«Εις μνημόσυνον»

Γέροντος Δοσιθέου, ηγουμένου της Ιεράς Μονής Τατάρνας Ευρυτανίας

Επιμέλεια κειμένων:
Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

ΜΕΡΟΣ Β

Αποσπάσματα από άρθρα του μακαριστού Γέροντος
Α. «ΠΕΡΙ ΕΦΗΜΕΡΙΩΝ ΕΝ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ» (απόσπασμα από ομιλία σε κληρικούς)
……Ο νους μου πετά προς την Κωνσταντινούπολη την αγαπημένη. Εκεί θέλω να μεταφέρω και την αγάπη σας. Δε θα σας μιλήσω για τους ναούς της, ούτε για τ’ αγιάσματά της, ούτε για τα κάστρα της. Δεν θα σας μιλήσω ούτε για τον Πατριάρχη και την Πατριαρχική Αυλή. Γι’ αυτά μιλούν πολλοί και έχουν γράψει πολλά και γράφουν εισέτι. Θα σας απασχολήσω με κάτι που κανείς μέχρι τώρα δεν καταπιά-στηκε. Θα σας μιλήσω για συναδέλφους. Για τους παπάδες της Πόλης. Γι’ αυτούς τους ήρωες για τους οποίους κανείς δεν ομιλεί, κανείς δεν γράφει. Θα σας μιλήσω για όσα έχω ακούσει, για όσα έχω δει, για όσα οι ίδιοι μου έχουν διηγηθεί. Ιερείς με οικογένειες, σε μακρινές ξεχασμένες ενορίες χωρίς ενορίτες, σ’ ένα περιβάλλον εχ-θρικό. Ιστορίες άγνωστες, άλλες συγκινητικές, άλλες ηρωικές, αλλά όλες ενδιαφέρουσες. Φυσικά, θα αναφερθώ ενδεικτικά, σε πολύ λίγα, διότι δεν θα ήτο δυνατόν να αναφέρω στην αγάπη σας όλα όσα γνωρίζω. Για να κάνουμε και μια σύγκρισι μεταξύ αυτών και ημών. Διότι παραπονούμεθα πολλάκις αλλά χωρίς λόγο και αιτία. Ζουν οι ταπεινοί λευίτες της Κωνσταντινουπόλεως σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Δεν γνωρίζουν από πού και από ποιόν θα έρθει η βρισιά, η πέτρα, το φτύσιμο. Λίγο να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτοί πληρώνουν τα σπασμένα. Επίσης γνωρίζουν ότι εκεί είναι μόνιμοι. Κάθε φυγή προς τα εδώ ή το εξωτερικό σημαίνει καθαίρεση. Κι όμως μένουν εκεί «από του χρέους μη κινούντες». Ωσάν τον στρατιώτη μιας πύλης στην Πομπηΐα. Η λάβα του Βεζούβιου ήρθε και τον κάλυψε, μα εκείνος έμεινε ακίνητος φρουρός μιας διαταγής• να μην εγκατάλειψη την πύλη. Και στις ανασκαφές βρέθηκε πετρωμένος απ’ την λάβα με το δόρυ στο χέρι, στην πύλη.
Ο εφημέριος της Παναγίας στο Πέραν μου έλεγε πριν μερικά χρόνια: «Είμαι εδώ εφη-μέριος επί 54 χρόνια». Αν ζει, πρέπει να έχειξεπεράσει τα 60 χρόνια ιερατικής διακονίας. Και είδε δόξες να περνούν και να χάνονται…Εμείς πολλές φορές έχουμε σαν όνειρο την συνταξιοδότηση. Να πάρουμε σύνταξη να γλυτώσουμε από τριμηνίες, προϋπολογισμούς και απόλογισμούς…

