Δύο Ελλάδες: Η φτωχή Άρτα και οι πλούσιοι τουριστικοί νομοί

Γράφει ο Γιώργος Πριόβολος*
Άρτα.

Ένας φτωχός νομός με πλούσια ιστορία, χαμένος ανάμεσα σε νησιά και πόλεις που θησαυρίζουν από τον τουρισμό. Η Ελλάδα δύο ταχυτήτων συνεχίζει να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην ενδοχώρα και τους πλούσιους τουριστικούς προορισμούς.

Η Ελλάδα του 21ου αιώνα δείχνει να πορεύεται με δύο ταχύτητες. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν οι νομοί που γεύονται την άνθηση του τουρισμού, με επενδύσεις, αεροδρόμια, λιμάνια, ξενοδοχεία πέντε αστέρων και κοσμοσυρροή. Από την άλλη, περιοχές όπως η Άρτα, που παραμένουν εγκλωβισμένες σε χαμηλά εισοδήματα, με περιορισμένες προοπτικές και αίσθημα εγκατάλειψης. Το χάσμα είναι υπαρκτό και βαθύ. Και όσο κι αν οι κυβερνήσεις υπόσχονται ισόρροπη ανάπτυξη, η πραγματικότητα δείχνει ότι η Ελλάδα χωρίζεται σταθερά σε πλούσιους και φτωχούς νομούς.

Η Άρτα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άνισης ανάπτυξης. Ένας νομός με ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων, με το περίφημο Γεφύρι της, με βυζαντινά μνημεία που στέκουν ζωντανές μαρτυρίες ενός πολιτισμού,την αρχαία Αμβρακία,με την εγγύτητα στην Αρχαία Νικόπολη και με μια φύση που κόβει την ανάσα. Κι όμως, όλα αυτά παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Ο τουρισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος, περιορισμένος σε λίγους επισκέπτες που έρχονται κυρίως για τα Τζουμέρκα ή για κάποιο πολιτιστικό ενδιαφέρον. Οι υποδομές είναι ελλιπείς, οι δρόμοι συχνά δύσβατοι, η προβολή ελάχιστη. Ένας τόπος που θα μπορούσε να είναι προορισμός, παραμένει απλώς πέρασμα.

Την ίδια στιγμή, λίγα χιλιόμετρα πιο δίπλα, η Λευκάδα ζει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Το νησί έχει αναπτυχθεί τουριστικά, προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο, και τα τοπικά εισοδήματα έχουν αυξηθεί σημαντικά. Οι επενδύσεις σε ξενοδοχειακές μονάδες, η ναυσιπλοΐα, η προσβασιμότητα μέσω γέφυρας και η συνεχής διεθνής προβολή έχουν καταστήσει τη Λευκάδα παράδεισο για τους επισκέπτες και πηγή πλούτου για τους κατοίκους. Η σύγκριση με την Άρτα είναι αμείλικτη: ο ένας νομός με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα χάρη στον τουρισμό, ο άλλος με χαμηλά εισοδήματα, εξαρτημένος από την αγροτική παραγωγή και τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Η ίδια εικόνα επαναλαμβάνεται και με τους μεγάλους τουριστικούς νομούς.

Ρόδος, Χανιά, Λασίθι. Νησιά και περιοχές που έχουν γίνει διεθνή brand names, που ζουν με τους ρυθμούς μιας τουριστικής βιομηχανίας δισεκατομμυρίων. Οι αριθμοί, αν και ψυχροί, μιλούν από μόνοι τους.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Νότιο Αιγαίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ηπείρου. Οι μισθοί, οι ευκαιρίες απασχόλησης, οι επενδύσεις, όλα κινούνται σε διαφορετικό επίπεδο. Κι αν αυτά τα νούμερα φαίνονται αφηρημένα, αρκεί μια απλή σύγκριση της καθημερινότητας στη Ρόδο και την Κρήτη.
Εκεί ανθίζουν νέες επιχειρήσεις, ενώ στην Άρτα οι νέοι εγκαταλείπουν τον τόπο για να βρουν δουλειά σε Αθήνα ή

Θεσσαλονίκη.

Εδώ αναδεικνύεται το μεγάλο ερώτημα.

