαγιά, “Κώστα, τι κοιτάζεις στη φωτογραφία;” Αυτός επίτηδες καθυστερούσε, για να του δώσει η γιαγιά αφορμή και της λέει, “Ποιος σ’ έβγαλε φωτογραφία;” “Κώστα, γιατί με ρωτάς;” “Καλά, δεν είδες τη φωτογραφία που σ’ έχει ανάποδα;” “Κώστα, για να τη δω λίγο!” Της τη δίνει ο πατέρας μου με το κεφάλι προς τα κάτω και την κοίταζε και χτυπιότανε κι άρχισε και τον έβριζε… “Στραβομάρα είχε ο βλάκας, μ’ έχει βγάλει ανάποδα, πάνω κάτω,…”, χωρίς να υπολογίζει ότι γινόντανε πολλές κασκαρίκες στο νησί κι από τους πιο παλιούς, η γιαγιά ήτανε πριν το 1900 γεννημένη.»
Απορούσα συχνά πώς η Παναγιώτα Λάμπρη μετά από τα ταξίδια της θυμάται και περιγράφει τόσες και τόσες λεπτομέρειες που αφορούν στον τόπο, στα διάφορα τοπόσημά του, σε πολιτισμικά στοιχεία, γλωσσικά, εθίμων λαϊκών, τοπικών φαγητών και άλλων προϊόντων, αλλά η ίδια δίνει την εξήγηση, προνοητική ούσα κυκλοφορεί πάντα με ανάλογο εξοπλισμό:«Εγώ, με το μπλοκάκι μου ανά χείρας-τι συνήθεια κι αυτή!-σημείωνα λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς, ενώ με κάθε ευκαιρία ρωτούσα να μάθω όχι μόνο αυτές που η ρύμη του λόγου έφερνε, αλλά κι άλλες. Έτσι, έμαθα κείνο το βράδυ πως “βουλίζω” σημαίνει γκρεμίζω και “βούλισμα” γκρέμισμα, “ζωντοκρένομαι” φυτοζωώ, “κουλουμπούσα” κολυμπούσα, “σκουπούσα” σκούπιζα, “κιαλάρω” παρακολουθώ, “τσουκάλια και μπηλίνια” είμαι σε πλήρη απραξία, και “μυία”, όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα, μύγα!»
Η Παναγιώτα Λάμπρη λοιπόν λειτουργεί ως ταξιδιώτης και όχι ως τουρίστας, συναναστρέφεται και συνομιλεί με τους ντόπιους, εμπιστεύεται το ένστικτο και τις συμβουλές τους. Το ταξίδι γι’ αυτή είναι τρόπος ζωής και η αναζήτηση εμπειριών προέχει, ζει τον τόπο, παρατηρεί και προσπαθεί να ενσωματωθεί στην κοινωνία του τόπου.
Πλήθος πληροφορίες μάς προσφέρει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ακόμα και ντόπιες συνταγές μαγειρικής, όπως για το γεμιστό κατσικάκι στο φούρνο και μας ενημερώνει:«Τα γράφω αυτά μη και κάποιος που το κείμενο αυτό πέσει στα χέρια του, θελήσει να τα μαγειρέψει! Μπορεί και όχι, αλλά ό,τι κι αν προκύψει, οι γεύσεις ετούτες αποτελούν μέρος της γαστρονομίας του νησιού, άρα και της ταυτότητάς του.»
Μας γνωρίζει τα γραφικά γαλανόλευκα ξωκκλήσια και τα σχολεία του νησιού, τις σπηλιές με τις καταβόθρες, που «βότσους» αποκαλούν οι ντόπιοι, τους οικισμούς Μεγάλο χωριό, Μικρό χωριό, περιηγείται στο Καστράκι, όπου οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως εργαστήριο κεραμικής, αλλά και πορφύρας, ακριβής κόκκινης βαφής από κοχύλια, και ακόμα μελισσώνα με μεγάλο αριθμό πήλινων κυψελών, σπουδαίες δραστηριότητες των κατοίκων της αρχαίας Τραγαίας, όπως ήταν το πρώτο όνομα του νησιού.
Εκτιμώ ιδιαίτερα το λογοτεχνικό ύφος της Παναγιώτας Λάμπρη στα πεζογραφήματα, διηγήματα ή μυθιστορήματα, αλλά απολαυστική είναι η γραφή και ο λόγος της στα ταξιδιωτικά κείμενά της.Αφηγήσεις από την κυρα-Βαγγελιώ για τη ζωή τον παλιό καιρό διαβάζουμε, λαογραφικά στοιχεία πολύτιμα, ενδιαφέροντα, για δραστηριότητες που τείνουν να λησμονηθούν ενός κόσμου που λίγα άτομα εν ζωή ακόμα θυμούνται, σχεδόν άγνωστες στις νεότερες γενιές.
«…Αυτό σου λέω, κόρη μου, ότι όλα αυτά χαθήκανε. Πώς πολεμούσε ο κόσμος, πώς άλεθε… Εκεί που πήγατε, τα πρώτα χωράφια είναι δικά μας. Τα οργώναμε και τα σπέρναμε με βόδια, με μουλάρια,… δεν είχαμε άλλα μέσα… Τότε δεν ταΐζαμε με ζωοτροφές τα ζώα, τρώγαν έξω στο βουνό… Τώρα, ούτε πίτες δεν φκιάχνουν, μόνο λίγοι, – είναι του εμπορίου λένε – αλλά και για να φκιάξεις πρέπει να ξέρεις. Όμως, γιατί δεν το κάνεις; Να ξέρεις τι θα φας. Αλλά και με την πυτιά διατηρείται καλά το τυρί. Τώρα και στο ψυγείο, χαλάει σε λίγες μέρες…».
