Γράμμα από τη Μελβούρνη
Μήπως;
Του Χρήστου Νιάρου
Πάντοτε κάτι θα ξεφεύγει από του χρόνου τον κύκλο και τις εποχές του. Ετσι θα πέφτει στην αντίληψη μας κάτι που έχουμε ξεχάσει, κάτι που δεν του δώσαμε την δέουσα σημασία αλλά και κάτι που μας έδωσε και πήρε χρόνο. Γυρνάει ο χρόνος, γυρνάμε και μεις.
Πιό σωστά γερνάμε. Οπως και νάχει όμως, θέλουμε να τα έχουμε καλά μαζί του. Όλο θέλουμε και όλο ελπίζουμε στην καλή του διάθεση αλλά και στην στιγμή που θα μας βρεί και νάχουμε την υγειά μας, πρώτα από όλα. Του χαμογελάμε, μας χαμογελάει, μουτρώνουμε, μουτρώνει. Λες και είναι η άλλη πλευρά του καθρέφτη μας. Του πρωινού, του νυχτερινού δρομολογίου των ωρών και των δευτερολέπτων. Ο καθένας και η καθεμία το βλέπει από την δικιά του την μεριά. Ολες οι μεριές και ολα τα μέρη – και του λόγου και των τόπων – δεν είναι ούτε ίδια ούτε και διαφέρουν και πολύ όταν τα βιώνεις με το μεδούλι και τον ιδρώτα σου. Και ο κύκλος της ζωής, οπως και πολλά πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις, άλλοτε μικραίνει άλλοτε κλείνει και άλλοτε ξανανοίγει. Άρα λοιπόν, αυτή η σχετικότητα είναι αυθαίρετη και δεδομένη.
Λέμε στον άλλον αν εχει χρόνο, να μας ακούσει και να μας δει. Λέμε στον άλλο εσύ δεν άλλαξες και ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω σου ή από δίπλα σου. Λέμε και λέμε, και ο χρόνος κυλάει, τρέχει, κινείται, επιμένει, υπομένει. Λες και είναι σαν και εμάς τους δίποδους και εχει αυτιά να μας ακούσει. Να μας συμβουλέψει. Να μας γιατρέψει. Ο χρόνος θα δείξει και θυμάσαι τότε που σου τα έλεγα αλλά και τα ρολόγια σταματάνε όταν σε βλέπουνε, είναι μερικές από τις προτάσεις που συμπληρώνουν τις μικρές μας συνομιλίες. Γιατί με τα χρόνια αλλάζουν πολλά. Και τα ρολόγια και τα κορόιδα είναι τα μόνα που δουλεύουν ; Αναρωτιέμαι και κανένα ημερολόγιο δεν μου δίνει μια εξήγηςη. Μάλλον θάναι από την κούραςη του ωραρίου, του επαναλαμβανόμενου . Πάμε όμως παρακάτω και σε άλλες καταναλώσεις προσεγγίσεων.Οι συνομιλίες λοιπόν συνεχίζονται εκεί ακριβώς του χαθήκαμε. Που τα είπαμε και μετά τα είπαμε φευγαλέα. Οι συνομιλίες όταν μας ξαναβρίσκουν και μας χαιρετούν φτιάχνουν αλλιώς τις συνταγές της στιγμής. Αλλοτε εγκάρδια αλλοτε τυπικά, άλλοτε… Οπως άλλοτε. Τώρα ζούμε ψηφιακά και πρέπει – τι μονάδα μέτρησης και αυτή – να μαστε μέσα στην εποχή και στις εξελίξεις. Αλλιώς θα περάσει ο χρόνος άδοξα. Γιατί για την δόξα του χρόνου, την ταχύτητα και για τις πολλές πληροφορίες γίνεται ολόκληρη κουβέντα. Το πότε το είπες, πως το είπες, και γιατί έτσι και γιατί αλλιώς, τώρα, πέραν του οτι φαντάζει χθεσινό ήδη με το που ειπώθηκε παίρνει και περνάει από χίλια και μύρια κύματα. Σαν εκείνο το παιδικό παιχνιδάκι, που το λέγαμε χαλασμένο τηλέφωνο. Και του ψου ψου, από αυτί σε αυτί ακουγόνταν και μεταφερόνταν αλλιώς. Οχι δεν το είπα έτσι, ούτε έτσι κάπως εκει πλησιάζει οτι είπα. Με το χρόνο να περνάει, σαν παιγνίδι με διαφορετικά ρολόγια και δείχτες και τρόπους, είναι πιά οι αναμετρήσεις μας. Να προλάβουμε τον καιρό. Λες και είναι μια ομολογία ήττας, όταν ακούμε δεν πρόλαβε, δεν κατάλαβα και παει λέγοντας. Και ο καιρός του τώρα ; Τι καιρό κάνει σε αυτή την γειτονιά, στο τοίχο ή στο χέρι έστω του τώρα. Σε αυτό τον ενεστώτα, που ζούμε και ζει και ο χρόνος μαζί και δίπλα, ποιός χτυπάει την πόρτα
Ή το παράθυρο ; Ακόμη και η σιωπή προχωράει πιό μπροστά από μας. Κάποια στιγμή φαντάζομαι οτι όσο κοιτάμε αυτό το επαναλαμβανόμενο τικ Τάκ, κάπου θα γίνεται βαρετό. Μπορεί και ανώφελο, αφού ολοι το γνωρίζουμε, οτι ο χρόνος κοιτάει μπροστά. Αναρωτιέμαι εκεί που κοιτάει έχει ρολόι ; Ή δεν έχουμε την ίδια ώρα. Εσυ, λοιπόν τι ώρα έχεις ή τι ώρα σε βολεύει να τα λέμε ψηφιακά, εννοείτε. Γιατί από κοντά, κομμάτι δύσκολο το βλέπω.