Γιατί η Άρτα, ένας τόπος με τέτοιο πλούτο ιστορίας και φύσης, παραμένει στο περιθώριο; Η απάντηση δεν είναι μόνο οικονομική, είναι βαθιά πολιτική. Για δεκαετίες η ελληνική πολιτεία αντιμετωπίζει την περιφέρεια με όρους ελάχιστης φροντίδας. Δεν επενδύει στις υποδομές, δεν ενισχύει την τουριστική προβολή, δεν δίνει κίνητρα για ανάπτυξη. Οι νομοί της ηπειρωτικής Ελλάδας που δεν έχουν «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού μένουν ουσιαστικά μόνοι, παλεύοντας με τα δικά τους μέσα. Κι έτσι, η ψαλίδα μεγαλώνει.

Παρά τις δυσκολίες, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς την προσπάθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με περιορισμένους πόρους, οι φορείς της Άρτας συμμετέχουν σε εκθέσεις, οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, επενδύουν σε στοχευμένες καμπάνιες προβολής. Ήδη υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά δείγματα, καθώς ορεινές περιοχές όπως τα Τζουμέρκα αρχίζουν να προσελκύουν περισσότερους επισκέπτες και να καταγράφεται μια σταδιακή αύξηση του τουριστικού ενδιαφέροντος. Αυτές οι πρωτοβουλίες δείχνουν ότι υπάρχει δυναμική, απομένει όμως να στηριχθούν ουσιαστικά από την κεντρική πολιτεία, ώστε να μετατραπούν σε πραγματικό μοχλό ανάπτυξης.

Η πολιτεία όμως έχει ευθύνη να αναδιανείμει όχι μόνο τον πλούτο, αλλά και τις ευκαιρίες. Όταν η Άρτα παραμένει φτωχή, την ώρα που τα τουριστικά νησιά θησαυρίζουν, το πρόβλημα δεν είναι τοπικό• είναι εθνικό.

Γιατί μια Ελλάδα με δύο ταχύτητες δεν μπορεί να σταθεί ενωμένη, ούτε να έχει βιώσιμη ανάπτυξη. Η υπερσυγκέντρωση πλούτου στα νησιά και στις μεγάλες μητροπόλεις, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, δημιουργεί περιφέρειες-δεύτερης κατηγορίας, με πολίτες που αισθάνονται ξεχασμένοι.

Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι η πολιτική βούληση. Η Άρτα και οι άλλοι φτωχοί νομοί της ενδοχώρας δεν χρειάζονται ελεημοσύνη• χρειάζονται επενδύσεις, στρατηγικό σχέδιο και ουσιαστική προβολή. Χρειάζονται δρόμους, πρόσβαση, τουριστικά δίκτυα, πολιτιστική αξιοποίηση. Χρειάζονται να μπουν στο χάρτη με ισότιμους όρους. Διαφορετικά, η ανισότητα θα βαθαίνει και η φυγή των νέων θα συνεχίζεται.

Η αγωνία μας δεν είναι τοπικιστική. Δεν αφορά μόνο την Άρτα ή την Ήπειρο. Αφορά όλη την Ελλάδα που σβήνει σιγά-σιγά στο περιθώριο της τουριστικής υπερσυγκέντρωσης. Αφορά την ανάγκη για δικαιοσύνη, για ισόρροπη ανάπτυξη, για σεβασμό στον πολίτη που θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια στον τόπο του. Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μόνο η Μύκονος, η Ρόδος και η Σαντορίνη. Είναι και η Άρτα, είναι και τα Τζουμέρκα, είναι και οι άνθρωποι που παλεύουν μακριά από τα φώτα της διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας.

Κι αν δεν αλλάξουμε πορεία, το Γεφύρι της Άρτας θα μείνει για πάντα σύμβολο όχι μόνο της υπομονής και της θυσίας, αλλά και της μισής Ελλάδας που περιμένει αιώνια να ολοκληρωθεί το έργο της ανάπτυξης.

ΥΓ Το άρθρο το έγραψα με αφορμή αυτό που αντίκρισα…κατά την επίσκεψη μου στην Λευκάδα στις 21-9-25.

*Ο Γιώργος Πριόβολος είναι οικονομολόγος -διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών.