Επετειακές “γραφές” στον Ελπ. Ιντζέμπελη

Ερικα Αθανασίου

23 του Μάρτη στους Αγιαποστόλους

Η ιστορία είναι γεμάτη λάθη. Αλλά αυτό δεν πειράζει. Όλοι ξέρουν ότι στην ιστορία είναι τα σύμβολα που έχουν σημασία. Αυτά είναι που εμπνέουν, αυτά είναι που δημιουργούν τους νέους ήρωες σε κάθε γενιά. Τι κι αν θα γιορτάζουμε την έναρξη της επανάστασης στις 23 ή στις 25 Μαρτίου; Τι κι αν πολλοί έχουν ξεχάσει την Καλαμάτα και τιμούν το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας; Σημασία έχει ότι έγινε επανάσταση. Και ήμουν εκεί.
Ήμουν ένας από τους 300 Σπαρτιάτες. Καλά μην πάει το μυαλό σας πολύ παλιά. Και για την ακρίβεια δεν ήμασταν όλοι μας Σπαρτιάτες. Ήμασταν όμως Μανιάτες, νιώθαμε θεριά και ακολουθούσαμε τον μπουρλοτιέρη των ψυχών Παπαφλέσσα, τον καλόγερο με την εωσφορική ικανότητα, όπως τον είχαν χαρακτηρίσει. Ίσως για αυτό πολλοί να θέλανε τον θάνατό του. Το κλείσιμό του σε μοναστήρι. Θα γλίτωναν το φούντωμα της επαναστατικής φωτιάς που ήταν δουλειά δική του. Αυτός κρυβόταν πίσω από τις κυριότερες διαταγές.

Αυτός και το σατανικό μυαλό του που κορόιδευε δικούς του και Τούρκους, καταφέρνοντας να ξεκινήσει το ακατόρθωτο.
Ο ρόλος ο δικός μου πίσω του και μπροστά του. Μετέδιδα μηνύματα, ήμουν κάτι σαν αγγελιοφόρος. Κάποιες στιγμές ένιωσα και προδότης. Τι είναι όμως προδοσία αλήθεια; Προδοσία είναι να εκμεταλλεύεσαι την εμπιστοσύνη ανθρώπων; Δεν προέχει όμως το χρέος στην πατρίδα; Είναι προδοσία αν προδίδεις εχθρούς της πατρίδας; Είναι προδοσία αν παρεκκλίνεις από τις εντολές του αρχηγού σου; Αν θέτεις την επανάσταση σε κίνδυνο με προσωπικές επιλογές;

Όλα έδειχναν ότι η αρχή θα γινόταν αναίμακτα. Όμως η ιστορία πάντα θέλει αίμα για να ποτιστεί. Ακόμα και αθώων. Έστω κι αν είναι εχθροί.
Πολλά χρόνια ζούσαμε πλάι πλάι με τους Τούρκους αλλά ποτέ δεν γίναμε ένα. Ήταν πάντα αυτοί κι εμείς. Αυτοί που διέταζαν, αυτοί που εισέπρατταν τους φόρους, αυτοί που μπορούσαν να αποφασίσουν τι μπορούσαμε να κάνουμε και τι όχι. Βέβαια πολλές φορές ρόλο αρχηγού έπαιρναν και οι δικοί μας. Γίνονταν πλούσιοι, κοντραμπάσηδες, μπέηδες αλλά πάντα υπάκουαν στις εντολές του Τούρκου. Ήταν πάντα οι Τούρκοι κι εμείς. Αυτοί με τον Αλλάχ, εμείς με τον Σταυρό.

Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί για την Επανάσταση αλλά έπρεπε κάποιος να τολμήσει. Έπρεπε κάποιος να ξεκινήσει. Όλοι συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να διώξουμε τον Τούρκο, αλλά συνέχεια το ανέβαλλαν. Μια δεν προλαβαίναμε να συντονιστούμε, μια δεν είχαμε οπλισμό, μια δεν συμφωνούσαν απέξω. Μόνο με πονηριά θα μπορούσε να ξεκινήσει ο αγώνας και αυτό το ανέλαβε ο Παπαφλέσσας.
Σκόρπισε υποσχέσεις για βοήθειες και όπλα και για μια επανάσταση που μέχρι τότε υπήρχε μόνο στο μυαλό του. Και δεν βγήκε ψεύτης. Τουλάχιστον στα όπλα. Όταν αφοπλίσαμε τους Τούρκους πήραμε τα δικά τους.
Οι Τούρκοι παρότι εφησυχασμένοι κατάλαβαν ότι κάτι έτρεχε. Είχαν δει άντρες οπλισμένους, είχαν δει χυμένο μπαρούτι. Ο Σουλεϊμάν Αρναούτογλου, ο μπέης της Καλαμάτας, φοβήθηκε. Άντρες δικούς του δεν είχε πολλούς κι έτσι διεμήνυσε σε αυτόν που λογάριαζε για φίλο του στη Μάνη, στον Πετρόμπεη να πάει να τον συντρέξει. Με 2.000 άντρες έφτασε ο Πετρόμπεης και όπως τα μακριά λευκά μαλλιά του και μουστάκια περικύκλωναν το πρόσωπό του, έτσι περικύκλωσε την Καλαμάτα. Τη μάσκα του φίλου την έβγαλε με του που έφτασε, δηλώνοντας ότι δεν ήταν κλέφτες αυτοί που φέρανε τα όπλα αλλά πατριώτες. Κι έπρεπε οι Τούρκοι να δώσουνε τα δικά τους.