Γνώρισα τον π. Φιλόθεο στην ηλικία των 92 ετών. Ήτο εφημέριος στον Άγιο Γεώργιο Εδίρνε Καπού (στην Πύλη της Αδριανουπόλεως). Ενορίτες; Αυτός, η παπαδιά του και μία κόρη, αν δεν απατώμαι. Ψάλαμε μαζί σε μια Προηγιασμένη στο Αγίασμα των Βλαχερνών. Εθαύμασα την αντοχή του στο ψάλσιμο, παρ’ όλη την προχωρημένη ηλι-κία του. Μετά την απόλυση, τον ερώτησα: «Είσθε συνταξιούχος;» Μου απήντησε: «Εμείς εδώ δεν γνωρίζουμε τι έστι σύνταξις• πεθαίνουμε στο Θυσιαστήριο!». Μετά τρία έτη έμαθα ότι εκοιμήθη. Όμως εκοιμήθη ως λειτουργός. Στο Θυσιαστήριο, «από του χρέους μη κινών».
Ύστερα από το διάταγμα του Κεμάλ το 1934 η ρασοφορία εκτός του ναού απαγορεύεται. Οπότε οι ιερείς κυκλοφορούν με πολιτικά και εισερχόμενοι εις τον ναόν φορούν ράσο και καλυμαύχι. Διευκρινίζω πως η ρασοφορία έκτοτε απαγορεύθηκε για τους Τούρκους υπηκόους και μόνον, κι όχι δι’ όσους απλώς επισκέπτονται την Τουρκία (εξ Ελλάδος φερ’ ειπείν ή όπου αλλού). Ενθυμούμαι, λοιπόν, τον μακαριστόν π. Μελέτιο Σακκουλίδη, τον Μεγάλον Οικονόμον. Ήτο εφημέριος σε 11 ναούς της περιφερείας Υψωμαθείων. Έζησε τα δραματικά γεγονότα του ’55 στους Αγίους Θεοδώρους Βλάγκας. Αυτός ποτέ δεν κάθισε σε ώρα ακολουθίας ή Θείας Λειτουργίας. Μέχρι τέλους. Και εντύπωση μου είχε κάνει μεγάλη διότι δεν έ-κρυβε ποτέ την ιερωσύνη του. Και γένια έτρεφε και κόμη διατηρούσε. Μάλιστα δε ο μακάριος εκείνος στο αριστερό πέτο του σακακιού του είχε πάντοτε καρφιτσωμένο ένα χρυσό σταυρό. Και πάντα έτσι κυκλοφορούσε εν μέσω αλλογενών και αλλοθρήσκων• με τον σταυρό να λάμπει.
Αυτό το διάταγμα του Κεμάλ, έφερε σε πολύ δύσκοληθέση τους εφημέριους τότε, αλλά και τους πιστούς. Έχει καταγραφεί ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’ (επί του οποίου βγήκε το διάταγμα) ουδέποτε εξήλθε του Πατριαρχείου, αρνούμενος και μη ανεχόμενος να συνοδεύεται από παντελονοφόρους κληρικούς.

Ο μακαριστός π. Γεώργιος Οκουμούσης εφημέριος στην Ίμβρο (εκοιμήθη ) μου εδιηγείτο τα εξής: «Ο πατέρας μου ήταν παπάς. Όταν ήλθε ειδοποίησις από το Πατριαρχείο να βγάλουν οι ιερείς τα ράσα, να περιορίσουν κατά το δυνατόν τη γενειάδα και να κόψουν την κοτσίδα (για να μη δίδουν στόχο, διότι τα πράγματα τότε ήσαν πολύ άγρια και επικίνδυνα) έπεσε θρήνος στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήταν ιερεύς στους Αγ. Θεοδώρους και έπρεπε να συμμορφωθεί. Με κλάματα η μητέρα μου παπαδιά πήρε το ψαλίδι, έκοψε την κοτσίδα και την τοποθέτησε σ’ ένα κουτί. Την έβαλε κάτω άπ’ τα εικονίσματα, και όταν ο πατέρας μου εκοιμήθη, το μόνο κτέρισμα που τον συνώδευσε στον τάφο ήσαν τα μαλλιά του, η κοτσίδα του»…
Είπα και προηγουμένως• οι κίνδυνοι ελλοχεύουν πάντοτε. Οι ιερείς είναι στο στόχαστρο. Ας κυκλοφορούν με πολιτικά, τους διακρίνουν αμέσως. Ακόμα, θυμηθείτε, αγνοείται η τύχη του πτώματος του Ηγουμένου του Μπαλουκλή Χρύσανθου. Κάποιο πηγάδι κρατάει το μυστικό του βασανισμού του…
Ο τέως Μέγας Εκκλησιάρχης π. Σεραφείμ όταν ήτο διάκονος, λειτουργούσε σε κάποιο ναό της περιφερείας του Βοσπόρου. Θες από άγνοια του κινδύνου, θες από αφέλεια φόρεσε γαλάζια διακονική στολή. Ήταν η εποχή μετά τα Σεπτεμβριανά. Ξαφνικά εισβάλλουν στον ναό τραμπούκοι εγκάθετοι και απήτησαν με κραυγές, βρίζοντας και απειλώντας, να βγάλη τα άμφια που θύμιζαν Ελλάδα…

