«Δίκαιο-πολιτικά Ερανίσματα»

ΜΙΑ ΚΑΧΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (με αφορμή τις υποκλοπές)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου, Δικηγόρου

Τίτλος εν μέρει δάνειος. Ανήκει στον πρόωρα χαμένο Ηλία Νικολακόπουλο (βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, κόμματα και εκλογές 1946-1967, εκδ. Πατάκη 2013) και την θεώρηση του για την δόμηση του μετεμφυλιακού κράτους στην Ελλάδα υπό το πρίσμα της ιστορικής συγκρότησης των πολιτικών παρατάξεων , την δράση των πολιτικών κομμάτων και τις περιοριστικές συνθήκες λειτουργίας αυτών.
Μονοπώλησε – και μονοπωλεί – την επικαιρότητα, ως προς τον χαρακτήρα και την ποιότητα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τις αποκαλύψεις των τηλεφωνικών υποκλοπών και την ευθεία αμφισβήτηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, όπως αυτά καταγράφονται, υιοθετούνται και προστατεύονται στον Συνταγματικό μας χάρτη.
Η υπόθεση είναι γνωστή. Ήλθε εντυπωσιακά στην επικαιρότητα με την μηνυτήρια αναφορά του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του, παραβίαση την οποία πρώτα εντόπισε η αρμόδια επιτροπή της Ευρωβουλής. Έκτοτε οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες.

Προηγήθηκαν οι παραιτήσεις του Γραμματέα του Πρωθυπουργού και του Διοικητή της ΕΥΠ, οι αμήχανες έως εξοργιστικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, η θεσμική αντίδραση του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για την σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής και την σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, η συζήτηση στο Κοινοβούλιο σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών.
Είχαν δε προηγηθεί οι από εξαετίας διαμαρτυρίες και τα διαβήματα του ΚΚΕ για τα περιστατικά «συνακροάσεων» που εντοπίστηκαν στην κομματική έδρα των γραφείων του, ενώ ένα από τα τελευταία επώνυμα θύματα τηλεφωνικής υποκλοπής είναι και ο οικονομικός συντάκτης Θ. Κουκάκης.
Η πολιτική θύελλα ήταν αναμενόμενη. Το διακύβευμα για την ποιότητα και τις αντοχές της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας τεράστιο. Οι αντιδράσεις του νομικού κόσμου αναμενόμενες έως και προβλέψιμες. Έγκριτοι συνταγματολόγοι και νομικοί (βλ. ενδεικτικά παρεμβάσεις των Ευάγγελου Βενιζέλου, Νίκου Αλιβιζάτου, Κώστα Χρυσόγονου, Γιώργου Σωτηρέλη, Ξενοφώντος Κοντιάδη, Γιώργου Καραβοκύρη, Μιχάλη Σταθόπουλου, Δημήτρη Καλτσώνη, Γ. Ιωαννίδη και πολλών άλλων) βρήκαν κοινό βηματισμό με την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και με την μειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και στηλίσευσαν με δριμύτητα τις κυβερνητικές – παρακρατικές μεθοδεύσεις.
Η ΠτΔ, πάντα φιλελεύθερη νομικός και με την αύρα του βιωματικού κοσμοπολιτισμού της, επανέλαβε τα αυτονόητα : «…Η απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας και η διαφάνεια της κρατικής δράσης δεν συνιστά μόνον εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά τον πιο κρίσιμο δείκτη της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Θεμελιώνει την εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας συμβόλαιο και την αντοχή του πολιτεύματός μας…»

