
Διονύσης Χαριτόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά και από µικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο Λιµάνι και στα γύρω µηχανουργεία, εγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο, και δούλεψε στη διαφήµιση µέχρι το 1990. Το χρονικό του Ο κόκκινος καθηγητής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Τόπος είναι: Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι: Επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού (2024), Πολλά Μικρά Απλά (2024), Οι άτακτοι (2022), Έρωτες στη μεταπολίτευση 1974-1990 (2019), Πειραιάς βαθύς: Μυστήρια & Φόνοι (2018), Σχέσεις (2017), Πειραιώτες (2016), Λίστα γάμου(θεατρικό, 2016), Τα παιδιά της Χελιδόνας (2015), 525 τάγμα πεζικού (2015), Αυγά μαύρα (θεατρικό, 2014), Πρόβες πολέμου (2014), Συλλεκτική έκδοση (νουβέλες, διηγήματα, 2013), Εκ Πειραιώς (2012), Ο άνεμος κουβάρι (2012), Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων (2009), Ημών των ιδίων (2008), Εγχειρίδιο βλακείας (2008).
Πώς αρχίζει η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Κάθε άνθρωπος μπορεί να γράψει ένα βιβλίο στη ζωή του, γιατί όλοι έχουν να αφηγηθούν τουλάχιστον μία ιστορία. Το ζήτημα κάθε φορά είναι το πώς θα τη γράψει και αν η ιστορία του ενδιαφέρει και τους άλλους ανθρώπους. Προσωπικά, πρέπει αυτή η ιστορία να συγκινεί πρώτα εμένα και για πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Να με τριγυρίζει σαν επίμονη σφήκα γύρω απ’ το κεφάλι μου, να τη διώχνω και να μη φεύγει, οπότε ο μόνος τρόπος για να απαλλαγώ είναι να στρωθώ να τη γράψω. Κάπως έτσι, απ’ τις σφήκες που με κυνηγούσαν και τις υπαρξιακές μου αγωνίες, βρέθηκα να έχω γράψει αρκετά βιβλία.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί Ο κόκκινος καθηγητής;
Η ισχυρή συγκίνηση για ένα κομμάτι των αρχών της ζωής μου. Όποιος το διαβάσει, θα καταλάβει τι εννοώ. Είναι ένα χρονικό, δηλαδή μια αφήγηση σε χρονολογική σειρά, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, που θα μπορούσε να διεκδικεί τον χαρακτηρισμό «αληθινή ιστορία», αλλά επειδή αυτό είναι του συρμού, ιδίως στο σινεμά, το απέφυγα.
Τι ενέπνεε ο «κόκκινος καθηγητής» στους μαθητές του;
Κατ’ αρχάς, ήταν η εποχή που η κοινωνία είχε σε μεγάλη υπόληψη τους καθηγητές ως φορείς της γνώσης. Ήταν οι αυθεντίες, ας πούμε. Αυτή η κοινωνική αναγνώριση επηρέαζε και τα παιδιά που, σε συνδυασμό με τον σχολικό αυταρχισμό, σχεδόν τα καθήλωνε, όχι τόσο από σεβασμό όσο από το δέος που τους ενέπνεαν. Το μόνο αντίδοτο στην πλήρη αποβλάκωση των παιδιών ήταν η εφηβική τρέλα και αντιδραστικότητα της ηλικίας τους. Κι όπως συνάγεται απ’ το βιβλίο, ο «κόκκινος καθηγητής» ήταν για τους μαθητές ο μεγάλος τρόμος.
Γράφοντας για τη ζωή του καθηγητή, ταξιδεύετε στο παρελθόν της Ελλάδας. Ποια ήταν η καθημερινότητα ενός Έλληνα βιοπαλαιστή;
Στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή δεκαετία του ’50, η Ελλάδα ήταν κατεστραμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη. Η οικονομική ανέχεια μαρτύριο κι η ζωή αφόρητη. Οι συνθήκες δουλειάς πρωτόγονες και εξοντωτικές με γλίσχρα αμοιβή και το αμέσως χειρότερο η ανεργία, οπότε έμπαινε επιτακτικό θέμα επιβίωσης. Κάπως συνήλθαν τα πράγματα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η οποία θεωρείται διεθνώς η καλύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και οι άνθρωποι πήραν κάποια ανάσα. Δυστυχώς στην Ελλάδα το 1967 επιβλήθηκε η δικτατορία, που μας έστειλε χρόνια πίσω.
Περιγράφετε τη Μάνη και τις παθογένειες της επαρχίας. Αλήθεια, έχουν εξανεμιστεί σήμερα τα στερεότυπα της επαρχίας;
Η Μάνη είναι μία πολύ ιδιαίτερη περιοχή και τότε ακόμη περισσότερο. Στη Μάνη ίσχυαν άλλοι νόμοι και κανόνες, όπως περιγράφονται και στο βιβλίο, τόσο σκληροί κι απόλυτοι, που οι Μανιάτισσες αντί για τραγούδια κλώθουν μοιρολόγια. Σήμερα, η επαρχία έχει όντως αλλάξει, για παράδειγμα, λόγω τηλεόρασης, χάνεται κι η τοπική προφορά. Όμως μαζί με τους αναχρονισμούς και τις προκαταλήψεις, χάνονται και κάποια αγαπησιάρικα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, που μάλλον δεν βρίσκουν θέση στον σύγχρονο κόσμο.
Πώς φάνταζε η μάνα του που τον μεγάλωσε μέσα σε οικονομικές δυσκολίες;
Ο μόνος συγγενής επί της γης.
Δεν φαίνεται περίεργο ένας μαθητής να διαβάζει βιβλία σε μια κοινωνία που ζούσε στην ανέχεια;
Δεν μιλάμε για ένα συνηθισμένο παιδί και στα στραβά και στα καλά. Είχε μια τέτοια αίσθηση ότι κάπως ξεχωρίζει, δεν ήταν μόνο δική του ιδέα, το έβλεπε και στη συμπεριφορά των άλλων απέναντί του. Η αλήθεια είναι ότι έκανε πράγματα που δεν ήταν συμβατά με την ηλικία του κι όχι πάντα ενάρετα. Σε ακτίνα χιλιομέτρου απ’ τη γειτονιά του δεν πρέπει να υπήρχε σπίτι με βιβλίο, είχαν όμως τα σπίτια των συμμαθητών του στο γυμνάσιο, που ζούσαν στις πιο εύπορες συνοικίες, και μετά ανακάλυψε τους θησαυρούς των παλαιοβιβλιοπωλείων σε τιμές σκότωμα.
Μου αρέσουν, στα βιβλία σας, οι αναφορές σας στον Πειραιά. Τι σημαίνει για εσάς το ότι μεγαλώσατε εκεί;
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ο Πειραιάς είναι αγάπη μου. Δεν είναι μόνο η πόλη πανέμορφη, είναι και η εποχή που την έζησα. Σε μια διαφορετική ακμή, λες και ήταν το κέντρο του κόσμου, γιατί τότε ήταν η πύλη της Ελλάδας, η βασική είσοδος και έξοδος της χώρας. Δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη οι αεροπορικές συγκοινωνίες και τα βαπόρια έφερναν από τουρίστες έως ξένους επίσημους κι έπαιρναν από μετανάστες μέχρι βασιλείς για ταξίδια ή κρουαζιέρες. Το Λιμάνι ήταν ένα πελώριο καλειδοσκόπιο εναλλασσόμενων εικόνων, που σε προετοίμαζαν για να γνωρίσεις και να κατανοήσεις τον κόσμο.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Είναι του αείμνηστου Πειραιώτη συγγραφέα Κώστα Σούκα με τίτλο Θάλασσα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Τόπος. Είναι γραμμένο σε υπέροχη δημοτική, με βαθιά γνώση της ναυτοσύνης, που νομίζεις ότι οι σελίδες του μυρίζουν θάλασσα.