Εικασίες φεγγαριού και ο Αύγουστος απών παρών...

(Μυθοπλασία αφηγήσεως)
Του Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη.

Με μικρές δόσεις ολόγιομου φεγγαριού, σταγόνα την σταγόνα του, η απόσταση της ξενιτιάς από τον Αύγουστο τον καλοκαιρινό, της καρδιάς, μικραίνει και κάπως γιατρεύεται ο καημός, η χαρμολύπη και όλα τα συναφή νοσταλγίας και άλλων δρώμενων τους, απορρέοντα και μη.

Το διανυκτέρευαν φαρμακείο του ή και βενζινάδικο προσφέρει απλόχερα μα και κατά από κοπήν, τα καλύτερα βοτάνια του, το πιο δυνατό καθαρό καύσιμο μετακινήσεων giathn μυθοπλασία και το απών παρών τους.

. Βουτιές φεγγαριού και ο χειμώνας από μακριά και από κοντά, μαζεύει τις εδώ υγρασίες του Ωκεανού, τις στύβει μα και τις νιώθει στα κόκαλα και στο πετσί του είναι του.

Φαντάζεται, ονειρεύεται ταξίδια και στο δίλημμα, πρόταση, βουνό ή θάλασσα, που πάω ή που δεν πάμε δεν έχει απάντηση, δεν φέρνει αντίρρηση. Τα ημιτόνια της μελωδίας του φεγγαριού, σειρήνα γλυκόλαλη. Η θάλασσα, η ψιλή άμμος, οι άγονες και γόνιμες γραμμές κυμάτων λειτουργούν ημίγυμνα στο οποίο ημιτελές ή σύντομο ταξίδι της μυθοπλασίας στο ακέραιο. Σε αυτό το δούναι και λαβείν, δρόμοι ημιαντοχης του περιπάτου δρόμοι, γίνονται ένα και το αυτό. Οι χειμώνες λιώνουν οι παγωνιές τους στην κυριολεξία στα καλοκαιρία, στου Αυγούστου τα λημέρια και μια και δυο και πολλαπλές φορές. Στο ενικό αριθμό το φεγγάρι το ολόγιομο, όλα τα ήμι ή και τα ημίφωτα τα βάζει σε τροχιές ιδρώτα, ραστώνης και αηδονιών γλυκοχαράματα. Και στο δισάκι και στην τσάντα, τα πράγματα σπουδάγματα τους, τους χαρίζει φως δυνατό, εκτυφλωτικό, λυτρωτικό. Μια ένσταση και έκσταση του, υπερβατική και χειροπιαστή, περνάει από φράχτες από σύνορα, αγεωγράφητα και καλά φυλαγμένα μετερίζια, καταφύγια ενατένισης και εσωστρέφειας. Τα ρολόγια παντός τύπου, τα κουρδίζει ως μετρονόμος στο άλλο μισό του τόνο. Οι χορδές του φεγγαριού, στην ώχρα και στο πάνδημο πορτοκαλοκίτρινο καμβά, κύμα ζεστό στο αυλόγυρο, στην πυλωτή, στα εκτελούνται έργα, δίνει τέμπο. Ο χειμώνας…στις νάρκες του, το καλοκαίρι στην ανθοφορία του φωτός, χωρίς διαξιφισμούς, ίντριγκες και λεπτές ισορροπίες να είναι στο είναι και στο φαίνεσθε του…θα κάνει ότι του αρέσει τελικά, ότι κατεβάσει το μυαλό. Και ο χειμώνας, πάντα στου κύκλου τα γυρίσματα, σαν το τζιτζίκι με το μυρμήγκι θα φτιάχνει παραμύθια. Τα τσιμέντα όπου γης βράζουν. Οι ματιές όπου γης ονειρεύονται λίγο πολύ τα ψίχουλα μα και τα ψωμιά της ευτυχίας. Έτσι ο, η καθείς…πάει με τα φεγγάρια, τους κανόνες και τις σιωπές των βιολογικών του ρολογιών τις φορές. Η στάση ζωής στα μικρά ή μεγάλα θέματα της, στου ηλιοφέγγαρου το κύμα, φιλτράρεται, επαναδομείται, βιωματικά και διαλεκτικά.