Υπόσχεση τους έδωσε ότι δεν θα τους πειράξουμε. Ότι εμείς δεν ήμασταν σαν αυτούς, τύραννοι και διώκτες της ανθρωπότητας. Ο Αναγνωσταράς λιγότερο διπλωμάτης πήγε στο πιο άγριο, έδωσε το τελεσίγραφο «σε τρεις ώρες να μας παραδώσετε τ’ άρματά σας αλλιώς θα σας περάσουμε όλους από το σπαθί και το κρίμα θα ‘ναι δικό σας».
Τελικά και τα όπλα τα έδωσαν και από το σπαθί τους περάσαμε. Οι Τούρκοι στην αρχή μας έδωσαν τα άρματά τους, μετά τους ζητήσαμε τα έπιπλα και όλα τους τα πράγματα. Τι να έκαναν; Αφού είχαν δώσει τα άρματά τους δεν μπορούσαν να αρνηθούνε μετά τα υπόλοιπα.

Tους περιορίσαμε σε τέσσερα σπίτια. Και στην αρχή και καλό φαΐ τους δώσαμε και περιποίηση. Δεν υπήρχε ακόμα απόφαση τι θα κάναμε με δαύτους. Την απόφαση τη μετέφερα εγώ, όταν τους διώξαμε για τη Μάνη και τα χωριά της Μεσσηνίας. «Περάστε τους από μαχαίρι. Δεν θα υπάρξει πισωγυρισμός. Να μπούνε σύνορα μεταξύ δούλου και δυνάστη. Να γίνει αδύνατη κάθε υποχώρηση. Να πολεμήσουνε όλοι με απόγνωση.»
Σκληρό και άτιμο να παραβιάζεις συνθήκη, από ότι φάνηκε όμως απαραίτητο. Εξάλλου δεν ήταν συνηθισμένος πόλεμος. Υπήρξαμε για πολύ καιρό ραγιάδες και ήμασταν όλο αβεβαιότητα.
Δεν φοβόμασταν τους Τούρκους. Τους δικούς μας φοβόμασταν. Ότι θα έβρισκαν την ευκαιρία να κάνουν ότι δεν συνέβη τίποτα και να αναβάλουν πάλι την επανάσταση για όταν θα ωρίμαζαν οι συνθήκες. Για μερικούς οι συνθήκες δεν ωρίμαζαν ποτέ. Ήταν για τα καλά βολεμένοι με τα πλούτη τους, τις φιλίες τους με τους Τούρκους και τις κουβέντες για επανάσταση όταν θα ερχόταν ο καιρός. Μόνο που ο καιρός δεν ερχόταν ποτέ.
Ίσα που είχα μεταδώσει το μήνυμα όταν την είδα. Κοιτούσε πίσω από μια δαντελένια κουρτίνα. Γνώρισα τα μάτια της. Μεγάλα, μαύρα, με κάτι φρύδια πυκνά και γραμμωτά. Το στόμα της το έκρυβε η κουρτίνα. Το ήξερα αυτό το στόμα με τα δύο μπροστινά λευκά δόντια να δαγκώνουν διαρκώς το κάτω χείλι, καθώς πετάγονταν ελαφρά προς τα έξω. Γειτονοπούλα μου. Από τη Σπάρτη. Μου άρεσε, παρότι μόνο μέσα από καφασωτά παράθυρα την είχα δει. Ήξερα ότι δεν ήταν για μένα. Από αρχοντική τουρκική γενιά, την μικροπάντρεψαν με κάποιον από τους μπέηδες της Καλαμάτας. Είχα να την δω πάνω από ένα χρόνο.
Σε λίγο θα έφευγαν όλοι από την Καλαμάτα και εγώ είχα μεταφέρει τη διαταγή να περάσουν όλοι από μαχαίρι. Με κοίταζε. Κατάλαβα ότι με γνώρισε, ήξερα ότι με κρυφοκοίταζε και αυτή τότε στη Σπάρτη. Έπρεπε να της μιλήσω, έπρεπε να τη σώσω. Δεν ήξερα όμως πώς. Δεν μπορούσα να της πω τι τους περίμενε. Θα το έλεγε και σε άλλους. Δεν μπορούσα καν να της μιλήσω.