Πόσο λοιπόν ευαίσθητη, πόσο ανθεκτική, πόσο αυτάρκης και πόσο απειλούμενη είναι η αστική φιλελεύθερη Δημοκρατία ;
Παραμένει καχεκτική όπως αυτή που οικοδόμησαν οι νικητές του εμφυλίου και βίωσαν οι ηττημένοι του ; Μεταλλάχθηκε τα χρόνια της μεταπολίτευσης με την θέσπιση και ισχύ του νέου Συνταγματικού χάρτη ; Αναιρείται και φαλκιδεύεται από την βάναυση καταπάτηση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων ;
Εάν οι λέξεις και η ερμηνεία τους δεν έχουν χάσει ακόμα το νόημα τους τότε υπερασπιζόμαστε και διεκδικούμε τα αυτονόητα :
Ι) Η διάταξη του άρθρου 19 § 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας αναγορεύοντας το δικαίωμα αυτό ως θεμελιώδες. Η προβλεπόμενη άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας», δηλαδή για λόγους αυτοπροστασίας της χώρας, εισάγεται ως εξαίρεση στον θεσπισμένο κανόνα. Ωστόσο το ασαφές και εξόχως αόριστο στην έννοια «εθνική ασφάλεια» οδηγεί στην καταστρατήγηση του κανόνα και την οιονεί ισοστάθμιση της εξαίρεσης.
Λίγο μετά τον εμφύλιο η «εθνική ασφάλεια» γέννησε τον «εξωτερικό εχθρό», τους Βόρειους γείτονες μας και τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» τους. Με την ισχύ των Μεταξικών διαταγμάτων κι ένα πλούσιο νομικό οπλοστάσιο, καταλυτικό κάθε έννοιας δημοκρατίας και δημοκρατικού καθεστώτος αφού το ΚΚΕ ήταν παράνομο, η Αριστερά υπό διωγμό, οι αριστεροί ύποπτοι και αποσυνάγωγοι ως η γενιά της ήττας του εμφυλίου, ο «εξωτερικός εχθρός» σύντομα αντικαταστάθηκε από τον «εσωτερικό εχθρό», τους αριστερούς και τους συνοδοιπόρους αυτών που η συνήθης νομική εξουδετέρωση τους ήταν ο νόμος «περί κατασκοπείας» σε μια ημιθανή χώρα που πάσχιζε να βρει τα πατήματά της. Η , μεταπολιτευτικά, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, η συγκρότηση και δράση των πολιτικών κομμάτων, η κοινοβουλευτική «νομιμοποίηση» των πρώην (;) υπόπτων και «εχθρών» βαθμιαία επανακαθόρισε την έννοια του «εσωτερικού εχθρού» πέραν των συνήθων υπόπτων αφού συμπεριλήφθησαν ως δυνάμει κίνδυνος για την «εθνική ασφάλεια» ο χώρος των τρομοκρατικών οργανώσεων και ο αυτοαποκαλούμενος «αναρχοαυτόνομος χώρος».

