«Εις μνημόσυνον» Γέροντος Δοσιθέου, ηγουμένου της Ιεράς Μονής Τατάρνας Ευρυτανίας

Επιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου

Εισαγωγικά.
Στις 4 Ιανουαρίου κοιμήθηκε σε ηλικία 86 ετών ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνας Ευρυτανίας, πατήρ Δοσίθεος Κανέλλος, σπουδαία εκκλησιαστική και πνευματική μορφή του τόπου. Τον τελευταίο καιρό η υγεία του είχε επιδεινωθεί σημαντικά.
“Επί κλίνης οδύνης και στρωμνής κακώσεως κατά τα τελευταία έτη πολλά υπομείνας, εκοιμήθη εν Κυρίω το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου 2023 ο ηγούμενος της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης γέρων Δοσίθεος”,ανακοίνωσε η Ιερά Μητρόπολη Καρπενησίου. Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε την Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023, στις 2.30 το μεσημέρι, στο Καθολικό της Ι.Μ. Τατάρνας.
Ο πατήρ Δοσίθεος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936.

Η εμβληματική αυτή εκκλησιαστική προσωπικότητα ήταν ο δεύτερος κτήτορας της Ιεράς Μονής Τατάρνας. ΗΙερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τατάρνης (η Τετάρνης), σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε το 1111, ενώ, κατά τον 13ο αιώνα, ενισχύθηκε σημαντικά με τις χορηγίες της αγίας Θεοδώρας της Άρτας.
Η σύνδεση της Μονής με την πολιούχο μας Οσία Θεοδώρα μάς υποχρεώνει να δημοσιεύσουμε το παρακάτω αφιέρωμα «Εις μνημόσυνον»του μακαριστού Γέροντος.
Ο Άγιος Θεός να αναπαύσει τη ψυχή του. “Μακάριοι οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες ότι τα έργα αυτών ακολουθούν αυτούς”. Ο Κύριος να τον κατατάξει ανάμεσα στους Αγίους και Δικαίους στην Ουράνια Βασιλεία Του. Ας είναι η μνήμη του αιωνία και άληστος..

ΜΕΡΟΣ Α
Αποσπάσματα από τις Διδαχές του Γέροντος
Α.Η γνώση κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται, όπως είχε πει και ο Απόστολος Παύλος. Εμείς τη γνώση την έχουμε σαν εργαλείο, όπως ο μάστορας έχει ένα σκεπάρνι. Τη γνώση δεν τη χρησιμοποιείς για ν’ ανεβείς και να κορδώνεσαι. Η Εκκλησία είναι το ταπεινό. Ο φωτισμός προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Ποτέ δεν πρέπει να βλέπουμε εάν ο άνθρωπος έχει πτυχία. Εάν η γνώση και η μόρφωση θα ήταν μόνο για τη σωτηρία ορισμένων ανθρώπων, τότε ο θεός θα ήταν άδικος. Ο Πανάγαθος Θεός σώζει κι αυτόν που δεν έχει γνώση. Η σωτηρία είναι για όλους τους ανθρώπους.

Β. Θέλουν οι χριστιανοί να τα μάθουν; Πίστησημαίνει και υποχρεώσεις, ξέρεις τι είναι η νηστεία αλλά δεν νηστεύεις. Υπάρχουν όμως καθαρές ψυχές ασχέτως με το ρεύμα ζώντας τη χριστιανική ζωή. Νηστεύοντας σωματικά, νηστεύεις και πνευματικά. Ο χειρότερος εχθρός είναι η ειρωνείατου κόσμου. Η ορθόδοξη ζωή είναι πάρα πολύ εύκολη, δεν είναι δύσκολη. Εμείς δεν είμαστε η καλύτερη πίστη, υπάρχουν κι άλλες που είναι κάλλιστες. Η διαφοράτης Ορθοδοξίας μας είναι ότι ο Θεός μας αποκάλυψε πράγματα. Όσο μπορούμε να τα καταλάβουμε. Με την πίστη είναι μαζί και τα μυστήρια.

Γ. Το μήνυμα της αναστάσεως το έχει η ίδια η λέξη Ανάσταση που σημαίνει σηκώνομαι όρθιος. Ο Κύριος το θάνατο πατήσας κι αναστήθηκε. Ο σταυρός δεν είναι ποτέ σημείο θανάτου. Όταν βάζουμε σταυρό στον τάφο σημαίνει ότι αυτός δεν πέθανε αλλά θ’ αναστηθεί. Ο σταυρός είναι σύμβολο της Αναστάσεως.

