Βλαχέρνα: Το σκάνδαλο που αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της διαχείρισης απορριμμάτων

Της Λουΐζας Σκούρα*

Η υπόθεση της ταφής «μετονομασμένων» ζωικών αποβλήτων στον ΧΥΤΥ Βλαχέρνας δεν είναι μια τεχνική αστοχία στη δημόσια διοίκηση. Είναι ένα ολοκληρωμένο πολιτικό και περιβαλλοντικό σκάνδαλο, που απογυμνώνει τις παθογένειες του σημερινού μοντέλου διαχείρισης απορριμμάτων: αδιαφάνεια, εργολαβικές προτεραιότητες, θεσμικό κατακερματισμό και κοινωνίες που μαθαίνουν τις αποφάσεις αφού έχουν ήδη ληφθεί.

Η αφετηρία βρίσκεται στην πυρκαγιά της 17ης Οκτωβρίου 2025 σε μεγάλη μονάδα κατεψυγμένων στην Κέρκυρα. Εκατοντάδες τόνοι ζωικών υποπροϊόντων έμειναν πίσω σε αποσύνθεση, με σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη απόφαση του Υπουργείου Περιβάλλοντος για τη διαχείρισή τους εκδόθηκε έπειτα από περίπου τρεις εβδομάδες — όταν ήδη μεγάλο μέρος των αποβλήτων είχε μεταφερθεί άτυπα και χωρίς θεσμικό έλεγχο.

Το δεύτερο επεισόδιο εκτυλίχθηκε στη Φιλιππιάδα, όπου φορτηγά ξεφόρτωσαν τα υπολείμματα σε μονάδα δίπλα στον ποταμό Λούρο. Εκεί θάφτηκαν πρόχειρα, χωρίς άδεια και χωρίς κανένα πρωτόκολλο προστασίας περιβάλλοντος. Οι εικόνες και τα ρεπορτάζ που ακολούθησαν, μαζί με συλλήψεις, επιβεβαίωσαν ότι μιλάμε για μια ωμή περιβαλλοντική παρανομία.

Ακολούθησε η απόπειρα «επανανομιμοποίησης» του προβλήματος: τα απόβλητα ξεθάφτηκαν, υποτίθεται ότι αδρανοποιήθηκαν και στη συνέχεια επανακωδικοποιήθηκαν, από αυστηρά ρυθμιζόμενα ζωικά υποπροϊόντα σε… «δημοτικά απορρίμματα». Αυτό το σημείο αποτελεί την καρδιά του σκανδάλου. Η αλλαγή κωδικού δεν είναι γραφειοκρατική λεπτομέρεια — είναι ο μηχανισμός με τον οποίο ένα απαιτητικό και ακριβό φορτίο μετατρέπεται σε κάτι φθηνό για τον ρυπαίνοντα και επικίνδυνο για την κοινωνία που θα το υποδεχτεί.

Με βάση αυτή τη «μεταμόρφωση», τον Δεκέμβριο ξεκίνησε η μεταφορά 300–400 τόνων στον ΧΥΤΥ Βλαχέρνας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του Δήμου Αρταίων. Η ολιγόωρη αντίδραση του δήμου —το μπλοκάρισμα της εισόδου με απορριμματοφόρα— συνοδεύτηκε από εξίσου γρήγορη υπαναχώρηση. Στο μεταξύ, το θέμα έφτασε στη Βουλή, με ερωτήματα για το ποιος και με ποια κριτήρια έδωσε τον νέο κωδικό ΕΚΑ και πώς είναι δυνατόν υλικά που ξεκίνησαν ως ζωικά υποπροϊόντα να αντιμετωπίζονται ως απλά αστικά σκουπίδια.

Το υπόβαθρο αυτής της ιστορίας δεν είναι τεχνικό• είναι πολιτικό. Η ΜΕΑ Ηπείρου λειτουργεί με ΣΔΙΤ: εγγυημένα έσοδα και κέρδη για τον ιδιώτη, υψηλό κόστος για τους δήμους. Ο ΦΟΔΣΑ, ο φορέας που διαχειρίζεται τον ΧΥΤΥ, λειτουργεί ως δίαυλος εργολαβικών και μεταφορικών συμβάσεων, όχι ως ανεξάρτητος θεματοφύλακας του δημόσιου συμφέροντος. Όταν, λοιπόν, προκύπτει ένα φορτίο δύσκολο και ακριβό, το κίνητρο είναι ξεκάθαρο: να φύγει από μπροστά με τον φθηνότερο τρόπο, όχι με τον ασφαλέστερο.

Αυτό εξηγεί γιατί ο ΦΟΔΣΑ εμφανίζεται να στηρίζεται περισσότερο στα «σωστά χαρτιά» παρά στην ουσία. Εξηγεί επίσης την κρίση εμπιστοσύνης στην τοπική αυτοδιοίκηση, με δημάρχους να μιλούν για θεσμικές παρακάμψεις και να εξετάζουν μέχρι και προσφυγές σε ευρωπαϊκά δικαστήρια. Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι ο Δήμος Αρταίων —ο δήμος που φιλοξενεί τον ΧΥΤΥ— αναγνωρίζει ότι έχει περιορισμένη αρμοδιότητα στον έλεγχο του τι θάβεται στο έδαφός του. Στην πράξη: εισπράττει τα δημοτικά τέλη για να πληρώνονται οι ΣΔΙΤ, αλλά δεν έχει αποφασιστικό λόγο για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντός του.

Την ίδια ώρα, παραμένουν ανοιχτά τρία κρίσιμα ερωτήματα:
Ποια είναι η πραγματική σύσταση των αποβλήτων; Έχουν γίνει ανεξάρτητες αναλύσεις;
Επιτρέπεται η ταφή τους βάσει αδειών; Ή ο ΧΥΤΥ μετατρέπεται δια της πλαγίας σε χώρο γενικής διαχείρισης κρίσεων;
Ποιος θα παρακολουθεί μακροπρόθεσμα τις επιπτώσεις; Και ποιος θα πληρώσει την αποκατάσταση αν αποδειχθεί ότι η ρύπανση είναι βαθύτερη;
Η απάντηση «υπάρχουν τα νόμιμα χαρτιά» δεν αρκεί. Δεν αρκεί για το περιβάλλον, δεν αρκεί για την κοινωνία, δεν αρκεί για μια δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της.
Η υπόθεση Βλαχέρνας είναι προειδοποίηση. Όσο η διαχείριση απορριμμάτων λειτουργεί με όρους αγοράς και όχι δημόσιας πολιτικής, όσο οι θεσμοί λογοδοτούν περισσότερο στους αναδόχους παρά στους πολίτες, τόσο οι τοπικές κοινωνίες θα αντιμετωπίζονται ως φθηνές «πίσω αυλές».
Το αντίδοτο δεν είναι η οργή της στιγμής, αλλά η διαρκής, τεκμηριωμένη και συλλογική διεκδίκηση. Όχι άλλες αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες. Όχι άλλη ταφή προβλημάτων κάτω από το χώμα.
Η Βλαχέρνα δεν είναι χώρος υπολειμμάτων. Είναι ζωντανός τόπος — και οι πολίτες του έχουν δικαίωμα να το πουν δυνατά.

*Η Λουΐζα Σκούρα είναι Αγρονόμος και Τοπογράφος Μηχανικού MSc
Μέλος Π.Γ. και ΚΕ του ΜέΡΑ25