Μιας και όλοι, ες όπου γης και πατρίς μοιάζουμε σαν να είμαστε ξενιτεμένοι, απόδημοι, βιώνουμε δε τους χρόνους και τους τόπους με το τρόπο και την αλφάβητα που ξέρουμε, που πρέπει, φιλόξενα πρόσκαιροι που και για τον γνωστό βίο και τον επιούσιο και το..κάλο τώρα και υπόλοιπο ζωής το παλεύουμε, θέλουμε να βγούμε στο αφρό των δυστοκιών της, μα στην θέα και στο θεαθήναι του φεγγαριού, εξακτινομαστε, γευόμαστε το ποτήριο τούτο του των χρωμάτων και καημών, που μας το προσφέρει χωρίς προαπαιτούμενα και τυπικότητες μέχρι τον πάτο. Καμία φορά το ποτήρι είναι και μισογεμάτο, είναι και μισοάδειο. Είναι θέμα οπτικής, εσώτερων δονήσεων κύματα.

Εκεί κλιματιστικό, εδώ θερμαντικό. Και τα δύο στην μπριζα καίνε, στο φουλ,για την αντίστοιχη, ανάλογη θερμοκρασία χώρου και χρόνου. Και από ημισφαίριο σε ημισφαίριο συμβάλουν το αναμενόμενο.

Τετοια ομως εποχή, τέτοιο μηνα, τετοια νυχτοημερα χτες μα και παραπροχτες και οι εδώ γειτονιές, σοκάκια και δρόμοι καπως αδειάζουν. Ποιοι και ποιες απουσιάζουν ;; Που πάει η βαλίτσα, τα μαντήλια, οι χαρμολυπες τους ;; Με αεροπλάνα, τρενα,λεωφορεία της γραμμής, κατά φαντασίαν ταξιδιωτες, αναχωρητες, διαλλειματιες του κυκλου ζωής, μπαίνουν στο τρυπακι,στο χρόνο τον αχρονο. Λύνεται η γλώσσα τους,η φλέβα στο λαιμό χτυπαει δυνατά, οι μυρουδιεςαπο τα γεμιστά, οι ματιές και οι καρδιες βρισκουν τις υπόστασεις που νιωθουν και περιμένουν. Ποιος και ποια περιμενει ή δεν περιμένει αυτή την εποχή. Και ο χειμώνας του παρόντος, μετακομίζει, μετοικει, μεταφέρεται νοερά, νοητά, νοηματικα στο θερινό ηλιοστάσιο.

Πλατσουριζει, στοχαζεται, εμφιλοχωρει στα δρώμενα των υψηλών θερμοκρασιών, των συναπαντηματων….. οπως μπορεί. Όλα μοιάζουν σαν καρτ ποστάλ περιπτέρου που ταξιδεύει νύχτες και ημερες, χωρις καλτσες, χωρις κλειδιά και αντικλειδια στα χέρια του και σαν τα μαγνητακια τόπων και χρωμάτων τους από ταξίδια επιστροφής μα και σαν βανίλια υποβρύχιο που ψάχνει να βρει στεριά, που την κεφαλήν κλειναι, κρατάει την ανάσα του. Σκιά και φως, βροχόπτωση χρωμάτων, τσικνιλα και μοναξιά του, χωρίς λόγια ή και με πολλά πολλά, συμπτώσεις, τύχες, φιλοξενες, γνώριμες διαδρομές αναδύονται, συμπληρωνονται.

Μυθοπλασία πολλών παραγραφων, που φωλιάζει στην μνήμη, παρόντων και απόντων του δρωμενων, δια ζώσης και εκ του κοντινου, αν και λαλεί το τζιτζικομανι, αν παχιές είναι οι μύγες, ο κολιός καλος μα και αν το Πάσχα του καλοκαιριού στα μισά του μήνα φτιάχνουν το σκηνικό teleia. Ή ένα σκηνικό αυθορμησιας,χωρίς μικρόφωνα, ηχεία ληθης, εκπέμπει τραγουδει, μονολογεί και λέει τα γραμμένα και άγραφα της ζωής του μελτέμια, τα μινόρε και ματζόρε της.

