ΔΥΟ ΜΗΝΕΣ ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ

«Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν». Πόσο ωραία, αλήθεια, ακούγονται τα λόγια της Θείας Λειτουργίας στα αυτιά των γερόντων και όχι μόνο. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το συγκεκριμένο απόσπασμα προβάλλεται από το Γηροκομείο της μικρής μας πόλης που κατά τα γραφόμενά του «αποτελεί την πιο ζεστή φωλιά για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, οι οποίοι δέχονται πλούσια την θαλπωρή, την αγάπη, την συντροφιά της μάνας Εκκλησίας, όχι μόνο στα υλικά, αλλά και στα πνευματικά». Αυτό με παρακίνησε να αναζητήσω αυτή τη ζεστή φωλιά για την υπερενενηκοντούτη μητέρα μου, ώστε μετά την αδόκητη απώλεια της Ελπίδας (κόρης της και αδερφής μου) να βρει λίγη γαλήνη στα τέλη της ζωής της. Στο Ίδρυμα τυχαίνει να είναι τρόφιμος και μια αγαπημένη μου θεία που με φιλοξενούσε τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας στο Μενίδι, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να ξανάσμιγαν οι δυο γερόντισσες.
Δεν χρειάστηκε παρά λίγος καιρός για να διαπιστώσω ότι οι πράξεις απέχουν από τα ωραία λόγια. Η πρώτη επαφή με τον ιερέα, ταμία και μέλος του Συμβουλίου του Ιδρύματος, είχε να κάνει με το οικονομικό. Η σύνταξη γήρατος της μητέρας μου δεν αρκούσε για την εξασφάλιση μιας θέσης στο Γηροκομείο, έτσι μου ζητήθηκε να καταβάλλω ένα επιπλέον ποσόν. Αντιπρότεινα ένα διαφορετικό και τελικά τα βρήκαμε κάπου στη μέση.

Παρέδωσα τη μητέρα μου στις υπηρεσίες του Γηροκομείου στις αρχές του Απριλίου με την προσδοκία ότι έκανα το σωστό. Παρά τα ενενήντα της χρόνια κρατιόταν καλά·μπορούσε να περπατάει, να αυτοεξυπηρετείται και να επικοινωνεί. Δεν είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, εκτός από την προϊούσα άνοια που την έκανε, κάποιες φορές, να αποπροσανατολίζεται στο χώρο και στο χρόνο. Εμείς όμως, τα αγαπημένα της πρόσωπα, ήμασταν για εκείνη διαρκώς παρόντες στον ενεστώτα χρόνο.
Μιλούσα καθημερινά στο τηλέφωνο μαζί της. Στην αρχή ακουγόταν καλά. Όσο περνούσε ο καιρός όμως τόσο η φωνή της εξασθενούσε, μέχρι που έγινε ακατανόητο μουρμουρητό, σαν το τραύλισμα ενός μεθυσμένου που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξεις.
Μετά από λίγες εβδομάδες μπήκε στο νοσοκομείο, με πυρετό και χαμηλό αιματοκρίτη, πιθανόν εξαιτίας μιας ουρολοίμωξης που έπαθε στο Γηροκομείο. Ταξίδεψα από την Αθήνα για να την δω. Την βρήκα εξασθενημένη, ωστόσο με αναγνώρισε αμέσως και χάρηκε που με είδε. Έμεινε στο νοσοκομείο δέκα μέρες και επέστρεψε στο Γηροκομείο σε καλύτερη κατάσταση.
Έναν μήνα αργότερα χρειάστηκε πάλι να νοσηλευτεί, για τους ίδιους λόγους. Επιστρέφω ξανά στην γενέτειρα. Αυτή τη φορά βρίσκω τη μητέρα μου πολύ αδύνατη και καταβεβλημένη. Καμία σχέση με τον άνθρωπο που είχα παραδώσει στην φωλιά του Ιδρύματος προ διμήνου. Ωστόσο με την φροντίδα του νοσοκομείου δείχνει να επανακάμπτει και οι γιατροί της ετοιμάζουν εξιτήριο.