Τώρα θα μου πεις, κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Αφού όλοι είμαστε πολυάσχολοι με τα δικά μας και δεν κοιτάμε τι γίνεται γύρω μας πως να βρεθούμε ; Και που και πότε ; Ακόμη και ο περαστικός που σε ρωτάει συγνώμη μήπως έχεις ώρα, με ένα μήπως ξεκινάει την κουβέντα. Άντε και πιό διαφορετικά. Μήπως σου βρίσκεται ώρα ; Και ο χρόνος κυλάει. Αλλιώς κυλάει στις πόλεις και αλλιως´ στο χωριό. Εκεί, ο χρόνος οσο αργόσυρτα να πηγαίνει και άγνωστος νασαι θα σε κεράσει ο αέρας και οι εποχές. Με ότι έχει, τα μονοπάτια είναι γειτονιές και τα δέντρα λεπτοδείχτες. Υποκειμενικά ο χρόνος έχει τα δικά του γυρίσματα και αγωνίες και ομορφιές. Άρα – ακόμη ένα συμπέρασμα, που συνεχώς αναιρείται -και ο χρόνος θέλει τον χώρο του και την λαλιά του. Δεν είναι εξιδανίκευση, ούτε νοσταλγική στιγμή. Είναι σαν να λες, πότε τα μαζεύεις και φεύγεις από του χρόνου, τα χθεσινά και τα παρόντα χνώτα του. Είναι και αυτό ένα ερώτημα, μέσα στα πολλά των πληροφοριών που μας κατακλύζουν. Η φυγή από το χρόνο είναι πρωτίστως φυγή από τον εαυτό μας. Αλλάζεις τον τροπο που βλέπεις να περνάει του χρόνου η παρέλαση και αναλόγως στρίβεις το κεφάλι σου. Αν αξίζει εννοείτε.
Βήματα πολλά, σκέψεις περισσότερες ή λιγότερες υπάρχουν και ψάχνουν και ερωτήματα και απαντήσεις. Αλλωστε και το πότε – θα γίνει αυτό ή το άλλο ή πότε θα τα πούμε – δεν έχει, εικάζω την απάντηση μόνο στο που – σε αυτό το σημείο, εκεί, εδώ – αλλά και στο γιατί – να βρεθούμε, εκει, εδώ – που παραμένει συνεχώς αναπάντητο. Που σημαίνει συνεχώς το πλησιάζουμε. Ολα αυτά γράφονται παραλιακά στο εδώ καλοκαίρι της μελβούρνης, χωρίς ρολόι στο χέρι και το κινητό απενεργοποιημένο. Προφανώς η εικόνα που βλέπω αγοράζει το χρόνο μου και με την δωρέαν συναλλαγή της καλής διάθεσης ταξιδεύει. Για άλλους είναι χρήμα και για άλλους ειναι χρώμα. Η κουβέντα όταν μονολογεί δεν σταματάει. Αλλιώς ο χρόνος της μνήμης και αλλιώς των αναμνήσεων. Υπάρχει εκεί αντικειμενικότητα ; Ακούει κανείς ; Ή όλοι σιωπούμε ; Ο ορίζοντας λοιπόν αφηγείται ιστορίες με του ωκεανού τα κύματα. Αυτό που φαίνεται και αυτό που ζω είναι μια ακόμη αφορμή ταξιδιού.Ελπίζω δε, να μην σαν πήρα χρόνο.