Μου έλεγεν ο μακαρίτης παπα-Νεόφυτος εφημέριος στο Μπαλουκλή: «Κάποιος Χριστιανός με χάρισε ένα ρολόι χειρός που είχε στο κέντρο την Παναγία. Το φόρεσα και μπήκα στο λεωφορείο, για να πάω στο σπίτι μου στα Ταταύλα. Το λεωφορείο γεμάτο ήταν, θέσεις δεν είχε και στεκόμουν όρθιος. Πιάστηκα από τη χειρολαβή να μη πέσω, τραβήχτηκε το μανίκι και φάνηκε το ρολόι. Σαν κοράκια, σαν όρνια έπεσαν επάνω μου να με γδάρουν. Είδα κι έλαβα να γλυτώσω από τα χέρια τους. Και από τότε το έχω στην τσέπη του σακακιού μου». Εκείνο, αδελφοί μου, που είναι πολλές φορές ανυπόφορο για τους ιερείς της Πόλεως είναι η μοναξιά. Χωρίς οικογένεια, χωρίς ενορίτες.
Γνωρίζω, όμως, και μια εντελώς αντίθετη ιστορία. Την έζησα προσωπικώς. Μια ιστορία μεγάλης μετανοίας. Φυσικά, δεν θα αναφερθώ σε ονόματα ή ναούς.
Βρίσκομαι σ’ ένα πανηγυρίζοντα ιερό ναό κάπου στην Πόλι. Μέσα στο ιερό βήμα βλέπω ένα (για νεωκόρος μου φάνηκε) που εγνώριζε τα πάντα από τάξη. Άριστος στη διακονία του. Στο τέλος, με την απόλυση, τον πλησιάζω και τον συγχαίρω:

—Μπράβο! Είσαι ο καλύτερος νεωκόρος που έχω συναντήσει.
Αμέσως αυτός άρχισε να κλαίη!
—Μήπως σε προσέβαλα, ζητώ συγγνώμη, του λέγω.
—Όχι, πάτερ. Αλλά δεν είμαι νεωκόρος. Είμαι καθηρημένος διάκονος, και μένω στην Ελλάδα χρόνια τώρα, δουλεύοντας ως καθηγητής.
Συζητήσαμε επ’ αρκετόν. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ηθικοί λόγοι. Μόνον λόγοι ανυπακοής.
—Άκου, του λέγω, αν διετηρήθης καθαρός, πήγαινε στον Πατριάρχη. Βάλε μετάνοια. Ζήτησε συγγνώμη. Αυτός θα σε δεχθή και θα σε επαναφέρη.
Είπαμε κι άλλα πολλά. Σκορπίσαμε. Μετά από 2-3 χρόνια βρέθηκα πάλι στην Πόλι σε κάποιον άλλο ναό. Διακονούσε ένας διάκονος. Δεν μου πήγε στον νου τίποτε. Μετά την απόλυση με πλησιάζει, με αγκαλιάζει, με φιλάει, δακρύζει.
—Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο τάδε, κι όλα έγιναν όπως μου είπες!
Τώρα πλέον ως ιερεύς άμισθος υπηρετεί με ζήλο πολύ σε εκκλησία της Πόλης! Καλή του ώρα!
Έχω δε διαπιστώσει ότι καλοί εφημέριοι διεμβολίζουν τους αλλόθρησκους και πολλάκις οι σχέσεις τους είναι φιλικές. Εξαιρούνται βεβαίως οι «γκρίζοι λύκοι».