Μαγεμένη η συγγραφέας από τις ομορφιές και την καθαριότητα και ευταξία του δημόσιου χώρου του νησιού, αλλά και των μικρότερων νησίδων κοντά, στους Αρκιούς, γράφει: «Θαυμασμό, συγκίνηση και μεγαλείο ένιωσα για όλα αυτά… Στ’ αλήθεια, αν χρειαζόταν να κοστολογήσω αυτές τις στιγμές, θα είχαν υψηλή τιμή, αν κι εμείς ανέξοδα τις απολαμβάναμε!»
Το βιβλίο κοσμείται με αρκετές φωτογραφίες που απεικονίζουν ομορφιές του νησιού, παραλίες, αρχαιολογικό χώρο και ευρήματα, εκκλησάκια, άνθη, νησιώτες σε εργασίες και άλλες δραστηριότητες, όπως ψήσιμο γλυκών, πιτών σε παραδοσιακό φούρνο και παρασκευή τυριών (τοπικά προϊόντα), ψαράδες με τα δίχτυα τους, μουσικούς και χορευτές που διασκεδάζουν σε πανηγύρι, την Αναστασία, φίλη εκπαιδευτικό, που την εγκάρδια φιλοξενία της και τα πλούσια γεύματα που ετοίμαζε απόλαυσε η συγγραφέας με το σύντροφό της, αλλά και άλλα πρόσωπα αναφερόμενα στις αφηγήσεις, άτομα που πρόσφεραν πολλά στην ανάδειξη και ανάπτυξη της κοινότητας στο Αγαθονήσι, όπως ο δήμαρχος, ή πρόσφεραν ιστορίες με αφηγήσεις τους, που μεταφέρθηκαν γλαφυρότατα στις σελίδες του βιβλίου και μάλιστα με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής.
Το βιβλίο αποτελεί για τη συγγραφέα μια κατάθεση ψυχής για εκείνο τον μικρό, ακριτικό τόπο (σημειώνει επιλογικά κλείνοντας το βιβλίο: «Τώρα που ολοκληρώνω ό,τι έγραψα για κείνον τον μικρό, ακριτικό τόπο, νιώθω πως η ψυχή μου γαλήνεψε! Δεν γνωρίζω αν αξιωθώ να επιστρέψω κάποια στιγμή σ’ αυτόν, αλλά ό,τι έγραψα ας είναι μια ελάχιστη απόδειξη της αγάπης μου και της αέναης πνευματικής και ψυχικής επιστροφής μου»), ένα ολοκληρωμένο ταξιδιωτικό οδηγό, πολύ καλύτερο και ποιοτικότερο από ό,τι μπορεί κανείς να διαβάσει, στο διαδίκτυο συνήθως με ταξιδιωτικές οδηγίες, αν σκέφτεται να επισκεφθεί τα νησάκια μας αυτά τα ακριτικά, ψηλά στο χάρτη, στα βόρεια των Δωδεκανήσων. Το γράφει άλλωστε μια άξια λογοτέχνης και όχι ένας ταξιδιωτικός πράκτορας που διαφορετικούς στόχους θα είχε και, βεβαίως, συμφέροντα από την προσέλκυση τουριστών!…
Στην εποχή μας, που ομολογουμένως χαρακτηρίζεται από ατομισμό, κάποιοι θυμούνται την αλληλεγγύη που χαρακτήριζε τα παλιά χρόνια τις μικρές κοινωνίες, όπως στο μικρό Αγαθονήσι, και μια τέτοια περίπτωση ανθρωπιάς και συμπαράστασης σε ένα στρατιώτη που υπηρετούσε στο νησί αφηγήθηκε η 98χρονη γιαγιά Μαρουδιώ:
«…Και θυμάμαι μια φορά που πέθανε η μάνα ενός και δεν είχε τα χρήματα, για να πάει στην κηδεία της, μαζέψαμε εδώ, κι εγώ έδωσα, για να πάει το παιδί να χαιρετίσει τη μάνα του! Έτσι έκανε ο κόσμος τότε… Ο ένας σύντρεχε τον άλλον, δεν κοίταζε μόνο τον εαυτό του!» Πόση ομορφιά φανερώνει ο λόγος της και η συγκινητική χειρονομία της και των συγχωριανών της!
Θαυμάζει η Παναγιώτα Λάμπρη τη συμφιλίωση με τον επερχόμενο θάνατο που δείχνουν να έχουν καταφέρει πολλοί υπέργηροι, όπως και η γιαγιά Μαρουδιώ:
«-Θα ξανάρθετε πάλι;
– Μπορεί, του χρόνου…
– Άμα ξανάρθετε, θα ’μαι στην ασπροκοκαλιά!
– Τι είναι η ασπροκοκαλιά;
– Την ασπροκοκαλιά δεν ξέρεις; Άπαπα!
– Δεν τη λέμε αυτή τη λέξη, εμείς…
– Δεν σπούδασες καλά, φαίνεται! Ο νεκροταφείος είναι η ασπροκοκαλιά!
– Α! έτσι το λέτε;
– Από τα κόκαλα τ’ άσπρα!
– Εγώ νομίζω δεν θα ’σαι κει! Εδώ θα ’σαι και του χρόνου, γιατί έχεις τη διάθεση να ζήσεις!
– Δόξα σοι ο Θεός μέχρι εδώ! Αλλά γριά γυναίκα είμαι… κάποτε θα πεθάνω…»
Το βιβλίο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη «Το δικό μου ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ» κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο (e-book) στην παρακάτω διεύθυνση:
