Δημήτρης Πετρόπουλος: «Οι σχέσεις μου ήταν τόσο μακροχρόνιες που έμοιαζαν με γάμο»

«Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια τόσο ιδιαίτερη και αντισυμβατική, που θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Θα πω μόνο πως έζησα σε μια αγκαλιά ζεστή και αγαπησιάρικη σε καθεστώς απεριόριστης ελευθερίας»

 

 

-Με τους συμπρωταγωνιστές του στη νέα θεατρική παράσταση «Καπούτ», Άννα Παντζέλη και Χάρη Εμμανουήλ
-Με τους Νινέτα Λεμπέση, Γιώργο Λιάνη και Αιμιλία Υψηλάντη σε θεατρική έξοδο

 

Ένας σημαντικός καλλιτέχνης, δάσκαλος, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αγαπημένος για τους μαθητές του όσο διάστημα βρέθηκε να διδάσκει κάποια περίοδο στην Άρτα, καλός φίλος και αρθρογράφος στην ΗΧΩ, ο Αρτινός Δημήτρης Πετρόπουλος, ο «πρωθυπουργός Άρης Παυρινός» της δημοφιλέστατης κωμικής σειράς «Στο Παρά 5», ανοίγει την καρδιά του στην «Espresso».
Από τον Ηλία Μαραβέγια

Μπορεί ο Δημήτρης Πετρόπουλος να έχει περάσει στη συνείδηση του μέσου Έλληνα τηλεθεατή ως «πρωθυπουργός Άρης Παυρινός» από το θρυλικό σίριαλ του Γιώργου Καπουτζίδη «Στο παρά 5», ωστόσο η πορεία του στον καλλιτεχνικό χώρο μετράει πολλά χιλιόμετρα πίσω από αυτό, με εντυπωσιακές σπουδές και σημαντικές ερμηνείες τόσο στο θέατρο, όσο και στην τηλεόραση.

Ο ταλαντούχος ηθοποιός, που επέστρεψε φέτος τηλεοπτικά με έναν χαρακτηριστικό ρόλο στο «Grand Hotel» του ΑΝΤ1, έκανε πριν από λίγες μέρες πρεμιέρα στο θέατρο Αλκμήνη με την παράσταση «Καπούτ» που ανεβαίνει πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το έργο εστιάζει με λεπτότητα και χιούμορ στα προβλήματα της τρίτης ηλικίας που, αν και αποτελούν μια πραγματικότητα της εποχής μας, έχουν απασχολήσει λίγο τη σύγχρονη δραματουργία.

 

ΕΡΩΤ.: Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια στην Άρτα;

ΑΠΑΝΤ.: Είναι τόσο πολλές οι αναμνήσεις! Οι φίλοι μου, το σχολείο, οι συγγενείς, οι πρώτοι έρωτες… Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια τόσο ιδιαίτερη και αντισυμβατική, που θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Θα πω μόνο πως έζησα σε μια αγκαλιά ζεστή και αγαπησιάρικη σε καθεστώς απεριόριστης ελευθερίας.

ΕΡΩΤ.: Ποιος σας μετέδωσε το «μικρόβιο» της υποκριτικής;

ΑΠΑΝΤ.: Οι γονείς μου ήταν θεατρόφιλοι και έρχονταν στην Αθήνα δυο τρεις φορές τον χρόνο για να ικανοποιήσουν αυτή τους την επιθυμία. Τα αδέρφια του πατέρα μου κι αργότερα η αδερφή μου με την οικογένειά της ζούσαν εδώ και νιώθαμε ευπρόσδεκτοι. Και με έπαιρναν μαζί τους. Εχω δει τόσο πολλές παραστάσεις όταν ήμουν ακόμη παιδί. Η ατμόσφαιρα του θεάτρου μού ήταν γνώριμη. Ισως αυτή να είναι μια πηγή. Και οι παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης.

ΕΡΩΤ.: Ποιο ήταν το πιο σημαντικό μάθημα που πήρατε κατά τη διάρκεια της φοίτησης στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος;

ΑΠΑΝΤ.: Απ’ όλους κάτι παίρνεις. Ισως το πιο σημαντικό να ήταν η προπόνηση στην απόρριψη. Δεν άρεσα σε όλους κι ας ήμουν και υπότροφος και με φήμη καλή. Ούτε σ’ εμένα άρεσα αρκετά. Είχα, ευτυχώς, και φανατικούς υποστηρικτές. Κι έτσι άντεξα.

ΕΡΩΤ.: Σπουδάσατε και Νομική. Γιατί δεν ακολουθήσατε τον δρόμο της δικηγορίας;

ΑΠΑΝΤ.: Δεν με γοήτευε αρκετά. Μου άρεσαν μόνο το Ποινικό και η Εγκληματολογία. Και το ‘φερε η ζωή να τα διδάσκω με ευχαρίστηση τα τελευταία χρόνια σε στελέχη Ασφαλείας στα ΙΕΚ. Τίποτα δεν πάει χαμένο.