Δ. Ένας μοναχός δεν πρέπει να πιστεύει ότι είναι καλύτερος και αγιότερος από τον υπόλοιπο κόσμο. Μάλιστα η πραγματική θεολογία λέει ότι ο μοναχός είναι κάτω πάντων. Γι αυτό οι πιστοί δεν πρέπει να φιλάνε χέρι μοναχού ή μοναχής. Μόνο αν είναι ιερομόναχος, γιατί έχει ιεροσύνη. Ο μοναχός είναι από τη φύση του συντηρητικός. Πρέπει να είναι. Όχι φανατικός· συντηρητικός. Και δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σ’ αυτό. «Συντηρητικός», είναι αυτός που έχει σύνεση. Αυτός που δέκα φορές μετράει και μία κόβει. Συνεχίζει τη ζωή των μαρτύρων, ζει το μαρτύριο της συνειδήσεως, γίνεται μάρτυρας με την προαίρεσή του. Προσπαθεί να ζήσει ζωή αγγελική («φῶς γὰρ μοναχοῖς ἄγγελοι»). Αντιδιαστέλλεται με οξύτητα σε κάθε τι το κοσμικό. Το Μοναστήρι είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος προσευχής και άσκησης. Η προσευχή του μοναχού γίνεται μοχλός που ακόμη και τη γη μπορεί να κινήσει. Ο Μέγας Αντώνιος, «τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν εὐχαῖς αὐτοῦ».Ακόμη και βασιλείς πίστευαν (και είχαν δίκαιο!) πως οι προσευχές των μοναχών βοηθούν όλο το Κράτος (Ιουστινιανού Νεαρά 135, κεφ. 5).

Ε. «Παπάς» είναι λέξις τιμητική και είναι χαϊδευτικό της λέξεως «πατήρ», και μετάφρασις της αραμαϊκής λέξεως «αββάς». Και η λέξις «παπάς» ή «παπίας» δεν είναι μακρυά ετυμολογικώς από την λέξη «πάπας» που τόσον έχει παρεξηγηθή εξαιτίας της χρήσεώς της από τον επίσκοπο Ρώμης. Τονίζω ότι ιερομόναχοι και έγγαμοι πρεσβύτεροι είμεθα ένα• άνευ διακρίσεως «αγιότητος». Είμαι παπάς, είσθε παπάδες. Είμαι πρεσβύτερος, είσθε πρεσβύτεροι. Δεν υπάρχει στην Εκκλησία του Χριστού διάκριση μεταξύ έγγαμου και άγαμου κλήρου. Όπου υπάρχει διάκρισις, εκεί υπάρχει αίρεσις. Διότι μια φορά, θυμάμαι, κάποιοι αρχιερείς οι οποίοι προέρχονταν από οργανώσεις είχαν επισκεφθεί το Μοναστήρι που ήμουν καλόγηρος. Και λέγει τότε ο οικείος επίσκοπος, μακαριστός πλέον τώρα, πως την επομένη ημέρα θα ετελείτο μια «παρθενική Λειτουργία». Του λέγω: «Τί εννοείτε;». Μου απαντά: «Θα λειτουργήσουμε μόνον εμείς οι άγαμοι». «Συγγνώμη, μα εγώ δεν θα λειτουργήσω, δεν θα έρθω». «Γιατί;», ερωτά. Και του απαντώ: «Πρώτον, διότι αυτό είναι εγκρατιτική αίρεσις, δεύτερον διότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν την διάκριση μεταξύ άγαμου και έγγαμου επί ποινή αφορισμού, και τρίτον διότι εγώ δεν είμαι παρθένος». Εκεί τινάχτηκε! Λέει: «Τί εννοείς;». «Εννοώ πως αν ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «Και γυναίκα ού γινώσκω και παρθένος ούκ ειμί», εγώ δεν μπορώ να ισχυρισθώ πως είμαι παρθένος». Εξάλλου η Εκκλησία του Χριστού, εκ των ανδρών μόνον ένα ονόμασε Παρθένο∙ τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Οι υπόλοιποι είμαστε καθ’ υπόνοιαν «παρθένοι». Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου, αισθάνομαι πολλήν την οικειότητα ανάμεσά σας. Άλλωστε να ξέρετε πως οι καλύτεροί μου φίλοι είναι οι έγγαμοι κληρικοί. Και χαίρω ιδιαιτέρως, όταν έρχονται στο Μοναστήρι μας και λειτουργούν. Διότι δεν είναι σωστό κάποιοι αρχιμανδρίτες των 20-25 χρόνων να περιφρονούν κληρικούς έγγαμους 80-85 χρόνων.(απόσπασμα ομιλίας σε κληρικούς).