Ξαφνικά δέχομαι ένα τηλεφώνημα με το οποίο με πληροφορούν ότι κατόπιν αποφάσεως του Συμβουλίου, το Γηροκομείο διακόπτει την φιλοξενία της μητέρας μου και δεν μπορεί πλέον να την δεχθεί. Ενημερώνομαι από τον δικηγόρο του Ιδρύματος, που τον ακούω για πρώτη φορά, ούτε καν από την υπεύθυνη διευθύντρια του με την οποία επικοινωνούσα όλο το προηγούμενο διάστημα. Την ίδια ειδοποίηση λαμβάνει και το νοσοκομείο. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, μπορώ- δεν μπορώ, πρέπει να παραλάβω την μητέρα μου την επόμενη κιόλας μέρα. Σοκ.
Τους ζητάω παράταση 1-2 ημερών για να βρω στο μεταξύ μια λύση, αλλά είναι ανένδοτοι: «το Ίδρυμα αδυνατεί να υποδεχθεί εκ νέου την μητέρα μου στις εγκαταστάσεις του». Ουσιαστικά την «πετάνε» στο δρόμο. Ευτυχώς, η υπεύθυνη γιατρός της Παθολογικής κλινικής δέχεται να την κρατήσουν λίγες επιπλέον μέρες στο νοσοκομείο και έτσι έχω τον απαραίτητο χρόνο για να μεθοδεύσω κάπως τα πράγματα.
Παράλληλα, με επιστολή μου προς τον δικηγόρο του Ιδρύματος, ζητώ να μου αποσταλεί η απόφαση του Συμβουλίου και η ιατρική γνωμάτευση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η συγκεκριμένη απόφαση. Μέχρι σήμερα δεν έχω λάβει κάτι σχετικό πλην ενός μέιλ από τον ίδιο δικηγόρο που, μεταξύ άλλων γενικόλογων εξηγήσεων, αναφέρει ότι η απόφαση ελήφθη ομόφωνα (διαβάζω ότι το Ίδρυμα διοικείται από 7μελές Συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο εκάστοτε Μητροπολίτης) και καταλήγει ως εξής: «Ευελπιστούμε στη συνεργασία και την κατανόησή σας, αφ ης τούτο γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την προστασία της μητρός σας».Παραδέχομαι πάντως ότι πέραν της αναλγησίας διαθέτουν και χιούμορ.

Γνωρίζω ότι προκειμένου να δικαιολογήσουν την απόφασή τους, θα επικαλεστούν προβλήματα υγείας της μητέρας μου (και ποιος τρόφιμος δεν έχει άραγε;), έλλειψη προσωπικού και τα λοιπά, αλλά αναρωτιέμαι, ωστόσο, μήπως η φροντίδα των ανήμπορων γερόντων δεν είναι ακριβώς και ο λόγος ύπαρξης του Ιδρύματος;
Γνωρίζω επίσης ότι γιατην αποβολή της θα επικαλεστούν διαδικαστικά, πρωτόκολλα και άλλα τέτοια, όμως επί της ουσίας εκείνο που μένει είναι το αλγεινό κλείσιμο της πόρτας κατάμουτρα σε έναν αδύναμο άνθρωπο.
Έχει περάσει λίγος καιρός από τότε που την απέβαλλαν. Η μητέρα μου έχει σταματήσει πλέον να παίρνει τα αντιψυχωσικά φάρμακα που της έδιναν καθημερινά. Δείχνει να συνέρχεται και πλέον επικοινωνεί, αν και η άνοια διαρκώς υποβόσκει.
Εικόνες από το μακρινό παρελθόν και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει από καιρό μπερδεύονται σε ένα ανοϊκό αξεδιάλυτο κουβάρι στο δικό της παρόν. Ίσως ο δικός της παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος να είναι και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο, όπως γράφει ο ποιητής.
Καθόμαστε στην βεράντα του σπιτιού μου και κοιτάζουμε το φεγγάρι που ξεπροβάλλει από τον Υμηττό, τρώγοντας παγωτό. Αναρωτιέμαι πόσο καιρός της απομένει (ή μάς απομένει). Μέχρι τότε όμως κάτι θα βρω να κάνω. Το οφείλω στον άνθρωπο που με έφερε στον κόσμο και με μεγάλωσε.
Χαίρομαι που ακούω την μητέρα μου να μιλάει και ταυτόχρονα στεναχωριέμαι που δεν μου επέτρεψαν να δω, για μια τελευταία φορά, την αγαπημένη μου θεία που αυτήν τη στιγμή ολομόναχη, σε κάποιο δωμάτιο του Γηροκομείου, θα σκέφτεται τα παράξενα δικά της.

ΝΤΙΝΟΣ ΓΙΩΤΗΣ
Αθήνα, Ιούλιος 2023