Στα Σεπτεμβριανά όλες οι εκκλησίες της Πόλεως και των όμορων Μητροπόλεων υπέστησαν διώξεις, καταστροφές και ιεροσυλίες αφάνταστες. Μια, όμως, εγλύτωσε. Ποιά; Οι Άγιοι Απόστολοι στο Φερίκιοϊ.
Το τι θα συνέβαινε εκείνη τη φοβερή αποφράδα νύχτα, στους λεγάμενους (στους Τούρκους δηλαδή) ήταν γνωστό από ημερών πολλών. Έγινε θέμα συζητήσεως στους θαμώνες του απέναντι του ιερού ναού καφενείου. Ψιλοκουβεντιάζουν οι Τούρκοι μεταξύ τους. Άλλοι υπέρ, άλλοι κατά. Κάποιος επεμβαίνει.
—Πρέπει να προστατέψουμε τη ρωμαίικη εκκλησία, διότι σ’ αυτήν, το ξέρετε όλοι, είναι ένας παπάς που μας βοηθάει στις ανάγκες μας, στις αρρώστιες μας, στην ανέχειά μας.
—Πάψε, ρέ! Παραμύθια! λένε οι φωνασκούντες αντιτιθέμενοι.
—Θα σας το αποδείξω! Αμέσως κιόλας. Δεν έχω ούτε μια λίρα πάνω μου, ψάξτε με. Θα πάω στο σπίτι του παπά και θα σας φέρω 500 λίρες!
Πάει, λοιπόν, και χτυπάει την πόρτα. Ζητάει τα χρήματα παρακαλώντας, λέγοντας πως έχει μεγάλη ανάγκη, άρρωστη γυναίκα και άλλα τέτοια. Ο παπάς απαντά:
—Βρε παιδί μου, δεν έχω τόσα χρήματα πάνω μου, και μάλιστα τέτοια ώρα. Θα ζητήσω και από τις αδελφές μου, όμως. Περίμενε!
Συγκεντρώνει το ποσόν και του το δίδει. Τότε ο Τούρκος τρέχει στο καφενείο και κρατώντας τα χρήματα στα χέρια του ψηλά και δείχνοντάς τα φωνάζει στους ομοφύλους του:
—Βλέπετε, όλοι; Αυτός είναι ο παπάς!

Έτσι, λοιπόν, εκείνο το φρικτό βράδυ του 1955, όλοι οι τούρκοι γείτονες περικύκλωσαν την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και όταν άρχισαν να έρχονται οι παρακρατικοί τραμπούκοι και ο μαινόμενος όχλος με ρόπαλα και μαχαίρια, βρήκαν τους ομοθρήσκους τους να προασπίζονται αποφασισμένοι τον ιερό ναό: «θα περάσετε πάνω απ’ τα πτώματά μας και ύστερα θα πειράξετε τον ναό και τον παπά»!
Υπάρχουν, αδελφοί συλλειτουργοί, και άλλα πολλά. Ενθυμούμαι όμως τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που λέγει ότι ο λόγος δεν πρέπει να γίνεται «αηδής διά τον κόρον», διό και τελειώνω εδώ.
Αυτοί οι πρεσβύτεροι αξίζουν τον θαυμασμό μας. Χωρίς ποίμνιο, χωρίς «τυχερά», χωρίς κρατική ενίσχυσι, χωρίς καμμιά εξουσία (σημειωτέον πως η κρατική εξουσία εκεί δεν αναγνωρίζει καθόλου τους κληρικούς παρά μόνον τους εφοροεπιτρόπους των βακουφιών. Οι ιερείς και οι επίσκοποι είναι ως μη υπάρχοντες, γαντζωμένοι σαν τα στρείδια στον βράχο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, χτυπούν καμπάνα και μ’ αυτήν διαλαλούν ότι υπάρχουν, ότι η Ρωμηοσύνη ζη και θα ζη έως ότου έλθη ο Ευλογημένος. Αμήν.
Αρχιμ. Δοσίθεος (Κανέλλος), Ηγούμενος Ι.Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας

Πηγή: Περιοδικό Ανάπλασις, τ. 462-463, Ιανουάριος
Συνομιλώντας στην Πόλη με ένα Τούρκο ταξιτζή
«Ρωτάμε ένα ταξιτζή: ‘‘Πως πάει η κατάστασις εδώ;’’ ‘‘Δεν πάει καλά. Όταν αδικήσεις κάποιον δεν θα πας καλά. Ο Θεός θα σε τιμωρήσει. Αδικήσαμε τους Ρωμηούς. Τους πήραμε τις περιουσίες, τους διώξαμε. Ο Θεός δεν το ευλογεί αυτό. Κακώς πήραμε την Πόλι απ’ τον Κωνσταντίνο. Κάθισε εκεί που σε έβαλε ο Θεός. Μη ζητάς περισσότερα.(πηγή: Μια γοργόνα στον Βόσπορο).