ΣΤ. Η εκκοσμίκευση στην Εκκλησία
Είναι πολλοί αυτοί που λένε: «Πάραείναι αυστηρή η Εκκλησία! Όχι τούτο, όχιεκείνο. Όχι στις προγαμιαίες σχέσεις, ασκητική έξω από τον γάμο, ασκητική μέσαστο γάμο, νηστείες μακρινές κι ατελείωτες, ακολουθίες ατέρμονες (μέχρι πουκουνάς το ρολόι σου μήπωςσταμάτησε!). Βάλτε λίγο νερό στο κρασί! Δεν ακούτετον Κοραή και τους “διαφωτιστάς” της Δύσεως; Ακόμη στο μεσαίωνα θα ζούμε;!…», και τα εξής.
Να την, λοιπόν και η εκκοσμίκευση. Να πάει η Εκκλησία προς τον κόσμο· όχι ο κόσμος προς την Εκκλησία. Να κατεβούμε· όχι, να ανεβούμε. Απόκόσμος–στολίδι, να γίνουμε υπόκοσμος–δυσωδία.
Σκοπός: ν’ ανοίξουν οι πόρτες της Μάνδραςπου είναι απάτητη στους λύκους και να μπουν μέσα κάθε είδους θηρία. Μπάτεχίλιοι αλέστε, και αλεστικά μη δώσετε! Κι όποιος γλυτώσει! Αυτά τα σχέδια «αλώσεως» του εκκλησιαστικού φρονήματος καιτης εκκλησιαστικής ζωής ξεκινούν,βεβαίως, απ’ τον Κοραή και την ανεκδιήγητηθεωρία της «μετακενώσεως», μπαίνουνστον ελληνικό διαφωτισμό (γράφε: «σκοταδισμό»!)και φθάνουν μέχρι τις μέρες μας.Κι έχουν πετύχει πολλά. Για τα όσα πέτυχανστις ενορίες, ας γράψουν άλλοι που είναι περισσότερο ειδικοί από μένα. Εγώ θαγράψω γι’ αυτά που γνωρίζω καλά· για την εκκοσμίκευση του φρονήματος πολλώνμοναχών.
Θα νόμιζε κανείς ότι μέσα σ’ αυτόν τοναναβρασμό, μέσα σ’ αυτό το ανακάτεμα, θα έμεναν τα Μοναστήρια μας ανέπαφα. Δυστυχώς, δεν έμειναν!

….Στα νιάτα μου πήγαινα τακτικά στο ΆγιονΌρος. Πήγαινα για να διδαχθώ και πράγματι έμαθα πολλά. Δάσκαλός μου ήταν οΓέρων της Αδελφότητας των Δανιηλαίων, στα Κατουνάκια, ο μοναχός Γερόντιος (1891–1973).Σοφός καλόγηρος, με πλατειές αντιλήψεις, χωρίς φανατισμούς και παρωπίδες. Απόαυτόν έμαθα να διακρίνω το εκκλησιαστικό από το κοσμικό φρόνημα.Αυτός με έμαθε να συντονίζω το βήμα μου μετο βήμα της Εκκλησίας, να μετρώ με τα μέτρα της Εκκλησίας, να σταθμίζω τα πράγματαμε το νήμα της στάθμης της Εκκλησίας. Αιωνία του η μνήμη!

