ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ

(σκιές και ψίθυροι πίσω από κλειστές πόρτες)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου, Δικηγόρου

Είχα καιρό να δω ή να ακούσω την παλιά μου φίλη. Τελευταία φορά που βρεθήκαμε, στην προ COVID εποχή, αρπαχτήκαμε για τα πολιτικά και το ποδόσφαιρο. Συμφωνήσαμε μόνο για το Ζαγόρι, τους Παξούς και την γοητεία τους. Ήταν η εποχή μιας εκβιαζόμενης, ακόμα, «κανονικότητας».
Όταν, λοιπόν, ζήτησε να με δει «Σάββατο απόγευμα που θάναι κλειστή η αγορά και δεν θαναι κανένας στο γραφείο» υποψιάστηκα πως κάτι το σοβαρό ή έκτακτο είχε συμβεί. Ήρθε. Δεν ήταν μόνη της. Ήταν μαζί και η κόρη της, μια όμορφη κοπέλα, χαρά θεού. Είχε παντρευτεί πριν λίγα χρόνια σένα κυκλαδονήσι, εκεί που είχε βρει τον ερωτά της. Τώρα ήταν η τρίτη χρονιά που θα δούλευε σαν αναπληρώτρια.
Στην αρχή δεν πρόσεξα τίποτα. Λίγο το όμορφο πρόσωπό της, λίγο το προσεγμένο μακιγιάζ δεν με έβαλαν σε σκέψεις. «Δείξε του» της είπε η φίλη μου. «Μην ντρέπεσαι, ο Βαγγέλης είναι πρώτα φίλος και μετά δικηγόρος . Δείξε του να δει».

Απ’ το κινητό της νεαράς είδα τις πρώτες φωτογραφίες. Μελανιασμένο πρόσωπο, μαυρισμένα μάτια, σκισμένα και ματωμένα χείλη. Ένα παραμορφωμένο όμορφο πρόσωπο. Πέντε φωτογραφίες κυριολεκτικά γροθιά στο στομάχι.
«Δεν είναι η πρώτη φορά» συνέχισε η μάνα της, «αλλά το κακό τώρα παράγινε, ξέφυγε εντελώς. Θα τον κλείσω μέσα τον αλήτη».
Η νεαρά δεν μιλούσε. Άκουγε με το βλέμμα της στο κενό. Κουβεντιάσαμε αρκετά για να χαλαρώσει. Να νοιώσει άνετα και να μιλήσει. Να εξομολογηθεί δηλαδή αυτό που περνούσε, αυτό που δεν άντεχε, αυτό που την πόναγε.
Πως απ’ τον έρωτα και τον γάμο στο Κυκλαδονήσι φθάσαμε ως εδώ. Απ’ το όνειρο δίπλα σένα ασπρισμένο ξωκλήσι του Αιγαίου σε μια αποκρουστική κακομεταχείριση και βία, σε πέντε ματωμένες φωτογραφίες.
«Ζήλευε, ζήλευε πολύ και χωρίς λόγο. Ένοιωθε ανασφάλεια. Τρόμαζα να τον πείσω να πάω αναπληρώτρια εκτός νομού για τα μόρια του διορισμού μου. Έβλεπε παντού κινδύνους και φαντάσματα. Ούτε τις φίλες μου και τους παλιούς συμμαθητές μου άντεχε να βλέπω. Δεν ξέρω πως όλα έγιναν τόσο γρήγορα, τόσο σκατά. Πάγωσα για πρώτη φορά όταν μεσπρωξε κι έπεσα. Κλονίστηκα όταν για πρώτη φορά με χαστούκισε. Διαλύθηκα όταν άρχισε να με χτυπάει. Ντρεπόμουν να το πω στη μαμά, κι αν το μάθει ο μπαμπάς μου θα τον σκοτώσει. Ο μπαμπάς μου, που μέχρι να παντρευτώ δεν είχε σηκώσει ποτέ το χέρι του…»