Θαύματα στους Μουσουλμάνους από τον Άγιο Δημήτριο
Παραμονή του Αγ. Δημητρίου ξανά εμείς στην Πόλη. Ρωτούμε στο Πατριαρχείο πού να εκκλησιασθούμε. Πάντα το κάνουμε αυτό. Πηγαίνουμε όπου μας συνιστούν. Συνήθως εκεί οπού λειτουργεί ο Πατριάρχης ή ο Πατριαρχικός Επίτροπος. Και οι λίγοι προσκυνηταί είναι μια παρηγοριά. Μας λέγουν λοιπόν να πάμε για τη λειτουργία στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Ξηροκρήνης (Κουρού Τσεσμέ) προς την πλευρά του Βοσπόρου…
Πηγαίνουμε στην Ξηροκρήνη. ….Χοροστατεί ο Πατριαρχικός Επίτροπος. Όρθρος, Θεία Λειτουργία, Θείο Κήρυγμα, όλα καλά. Εκκλησία ανακαινισμένη. Κόσμος αρκετός. Ενορίτες; όχι. Η τελευταία ενορίτισσα, ονόματι Αικατερίνη, πέθανε πριν τέσσερα χρόνια. Όσο ευρισκόμουν μέσα στο Ναό άκουα ένα συνεχή θόρυβο σαν να κυλούσε κάπου νερό. Δεν έδωσα σημασία. Ίσως επηρεασμένος απ’ την ονομασία της περιοχής. Ξηροκρήνη, άρα νερό δεν έχει.
Η Θεία Λειτουργία τελείωσε. Η δεξίωση γίνεται στον γυναικωνίτη. Ανεβαίνω. Βλέπω όμως ότι ο πολύς κόσμος εξαφανίζεται δεξιά σε μια στενή σκάλα. Πού πάνε; ρώτησα. Στο αγίασμα, μου απαντούν.
Ακολουθώ. Εισέρχομαι σ’ ένα ευρύχωρο παρεκκλήσι. Αριστερά σε μια δεξαμενή κυλά το αγίασμα. Ήταν ο θόρυβος που άκουγα. Αλλά δεν ήταν η πηγή. Οι προσκυνητές χάνονται από μπροστά μου. Μπαίνουν σε μια σπηλιά. Ακολουθώ. Υγρασία παντού. Οι τοίχοι στάζουν. Μικροί σταλακτίτες κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Σχεδόν ακουμπώ στην οροφή. Μου θυμίζει το Ευπαλίνειον όρυγμα της Σάμου. Το αγίασμα τρέχει κάτω απ’ τα πόδια μας. Η σπηλιά, αλλού πελεκημένη στο βράχο, αλλού χτιστή είναι ελαφρώς ανηφορική. Κόσμος πολύς μπαίνει, λίγοι βγαίνουν. Ευτυχώς χωρούν.