Μου έλεγε, λοιπόν:
«Ποτέ, πάτερ μου, μηκατακρίνεις μοναχό ή κληρικό για ηθικά παραπτώματα. Γιατί, την ώρα που εσύ τονκατακρίνεις, αυτός μπορεί να έχει μετανοήσει και να κλαίει για τις αμαρτίεςτου. Και ενώ αυτός σώζεται, εσύ όμως κατακρίνεσαι. Όμως, να είσαι αυστηρός μεκληρικούς ή μοναχούς που «αἴρουν ὅριααἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Αυτοί οι νεωτεριστές με το κοσμικόφρόνημα κάνουν μεγάλο κακό στην Εκκλησία. Όποιον νεωτερισμό και αν εισάγουν,γίνεται κακή παράδοση και δε διορθώνεται με τίποτα!»
Μου έλεγε και άλλα πολλά. Ήταν μία ζωντανήιστορία του Αγίου Όρους.
«Το κοσμικό φρόνημα (δηλαδή ηεκκοσμίκευση) ήλθε, πάτερ μου, από τους Ρώσους στο Άγιον Όρος. Οι χθεσινοί στρατιώτεςτου Τσάρου, γίνονται σήμερα καλόγηροι. Ο Τσάρος ήθελε να μεταβάλλει το Άγιο Όροςσε προωθημένο φυλάκιο του πανσλαβισμού στο Αιγαίο. Αυτοί έφεραν την πολυτέλεια,τα μεταξωτά ράσα και τα αραχνοΰφαντα κουκούλια και τις σκληρές σκούφιες. Τότεήλθαν οι συχνές–πυκνές καταλύσεις νηστειών χάριν υποτιθέμενων αργιών. Τότεμοίραζαν τις λίρες με το σακκούλι και το χαβιάρι με το φτυάρι». Για όλα αυτά, μου έφερνε και παραδείγματασοβαρά και φαιδρά, που όμως δεν χωρούν σ’ ένα άρθρο.

Ευτυχώς που ο Γέρων Γερόντιος εκοιμήθη καιδεν βλέπει με τα σωματικά του μάτια αυτά που γίνονται σήμερα. Περικοπές ιερών Ακολουθιών, εκκοσμίκευσητου Τυπικού, εισαγωγή νέων ύμνων (του τύπου «Αγνή Παρθένε…») είναι πιακάτι το συνηθισμένο. Ακούγονται διαταγές ηγουμένης, σαν και αυτή: «Απόψε θακάνουμε δύο(!) “Χαιρετισμούς”· έναν στις τέσσερις και έναν στις έξι, γιατί θαέρθουν τέσσερα πούλμαν!»Σε ερώτησή μου σε γυναικείο Μοναστήρι μεπάνω από πενήντα καλόγριες, μετά τον Εσπερινό: «γιατί παραλείψατε το Ψαλτήρι;»,η απάντηση ήταν ξερή: «γιατί περιμένουμε κόσμο!». Οπότε το Μοναστήριμεταβάλλεται σε κατάστημα πώλησης εργόχειρων και τα πάντα προσαρμόζονται πάνωστην βάση ενός και μόνου σκοπού: «Ναέρχεται κόσμος»! Το Μοναστήρι, τότε, μεταβάλλεται σε ενορία. Πράγμα που, εκκλησιαστικά,είναι ανεπίτρεπτο. Και αυτό επιφέρει μία σύγχυση που δεν είναι καθόλου τυχαία.Και γι’ αυτό υπεύθυνοι είμαστε εμείς οι μοναχοί. Αντί να διδάσκουμε τους χριστιανούς να έχουν ζωντανή σχέση με την ενορία τους, τους διδάσκουμε ναέρχονται σ’ εμάς. Γιατί, εδώ σ’ εμάς, υπάρχει «αγιότητα», υπάρχει «κατάνυξη»,υπάρχει «μισοσκόταδο». Κι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί στις μέρεςμας η καλογερική θεωρείται ως η αφρόκρεμα (η «ελίτ») της κοινωνίας. Κατά τηνδιδασκαλία της Εκκλησίας ο μοναχός είναι κάτω απ’ όλους. Γι’ αυτό και σύμφωνα μετην αρχαία πράξη ο μοναχός ποτέ δεν αποσχηματιζόταν. Οτιδήποτε κι ανδιέπραττε. Τώρα πια, στον τύπο του σύγχρονου μοναχούδεν ταιριάζει το «πολύθυρον τριβώνιον», το τρύπιο ράσο δηλαδή, ούτετα χονδροπάπουτσα, ούτε οι «μαλλίνες» (=οιάσπρες μάλλινες φανέλες τις οποίες φορά κατάσαρκα ο υποψήφιος μοναχός καθώς προσάγεται για την μοναχική κουρά του), ούτε τα «τσουράπια» (=άσπρες μάλλινες κάλτσες που πρωτοφοριούνται στην μοναχική κουρά), ούτε ο τορβάς.Τώρα τον λόγο τον έχουν τα πτυχία, οι γνώσεις,οι δημόσιες σχέσεις. Και, κυρίως, ο «κοινωνικόςμοναχισμός».