Την ρώτησα εάν την είδε κάποιος γιατρός, αν πήγε στο Νοσοκομείο, αν έκανε καταγγελία στην Αστυνομία. «Δεν έκανε τίποτα» είπε η φίλη μου. «Τελευταία τα έμαθα κι εγώ. Ούτε Αστυνομία, ούτε τίποτα. Φοβάμαι μήπως σβήσει και τις φωτογραφίες από το κινητό και γλυτώσει ο αλήτης. Τώρα τι κάνουμε ;»
Αλήθεια τι κάνουμε ; Όσα πρέπει κι αυτά που μπορούμε. Πράγμα όχι πάντα αυτονόητο, όχι πάντα εύκολο, όχι πάντα χωρίς συνέπειες.
Ο Ποινικός, πρωτίστως, νομοθέτης φρόντισε να θωρακίσει με ασφάλεια τα θύματα μιας παραβατικής συμπεριφοράς στο οικογενειακό περιβάλλον. Φρόντισε να ενεργοποιήσει ασφαλιστικές δικλείδες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του τέρατος που προσλαμβάνουμε ως «ενδοοικογενειακή βία».
Ο Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον Ν. 4531/2018, τυποποιεί με το πλέγμα των διατάξεων του το corpus και το υποκείμενο της «ενδοοικογενειακής βίας» ως αυτή εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις και συμπεριφορές σένα συγκεκριμένο και οριοθετούμενο «οικογενειακό περιβάλλον».

Σύμφωνα δε με την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης «για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας» (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η ενδοοικογενειακή βία συνίσταται «σε πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων , ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα».
Ο Ποινικός Νόμος 3500/2006 στις οικείες διατάξεις του εκλαμβάνει πως ως ενδοοικογενειακή βία, νοείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6 (ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη), 7 (ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή), 8 (βιασμός και κατάχρηση σε ασέλγεια) και 9 (ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας).
Δράστης της ενδοοικογενειακής απειλής, σύμφωνα με την νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να είναι : Σύζυγοι και τα τέκνα, συγγενείς α΄ και β΄ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας (που συνδέονται με τους γονείς/συζύγους), συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως δ΄ βαθμού, εφόσον συνοικούν, επίτροπος, ανάδοχος, δικαστικός συμπαραστάτης, εφόσον είναι μέλη της οικογένειας, και τα πρόσωπα που τελούν υπό επιτροπεία, υπό αναδοχή και υπό δικαστική συμπαράσταση, μόνιμοι σύντροφοι και τέκνα κοινά ή ενός εξ αυτού,
τέως σύζυγοι, τέως μόνιμοι σύντροφοι, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί.

Τα αδικήματα τα οποία τυποποιούνται ως «ενδοοικογενειακή βία» διώκονται αυτεπάγγελτα κι όχι κατ’ έγκληση, ακριβώς λόγω του ότι νοούνται ως αδικήματα «δημόσιας τάξης» και εξαιτίας της ιδιαίτερης ποινικής απαξίας τους.
Όταν και εφόσον το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας διώκεται ως πλημμέλημα, δηλαδή κρίνεται ως ήσσονος μορφής, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας ερευνά τη δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης. Κι αυτό για να δοθεί ουσιαστικά «μια δεύτερη ευκαιρία» σε θύτη και θύμα ώστε να ξαναδούν την ζωή τους «με άλλα μάτια», με την υιοθέτηση σειράς πράξεων πρόνοιας και πρόληψης.
Ωστόσο, αν και το νομικό μας οπλοστάσιο θεωρείται και είναι επαρκές για την αντιμετώπιση των παραβατικών συμπεριφορών, τα φαινόμενα της «ενδοοικογενειακής βίας» αυξάνονται ανησυχητικά. Όλο και συχνότερα τα συναντάμε ως «γυναικοκτονίες», ως περιστατικά «έμφυλης βίας», ως κακοποίηση ανηλίκων.
Στην χώρα μας συνήθως «αντιδρούμε» με έναν πρωτόγονο «ποινικό λαϊκισμό», με την μιντιακή και ιδίως με την «σοσιαλμιντιακή» εμπόρευση και διαχείριση του θε(α)ματος υπό τις οιμωγές ενός ηθικού πανικού, με την ηδονοθηρία της φρίκης, με μια χυδαία αγορά της συγκίνησης.