Κάπου κάπου υπάρχει και ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Προχωρούμε αργά για ώρα πολλή. Πόσα μέτρα προχωρήσαμε; εκατό; διακόσια; Ίσως και παραπάνω. Δεν μπόρεσα να υπολογίσω. Τέλος έφθασα στο αγίασμα. Αναβλύζει από τον βράχο. Ύδωρ εκ πέτρας. Πίνουμε και επιστρέφουμε. Στο παρεκκλήσι βλέπω δυο ζευγάρια δεκανίκια κι άλλα τάματα. Φτάνω στον γυναικωνίτη. Οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις είχαν τελειώσει. Είχε αρχίσει το κέρασμα. Κάθομαι ανάμεσα σε δύο πρεσβυτέρους. Τον εφημέριο Διπλοκιονίου (Μπεσίκτας) και τον εφημέριο Μεγάλου Ρεύματος (Αρναούτ-κιοϊ). Πιάσαμε κουβέντα. Εξελίχθηκε εις αποκαλύψεις.
Αρχίζω τις ερωτήσεις: Είδα κάτι πατερίτσες επάνω, ποιος τις άφησε; Οι «λεγάμενοι» (εννοεί τους Τούρκους) μου απήντησε. Εδώ, πάτερ μου, γίνονται πολλά θαύματα. Έρχονται «λεγάμενοι» απ’ όλα τα μέρη της Τουρκίας, λούζονται με το αγίασμα, πίνουν και θεραπεύονται. Επειδή εδώ δεν υπάρχει τακτικός εφημέριος, ερχόμαστε εμείς εκ περιτροπής και λειτουργούμε κάθε Σάββατο. Έρχονται πολλοί. Το καλοκαίρι εκατοντάδες. Γεμίζει ο ναός, οι γυναικωνίτες, η αυλή. Όταν γίνεται η Μεγάλη Είσοδος στρώνονται στο δάπεδο του ναού τόσοι πολλοί που δυσκολευόμαστε να περάσουμε. Μας ζητούν να τους κοινωνήσουμε. Αυτό δεν είναι για σας, τους λέμε. Τους δίδουμε όμως λίγο ψωμάκι κομμένο σαν αντίδωρο προς παρηγορίαν τους. Ανεβαίνουν στο αγίασμα, λούζονται, πίνουν, ζητούν να προσκυνήσουν Σταυρό. Τον βάζουμε σ’ ένα τραπεζάκι και τον προσκυνούν. Δεν τον κρατούμε γιατί υπάρχουν καταδότες. Θα μας καταγγείλουν ότι κάνουμε προσηλυτισμό. Τα δεκανίκια που είδες τα άφησαν πέρυσι. Μάλιστα ένας ήρθεν απ’ το Ερζερούμ. Είδε όραμα τον Άγιο Δημήτριο. Θα πας, του λέγει, στο τάδε μέρος και θα λουσθείς τρεις φορές στο αγίασμά μου και θα θεραπευθείς. Ξεκίνησε απ’ τα βάθη της Μικράς Ασίας, ήλθε, έπραξεν, όπως του παρήγγειλεν ο Άγιος και έγινε καλά.

Ήλθε με πατερίτσες και έφυγε πηδώντας. Άφησε στον Άγιο τα δεκανίκια του. Είναι αθώες ψυχές πάτερ μου, και τις ακούει ο Θεός. Και συμπληρώνει ο εφημέριος του Μεγάλου Ρεύματος με την ωραία Πολιτική προφορά του:
Δέκα πέντε χρόνια παπάς είμαι, άμα ένα όραμα δεν είδα. Αυτοί «λεγάμενοι» είναι, αλλόθρησκοι είναι, οράματα βλέπουν, όνειρα βλέπουν. Τι πράγματα είναι αυτά;
Του απαντώ: Εμείς, πάτερ μου, βρισκόμαστε μέσα στην αλήθεια, κολυμπάμε μέσα στο θαύμα της Εκκλησίας. Δεν χρειαζόμαστε οράματα. Άμα ζεις μέσα στο άπλετο φως, τι θα σε ωφελήσει το φως ενός κεριού ή έστω μιας λαμπάδας; Αυτοί ζουν μέσα στα πηχτά σκοτάδια, εις το ψηλαφητόν σκότος. Γι’ αυτό τους δίδει ο Άγιος Θεός λίγο φως, κάποια οράματα, κάποια θαύματα.