ΕΡΩΤ.: Κάνατε σπουδές και στο Παρίσι. Πολλά τα χρόνια στα θρανία. Δεν εξαντλείται ποτέ η δίψα σας για μάθηση;

ΑΠΑΝΤ.: Τότε που συνέβαιναν αυτά ήμουν πολύ νέος. Ηταν αναμενόμενο να θέλω να με εμπλουτίσω. Η αλήθεια όμως είναι πως το τρίτο μου μεταπτυχιακό στη Διαχείριση Πολιτιστικών Μονάδων το πήρα το 2018, μεσήλικας, με άλλα λόγια.

ΕΡΩΤ.: Έχετε ασχοληθεί με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο. Τι σας γεμίζει πιο πολύ καλλιτεχνικά;

ΑΠΑΝΤ.: Παρόλο που τα τηλεοπτικά γυρίσματα δεν είναι πια όπως άλλοτε -υπάρχει μια βιασύνη και μια προχειρότητα-, εντούτοις μου αρέσουν και με ψυχαγωγούν παρά τις δυσκολίες. Το θέατρο όμως είναι άλλος κόσμος, μαγικός. Υπερβατικός. Στο μεταίχμιο. Εκεί που αναμετριέται η αλήθεια με τον εαυτό της.

ΕΡΩΤ.: Ποια συνεργασία σας στο σανίδι θα χαρακτηρίζατε σταθμό στην πορεία σας;

ΑΠΑΝΤ.: Υπάρχουν μερικές συνεργασίες που με καθόρισαν. Θα ήθελα όμως να σταθώ στην τελευταία. Είχα την τύχη πέρυσι να συνεργαστώ με μια ομάδα νεαρών και ταλαντούχων παιδιών στην παράσταση του έργου «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μάνας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Βίζνιεκ, σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου. Αισθάνομαι πως εκεί συνόψισα την υποκριτική μου δυναμική και μπήκα πειραματικά στον χώρο της πλήρους αυτοδιάθεσης που οδηγεί στο να μην υποδύεσαι, απλώς να υπάρχεις στη διάθεση του ρόλου. Ισως είναι αυτό που λένε «έρχεται ο ρόλος να σε συναντήσει κι εσύ απλώς του ανοίγεις την πόρτα». Η παράσταση θα επαναληφθεί κάθε Τετάρτη στο θέατρο Μπέλλος.

ΕΡΩΤ.: Έχετε παίξει σε επιτυχημένα σίριαλ τόσο στην κρατική τηλεόραση όσο και στην ιδιωτική: «Ξενοδοχείο Αμόρε», «Στην κόψη του ξυραφιού» «Άγγιγμα ψυχής». Ποια από τις τηλεοπτικές συμμετοχές σας θυμάστε με μεγαλύτερη νοσταλγία;

ΑΠΑΝΤ.: Η αλήθεια είναι πως δεν νοσταλγώ εν γένει τίποτα που έχει παρέλθει. Μόνον οι άνθρωποι με δένουν. Σε κάθε συνεργασία, άλλωστε, που απείχε χρονικά από την προηγούμενη, ήμουν κι εγώ διαφορετικός κάθε φορά. Ωρίμαζα. Μπορώ όμως να ανακαλέσω χωρίς προσπάθεια στιγμές από όλα όσα αναφέρετε. Ισως με μια μικρή προτίμηση στον Πολωνό βιολιστή από το ποιητικό «Ξενοδοχείο Αμόρε».

ΕΡΩΤ.: Κεφάλαιο «Στο παρά 5». Τι γεύση σάς άφησε;

ΑΠΑΝΤ.: Θα ήμουν αγνώμων αν εξέφραζα οποιαδήποτε επιφύλαξη. Με σενάριο Καπουτζίδη και σκηνοθεσία Αγγελόπουλου ήταν όλα απολαυστικά. Ακόμα και το γεγονός να μη φαίνεται το πρόσωπό μου για μια ολόκληρη χρονιά μού ανέβαζε την αδρεναλίνη. Άλλαξε τη ζωή μου εντέλει το «Παρά 5» ως προς τη σχέση μου με το κοινό, γιατί τα μικροκυκλώματα των θεατρικών ομάδων που υποστηρίζονται από τα media παρέμειναν ερμητικά κλειστά. Είμαστε πιθανόν η μόνη χώρα που, αν κάνεις μια θεατρική επιτυχία, την εξαργυρώνεις για όλο το υπόλοιπο του βίου σου χωρίς καμιά αναθεώρηση.

ΕΡΩΤ.: Από τους ρόλους που έχετε παίξει στη μικρή οθόνη θα λέγατε πως ο «Αρης Παυρινός» ήταν ο πιο επιδραστικός στο κοινό;

ΑΠΑΝΤ.: Ασυζητητί. Πέρασαν 20 χρόνια και καθημερινά -το υπογραμμίζω- κάποιος θα μου μιλήσει για το «Πάρα 5». Μόνο τώρα τελευταία κάποιοι μου μιλάνε και για το «Grand Hotel», όπου έχω έναν ρόλο πολύ μικρό αλλά εμβληματικό.