Έτσι και τα όνειρα των εδώ χειμερινών νυχτών, αποκτούν μια άλλη ουσία, λόγο και ύφος.

Τα φαρμάκια, τα φιρμανια, τα φερμουάρ, η φειδώ, τα φθινοπωρα τους στην φθαρτότητα της ζωής, ekei γιατρευονται. Μα και τα θωρεί δίπλα και τριδιπλα, τα κάνει και φύλλο και φτερό.

Άς επιστρέψουμε στο χορό του φεγγαριού, στους μαχαλαδες,στην πλατεία και στα εσώψυχα του μήνα.

Αύγουστος, ολόγιομο φεγγάρι, και ότι υπάρχει στον αέρα, στη γη,ορατό και αόρατο, καλοκαιριαζουν μα και πάνε πακέτο. Μα το φεγγάρι πάντα εκεί, πάντα ψηλά στο σύμπαν. Ακόμη και να πέσει χαμηλά, γραντζουνιζει το γόνατο του,η και δακρύσει ή χαθεί από την επικράτεια του βλέμματος ή από κάποιες κεραίες και κοιν.διχτυα, metotropotoutokamarwto, καταφέρνει να βρει το δρόμο να αναρριχηθει σαν κισσός και αμπελοκλιμα στα σκαλοπάτια των συγκινησεων, στις ταράτσες και στα μπαλκόνια των ενατενισεων μα και σων ονείρων και των αναγκών ζωής, sτο παρών και sτο απών τους.

Φάρος, φως,φλασακι της στιγμης,μα και από τις φλέβες του, του ήλιου το φαεινοτερον shmeio kai shmainomeno, καθως φιλευει φωνές και φιλιά γινεται το κέντρο και η αχτινα των συγκινησεων. Εστω για λιγο, εστω για κλασματα το χαδι του,χαμενο δεν παει. Όλα που φαίνονται ή δεν φαίνονται, αραγε, τετοια ωρα που ηταν προχτες, παρα προχτες, παραδιπλα,παραπεντε τους, να μακραίνουν ή να έρχονται πιο κοντά….. Τέτοια ώρα, τέτοιο χειμώνα, τέτοια λόγια. Άνω τελεία.

Μα είναι και τόσο γήινο, τόσο κοντά, με τα κρόσσια, τα νήματα και τα κόρτε του, που περπατάει δίπλα, μαγειρεύει, τρώει με τα χέρια τα φρούτα της εποχής.

Φεγγάρι ολόγιομο Αυγούστου, που λύνει τους κάβους, τα βαρκάκια τα χάρτινα της εφηβείας, μα και των επόμενων χρόνων την αρωγή και την ευδοκίμηση των ονείρων και τους δίνει πανιά και δρόμους..ε…. είναι από μόνο του μια κατηγορία.

Μα και ξεντύνοντας λύνοντας τα αινίγματα της ωριμότητας, του αύριο που ξημερώνει, μα και τα μύχια, άδυτα και κοντινά καρδιοχτύπια που τα ακούει με προσοχή…τότε τι άλλο να πεις.

Το φως του δε, επιφέρει σεισμό στα στερεά, στιβαρά κρησφύγετα της οποίας λογικής.. Έρχεται από άλλους ισημερινούς το ολόγιομο φεγγάρι. Έρχεται ή υπάρχει και στις δύο πόρτες και στα παράθυρα της ζωής, ως υπενθύμιση, ως κύμα, ως κάδρο, ως αναχώρηση, ως επίσκεψη, ως κύκλος και ευθεία, ως χειραψία και αγνάντεμα που δεν πάλιωσε, δεν ξέχασε το ρόλο, το συντακτικό των ειπωμένων και ανείπωτων γραφών και μονόλογων τους και που όσα χρόνια- χελιδόνια και αν περάσουν θα ναι εκεί. Σε ένα εδώ που μοιάζει με εκεί.