“Αν είναι έτσι καλά είναι.,.
Συγκλονισμένος σκέπτομαι μέσα στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο.
– Τι συμβαίνει άραγε; Είναι αταβισμός; Είναι αναμνήσεις μιας χριστιανικής καταγωγής που ποτέ ενδεχομένως δεν λησμονήθηκε; Είναι μία πρόγευσις των όσων μέλλουν να συμβούν; Ή είναι αυτά και πολλά άλλα μαζί; Μόνον ο φιλάνθρωπος Θεός γνωρίζει. «Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ή τις σύμβουλος αυτόν εγένετο;» (προς Ρωμαίους ΙΑ’, 34).
(πηγή:Από το βιβλίο: «Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο», Εκδ. Ι.Μ. Παναγίας
Τατάρνης Ευρυτανίας)
Επίλογος
Ο μεγάλος ανατροπεύς
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980, παραμονές Χριστουγέννων, στο Καρπενήσι. Ήμουν φοιτητής. Ομιλητής ήταν ο π. Δοσίθεος Κανέλλος, σήμερα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Τατάρνας, με θέμα «Ακίνδυνος και επικίνδυνος Χριστός».
Οι περισσότεροι ίσως τον γνωρίζουν από το δημοφιλές βιβλίο του της καλογηρικής μαγειρικής, άλλοι από τα θεολογικά βιβλία του. Λίγοι είχαν τη χαρά να τον γνωρίσουν από τα παιδικά τους χρόνια. Ανήκω σε αυτούς. Σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, ο π. Δοσίθεος έλαμπε με το πνεύμα του (με τριττή σημασία: πνοή, πνευματικότητα, χιούμορ) και τις πράξεις του. Τα κηρύγματά του ήταν ασυνήθιστα: στερούνταν διδακτισμού, ήταν οξυδερκή και αισθαντικά. Ακούγοντάς τον, ήταν αδύνατον να μη θέσεις το ερώτημα: Πώς πρέπει να ζω;
Δεν είχα σκεφτεί, μέχρι τότε, τη διάκριση μεταξύ «ακίνδυνου» και «επικίνδυνου» Χριστού. Έκτοτε, δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου…. Η ομιλία του π. Δοσιθέου ήταν ο καταλύτης. Αργότερα προστέθηκε η απαραίτητη διανοητική επεξεργασία.

Ο ακίνδυνος Χριστός είναι το ψυχολογικό καρύκευμα της τακτοποιημένης ζωής. Αυτός ο Χριστός είναι ιδεολογικό συμπλήρωμα πνευματικής διατροφής, μια άνωθεν εξουσία για την ηθική νομιμοποίηση επίγειων εξουσιών, μιντιακή κατασκευή για μαζική κατανάλωση «αγάπης», ηθικό προκάλυμμα της υπολογιστικής ζωής. Ο χριστιανισμός που αντιστοιχεί στον ακίνδυνο Χριστό είναι κρατική θρησκεία, ευσεβιστική πρακτική, ιδεολογικό στήριγμα των εξουσιαστών, εξαργυρώσιμη μετά θάνατον επιταγή, πυλώνας της ιδεολογίας «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, συμφέροντα», και συμβολικώς απονεκρωμένα έθιμα. Ένα πράγμα δεν είναι: πυξίδα αυθεντικής ζωής.
Ο επικίνδυνος Χριστός είναι ανατρεπτικός. Απαιτεί εξουθενωτική αφοσίωση. Ζητά η σχέση μας μαζί Του να είναι τέτοια, που να μας προσδιορίζει εσαεί («μείνατε εν εμοί», Ιωάννης, ΙΕ’, 4). …….. Να ακολουθείς τον Ιησού σημαίνει να συναναστρέφεσαι αυτούς που ίδιος προτιμά: τους αδύναμους, τους αποκλεισμένους, τους περιφρονημένους. ……
Ο Χριστός είναι ακίνδυνος, όταν ανοίγουμε το σπίτι μας μόνο σε αυτούς που επιλέγουμε. Γίνεται επικίνδυνος, όταν πρέπει να κάνουμε χώρο για τον απρόσκλητο επισκέπτη. Προσευχόμαστε να έλθει ο Χριστός κοντά μας, αλλά, όταν ξαφνικά έλθει – ξένος, ταλαιπωρημένος και καταφρονημένος-, τότε είμαστε έτοιμοι να τον υποδεχθούμε; Αυτό το ενοχλητικό ερώτημα έθεσε ο π. Δοσίθεος πριν 40 χρόνια. Όσο κι αν η τακτοποιημένη μου ζωή τείνει να το απωθεί, ακούω ακόμη τον διεγερτικό αντίλαλό του.

*Χαρίδημος Τσούκας; Καθηγητής στην Έδρα ColumbiaShipManagement και Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου (www.htsoukas.com)