Η παρατηρούμενη μετεξέλιξη του «εσωτερικού εχθρού» (απ’ τον ηττημένο αντάρτη του εμφυλίου και τον οπαδό της ΕΔΑ στον τρομοκράτη της 17 Ν και τον αναρχικό των ανήσυχων Εξαρχείων) υπηρέτησε υποδειγματικά το αφήγημα της «εθνικής ασφάλειας» στην οποία επιδαψίλευσε ισχυρή νομική θωράκιση για την αίρεση των βασικών συντεταγμένων της πρόνοιας του άρθρου 19 § 1 του Συντάγματος.
ΙΙ) Ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος (Ν . 2225/1994) δεν απέτρεψε την καταχρηστική δράση των κρατικών αρχών (μόνο για το έτος 2021 διατάχθηκε η άρση του απορρήτου σε 15.475 (!!!) περιπτώσεις με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας»).
Έτσι όμως φαλκιδεύτηκε ανεπίτρεπτα η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος και αναιρείται ουσιωδώς η πρόβλεψη του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για την απόλυτη – και με εχέγγυα – προστασία της ιδιωτικής ζωής.
Αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατ’ αρχήν αναγνωρίζει και αποδέχεται την νομιμότητα των παρακολουθήσεων ως απότοκο της θεμιτής πρόνοιας των κρατών (μελών της Σύμβασης) για την ασφάλεια τους, εντούτοις θεσπίζει – επιτάσσει αυστηρές δεσμευτικές προϋποθέσεις για την κάμψη του απόλυτου κανόνα του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Η αόριστη και ασαφής, σε κάθε δε περίπτωση αναιτιολόγητη, επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» χωρίς να προσδιορίζεται το εύρος, το είδος και η δυνάμει «επικινδυνότητα» του υπό παρακολούθηση πολίτη, σε σχέση με το προστατευόμενο αγαθό της ασφάλειας, νοθεύει ανεπίτρεπτα την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος) αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ο θεμελιώδης χαρακτήρας και ο σκληρός πυρήνας του άρθρου 19 § 1 του Συντάγματος.
ΙΙΙ) Η απουσία αιτιολογίας (και η συνακόλουθη αδυναμία δικαστικού ελέγχου) που παρατηρείται στο σύνολο των Εισαγγελικών Διατάξεων/ Εγκρίσεων ως προς το «επιτρεπτό» των παρακολουθήσεων ακυρώνει κάθε θεσμικό έλεγχο ως προς την διακρίβωση των λόγων που επιβάλουν ή συνηγορούν για την άρση του απορρήτου με πρόσχημα την απλή επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» . Συνακόλουθα, λοιπόν, δεν υφίστανται επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες και εγγυήσεις εναντίον της αυθαιρεσίας.
Η περίπτωση της παραβίασης και της υποκλοπής ως προς τον Νίκο Ανδρουλάκη, ευρωβουλευτή και Πρόεδρο κοινοβουλευτικού κόμματος, είναι χαρακτηριστική και εξόχως διαφωτιστική.
Η επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» (το τονίζω, για εν ενεργεία ευρωβουλευτή και Πρόεδρο κοινοβουλευτικού κόμματος) έμεινε μετέωρη και ανολοκλήρωτη.
Χάθηκε μεταξύ … Αρμενίας και … Ουκρανίας (χώρες που φέρονται ότι ζήτησαν της επίμαχη υποκλοπή !!!) και ανεξερεύνητων παρακρατικών κέντρων της ΕΥΠ. Η (τυπική) επικύρωση – «νομιμοποίηση» της παρακολούθησης του με Εισαγγελική Διάταξη (χωρίς την νόμιμη αιτιολογία αφού ο νόμος σ’ αυτή την περίπτωση δεν την απαιτεί ρητά) παραμένει νομικά ατελής ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση των περισσοτέρων (και του συνόλου, σχεδόν , του νομικού κόσμου) ότι και στην περίπτωση αυτή δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις και εγγυήσεις που υπαγόρευαν την εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 19 § 1 του Συντάγματος.

Η πρόσφατη πρόβλεψη της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 9/8/2022 ότι η άρση του απορρήτου θα επικυρώνεται εφεξής και από δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό, ήτοι από Εισαγγελέα Εφετών, απλώς επιβεβαιώνει την ηθελημένη αστοχία του νομοθέτη και την επιμονή των κρατικών αρχών να μη θεσπίζουν όρια και ασφαλιστικές δικλίδες που θα αποτρέπουν την κατάχρηση της κρατικής δυνατότητας να ελέγχουν αυθαίρετα κατά το δοκούν και χωρίς διακρίσεις, σε αντίθεση με τα ρητώς προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 § 2 περ. Β΄του Ν. 2225/1994 που αφορούν τα εγκλήματα του άρθρου 4 του ως άνω νόμου, όπου και απαιτείται «αιτιολογία».
Όμως ας μη ξεχνάμε ποτέ, η βούληση του νομοθέτη αντανακλά πάντα την βούληση του κράτους και η δικαϊκή κουλτούρα όσων νομοθετούν υπαγορεύεται από την αντίληψη περί του κράτους δικαίου.
Συμπεριληπτικά, δεν γνωρίζω (αν και πιθανολογώ) αν οι παράνομες παρακολουθήσεις και υποκλοπές αποδομούν και απαξιώνουν το πολιτικό κεφάλαιο και το αφήγημα του Πρωθυπουργού. Γνωρίζω όμως πως αποδομούν και απαξιώνουν τις αρχές του κράτους δικαίου, παραβιάζουν καταφανώς το Σύνταγμα και συνιστούν ύβρη για την Δημοκρατία. Μια Δημοκρατία καχεκτική.