Όμως οι πρωταγωνιστές του δράματος, το θύμα (κατεξοχήν) και ο θύτης, απαιτούν άλλη προσέγγιση, «άλλη ματιά». Απαιτούν ναναζητήσουμε την άκρη του νήματος στην παθογένεια του περιβάλλοντος, αυτού δηλαδή που επωάζει το καρκίνωμα κάτω από την ίδια στέγη, μέσα στην ίδια την οικογένεια.
Μπορεί να είναι ο πατέρας, ο σύζυγος, ο σύντροφος. Μπορεί να είναι η μητέρα, η σύζυγος, η σύντροφος. Μπορεί να είναι ο αδελφός ή το παιδί. Μπορεί να είναι η «αγία οικογένεια» που βλέπαμε πριν είκοσι χρόνια στο «σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, όταν ξύπναγε εφιάλτες και έξυνε πληγές.
Γιατί μέσα σε κάθε οικογένεια, σε κάθε δική μας οικογένεια, κρύβεται πάντα ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Υπάρχουν πατέρες, μητέρες, σύζυγοι, αδέλφια, παιδιά που μας ταπεινώνουν, μας ακυρώνουν, μας περιφρονούν, μας χειραγωγούν, μας εκβιάζουν συναισθηματικά, μας παραλύουν. Τα δράματα έχουν ακριβώς την ίδια πλοκή, είτε εκτυλίσσονται σε κομψά διαμερίσματα του Κολωνακίου είτε σε χαμόσπιτα του Ασπρόπυργου. Η χρυσόσκονη των Βορείων προαστίων, σαυτή την περίπτωση, είναι ίδια με την πρωινή ομίχλη στο Πέραμα. Η συμπεριληπτική βία, όπως την είδαμε στις ταινίες του Λάνθιμου να θάλλει δίπλα σε φωτεινούς πρωταγωνιστές και σκοτεινούς χώρους, είναι η ίδια μαυτή που συναντάμε στις γειτονιές των απόκληρων, στους φτωχοδιάβολους του Κολωνού, στις μειονότητες της Ξάνθης και της Ροδόπης. Οι διαδρομές των ανθρώπων είναι διαφορετικές. Οι παθογένειες και τα συμπτώματα παραμένουν ίδια. Ο Σεφέρης τόχε πει με τον τρόπο του. «Καθένας κι ένα αξίωμα, σαν το πουλί μες στο κλουβί».

Τα θύματα της «ενδοοικογενειακής βίας» πρέπει να αποκτήσουν φωνή. Μπορούν. Δικαιούνται να σπάσουν το απόστημα που επωάζεται αργά και βασανιστικά στο σώμα και στην ψυχή τους. Οφείλουν να αποτινάξουν τις θρυμματισμένες συμβάσεις μιας, ήδη, νεκρής ζωής. Οφείλουν να αποκηρύξουν με τόλμη ο,τι αγάπησαν, ο,τι εμπιστεύτηκαν, σε ο,τι αφέθηκαν.
Το θύμα της «ενδοοικογενειακής βίας», άνδρας, γυναίκα ή παιδί πρέπει να παλέψει με τους δαίμονές του, με τα «θέλω» του. Πρέπει να δαμάσει τα «πρέπει» μιας κλειστοφοβικής κοινωνίας. Πρέπει να καταγγείλει, να διεκδικήσει δικαίωση, να απαιτήσει τιμωρία.
Πρέπει να εφεύρει και πάλι τον εαυτό του σε ο,τι δικαιούται και σε ο,τι ελπίζει. Οι κλειστές πόρτες και τα σφαλιστά παράθυρα δεν μπορούν να κρύψουν την οδύνη, το δράμα, την παραίτηση.