Λίγη προσευχή (κι αυτήσε ζεστό ή δροσερό περιβάλλον, ανάλογα την εποχή!) και πολύ «δράση». Πολλή φιλοσοφίακαι ελάχιστη θεολογία, δηλαδή ελάχιστη πνευματική ζωή. Πολλή κριτική εναντίον πάντων και καθόλου αυτοκριτική. Απαντήσεις για όλα τα θέματα (από αντισύλληψημέχρι σύλληψη!). Και, παρακαλώ, όχι αντιρρήσεις. Ράσο ατσαλάκωτο αρίστηςποιότητος και κουκούλι για νεράιδες. Και, κυρίως, όχι ζόρι. Και έτσι, με τηνπαραχώρηση του Θεού, φθάσαμε σε μοναχούς «ροκάδες» που τραγουδούν λικνιζόμενοι στους αισθησιακούς ρυθμούς της rock μουσικής, παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα «για τοκαλό μας» και για το «καλό» της νεολαίας. Πώς αλλιώς άλλωστε θα γνωρίσει αυτή τονΧριστό;
Ήμουν είκοσι ετών. Πριν από 54 χρόνια,όταν ήμουν λαϊκός ακόμη. Ξεκινώ απ’ τη Μονή Καρακάλου για τη Μεγίστη Λαύρα.Σύνολο πεζοπορίας, ώρες πέντε (τώρα, βέβαια, άλλαξαν τα πράγματα!). Κουρασμένοςκαι διψασμένος, σταματώ στο Αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, στο μέσον περίπου της πορείας. Πίνω απ’ το Αγίασμα. Βγαίνω έξω και κάθομαι σ’ ένα ξύλινο παγκάκι.Ξαφνικά, παρουσιάζεται μπροστά μου ένας καλόγερος. Υπέργηρος, αλλά στητός και γεροδεμένος. Στα λευκά του μαλλιά και στημακριά του γενειάδα, ζήτημα αν είχε εισχωρήσει χτένα ποτέ. Ήταν μονοχίτων.Φορούσε ένα ξεθωριασμένο, χιλιομπαλωμένο ζωστικό ακαθορίστου χρώματος. Μιαμάλλινη χοντρή σκούφια κάλυπτε το κεφάλι του. Το λάσιον (=τριχωτό) στήθος του στόλιζε ένας παλιός ξύλινος σταυρός. Ήταν ξυπόλητος. Εντυπωσιάστηκα. Είχα ακούσει απόδιηγήσεις Αγιορειτών ότι υπήρχαν ασκητές μέσα στο δάσος, χωρίς καλύβη, χωρίςμόνιμη κατοικία, οι οποίοι δεν εμφανίζονταν στους ανθρώπους.

«Θα είναι ένας απ’ αυτούς!», σκέφτηκααστραπιαία. Σηκώνομαι αμέσως. Προσπαθώ να του φιλήσω το χέρι. Δεν δέχθηκε. «Δενείμαι παπάς», λέγει, «καλόγηρος είμαι!». Καθίσαμε. Πιάσαμε κουβέντα.
–Πόσα χρόνια έχετε στο Όρος; ρωτώ.
–Ογδόντα, μου απαντά.
Εκπλήσσομαι.
–Και πόσο ετών ήσασταν όταν ήρθατε;
–Δεκαπέντε.
–Βγήκατε ποτέ έξω; ρωτώ και πάλι.
–Όχι, ποτέ.
–Αυτοκίνητο είδατε ποτέ;
–Όχι, γιατί όταν ήλθα δεν υπήρχαν στονκόσμο.
Τότε μου ξεφεύγει μια ερώτηση για τηνοποία ακόμη ντρέπομαι:
–Θυμάστε πώς είναι οι γυναίκες;
Δεν θυμώνει. Μου απαντά με πολλή καλοσύνη:
–Όχι. Βλέπω την Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκουκαι συμπεραίνω πώς πρέπει να είναι!
Δεν συνεχίσαμε. Χαιρετισθήκαμε.
Εξαφανίσθηκε μέσα στο δάσος, έτσι ξαφνικά, όπως και ξαφνικά εμφανίσθηκε. Δενεξαφανίσθηκε, όμως, ποτέ απ’ τη μνήμη μου. Όσο ζω θα θυμάμαι εκείνη την τραχειάμορφή αλλά και την τόσο ήρεμη, τη γνήσια, την ατόφια, που λες και βγήκε απόκάποια τοιχογραφία της πάλαι ποτέ Μονής των Αμαλφηνών. Είχα συναντήσει τον ΚΑΛΟΓΗΡΟ!Σ’ ευχαριστώ, Κύριέ μου!…

Συνεχίζεται