ΕΡΩΤ.: Ναι, υποδύεστε σε flash backs τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Πώς βιώσατε αυτή την τηλεοπτική επάνοδο;

ΑΠΑΝΤ.: Με μεγάλη ευχαρίστηση. Με τον σκηνοθέτη, τον Γιάννη Βασιλειάδη, είχαμε ξανασυνεργαστεί στο «Με θέα στο πέλαγο» και μου ήταν από τότε αγαπητός.

ΕΡΩΤ.: Έχετε γίνει αποδέκτης βίας, ψυχολογικής ή λεκτικής, στον καλλιτεχνικό χώρο; Είχατε γενικά δύσκολες συνεργασίες;

ΑΠΑΝΤ.: Δεν θα το ‘λεγα. Ασυμβατότητες ναι, πολλές φορές. Σχετικά πρόσφατα ένας σκηνοθέτης δεν άντεχε ούτε να με βλέπει γιατί πίστευε πως τον αμφισβητούσα. Ανασφάλειες. Ξέρετε, συνήθως η βία έχει να κάνει με άλυτα ψυχικά προβλήματα που καταλήγουν να μεταμφιέζονται με χίλιους τρόπους. Ακόμα και σε φαινομενικά καθωσπρέπει συμπεριφορές η βία ενυπάρχει ως ανικανοποίητο.

ΕΡΩΤ.: Έχετε μετανιώσει για «όχι» που έχετε πει στη δουλειά σας;

ΑΠΑΝΤ.: Μου έχει συμβεί κι αυτό. Αλλά για μην αναφερθώ στο μακρινό παρελθόν, θα σας πω κάτι πρόσφατο. Αρνήθηκα έναν ρόλο 50 επεισοδίων στις «Άγριες μέλισσες» την εποχή που αυτό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία για κάποιον που είχε παραμείνει 15 χρόνια εκτός τηλεόρασης.

ΕΡΩΤ.: Η απόρριψη πόσο επηρεάζει έναν ηθοποιό στην ψυχολογία του; Εσείς πώς αντιμετωπίζετε μια τέτοια συνθήκη;

ΑΠΑΝΤ.: Τώρα πια δεν με κλονίζει ούτε με πληγώνει. Έχω συναίσθηση του τι μπορώ να κάνω και τι δεν μπορώ. Γενικά είναι επώδυνη και… χρήσιμη μερικές φορές, όταν λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη. Η αυτοαπόρριψη είναι το ζήτημα γιατί απαιτεί ανασυγκρότηση εκ βάθρων.

ΕΡΩΤ.: Υπάρχει ηλικιακός ρατσισμός στη δουλειά σας;

ΑΠΑΝΤ.: Στο θέατρο όχι. Στην τηλεόραση, ναι. Τους παππούδες τούς παίζουν πενηνταπεντάρηδες.

ΕΡΩΤ.: Ο έρωτας υπήρξε κινητήριος δύναμη για εσάς; Έχετε ερωτευτεί δυνατά στη ζωή σας;

ΑΠΑΝΤ.: Ναι. Απελπιστικά. Και καθοριστικά. Ο έρωτας για ανθρώπους, εννοώ. Ο έρωτας για την υπόλοιπη φύση είναι πλήρως ανταποδοτικός.

ΕΡΩΤ.: Σας ρωτούν συχνά γιατί δεν παντρευτήκατε ποτέ ενώ ήσασταν για χρόνια σε σχέση συμβίωσης. Δεν πιστεύετε στον θεσμό του γάμου;
ΑΠΑΝΤ.: Ο γάμος ως θεσμός περνάει πλέον μόνο δύσκολες ώρες. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια την αντοχή και την προσαρμοστικότητα που απαιτούνται. Εμένα οι σχέσεις μου ήταν τόσο μακροχρόνιες, που έμοιαζαν με γάμο.

ΕΡΩΤ.: Ποια έχετε καταγράψει ως την πιο δύσκολη στιγμή στη ζωή σας μέχρι τώρα;

ΑΠΑΝΤ.: Ίσως μια προδοσία. Με κατέβαλε περισσότερο από τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας που έχω αντιμετωπίσει.

ΕΡΩΤ.: Την περασμένη Δευτέρα κάνατε πρεμιέρα στο θέατρο Αλκμήνη με το έργο «Καπούτ».

ΑΠΑΝΤ.: Πρόκειται για μια μελαγχολική κωμωδία του Ιταλού συγγραφέα Άλντο Νικολάι με θέμα της τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας και τα ευτράπελα που προκύπτουν. Όλοι έχουμε στο περιβάλλον μας παππούδες και γιαγιάδες -που συνήθως απομυζούμε- αλλά κανένας μας ίσως δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι τους απασχολεί. Κι όμως υπάρχει πάντα η ανάγκη για λίγη αγάπη και στοργή. Σκηνοθέτης μας ο Γιάννης Διαμαντόπουλος με τον οποίο έχω συνεργαστεί αρμονικά ξανά τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση. Εγγύηση ποιότητας. Και μουσική του Διονύση Τσακνή. Επί σκηνής και ο Χάρης Εμμανουήλ και η Αννα Παντζέλη. Ξεκινήσαμε στις 13 Ιανουαρίου και είμαστε στο θέατρο Αλκμήνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 18.00.