Στο μεταξύ ο κόσμος κύκλωνε την εκκλησιά των Αγιαποστόλων, κοντά στο ποτάμι του Νέδωντα. Αυτοί που θα γίνονταν αργότερα οι κυριότεροι αρχηγοί του αγώνα, οι μεγαλύτερες μορφές του Μοριά ήταν όλοι εκεί, πλαισιωμένοι από τα παλικάρια τους. Ξεχώριζαν τα μακριά λευκά μαλλιά και μουστάκια του Πετρόμπεη, η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη, τα ράσα και η περικεφαλαία του Παπαπαφλέσσα, ο γίγαντας καλόγερος που τον συνόδευε. Οι περισσότεροι άντρες ντυμένοι φτωχικά, με μοναχό στολίδι τα άρματά τους. Και κόσμος, πολύς κόσμος με τα καλά του, σαν να ήταν Λαμπρή και να περίμεναν την Ανάσταση.
Και στη μέση 24 παπάδες και 40 ιερομόναχοι, κρατώντας τον Σταυρό και το Ευαγγέλιο ευλογήσανε τις σημαίες. Και οι καμπάνες να χτυπάνε, να σε ξεκουφαίνουν. Εκεί δόθηκε ο πρώτος όρκος. Εκεί δίπλα στο δαφνοστολισμένο ποτάμι, στη μικρή εκκλησιά των Αγιαποστόλων.
Εκεί, με όλους τους Έλληνες να φιλιούνται συγκινημένοι στο ποτάμι βρήκα την ευκαιρία και πλησίασα το σπίτι που ήταν κλεισμένη η Αϊσέ. Ο μπέης ο άντρας της έλειπε από την Καλαμάτα τη μέρα που τους έπιασαν όμηρους. Είχα φροντίσει να το μάθω. Δεν ξέρω πώς κατάλαβε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να φύγει από το σπίτι. Είδε μάλλον την απόγνωση στα μάτια μου. Θέλησε απεγνωσμένα να σώσει το παιδί της, γιατί βγήκε κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά. Της τράβηξα το χαρακτηριστικό μαντήλι της μουσουλμάνας μόλις βρέθηκε έξω. Δεν μίλησε. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να δίνει στόχο. Άλλαξε σε μια γωνιά φορώντας μια φορεσιά δική μας που της είχα φέρει. Με το μωρό να την κοιτάζει από τη δική μου αγκαλιά. Έμεινε μαζί μου κατά τη διάρκεια της γιορτής, στους Αγίους Αποστόλους, παριστάνοντας τη δική μας, με τα μάτια της τρομαγμένα. Δεν μιλούσε, φοβόταν κιόλας μην την καταλάβουν. Δεν μπορούσα να την εμπιστευτώ σε κανέναν. Ο ξεσηκωμός τους είχε κάνει όλους άγριους. Όταν φύγαμε για την Αχαΐα με ακολούθησε. Πολλές γυναίκες ακολούθησαν τους άντρες τους συμμετέχοντας στον αγώνα. Φοβόμουνα. Ένιωθα προδότης.

Κι αν μας πρόδιδε; Οι δικοί της ήταν από την άλλη μεριά.
Δεν το έκανε. Στο κάτω κάτω την είχα σώσει. Αυτή και το παιδί της. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Τετρακόσια χρόνια είχαμε ανακατευτεί. Η μητέρα της ήταν μια όμορφη Ελληνίδα που στόλισε το χαρέμι του πατέρα της. Μια γιαγιά της επίσης δική μας. Δεν ήταν ξεκάθαρα τα όρια. Για αυτό χρειαζόταν το αίμα. Για να τα ξεκαθαρίσει.
Δύσκολα τα όρια για το ποιος ήταν προδότης, για το ποιος ριψοκινδύνευσε τον αγώνα για προσωπικά οφέλη. Πολλοί από εκείνους τους περήφανους αρχηγούς που κήρυξαν την επανάσταση βρέθηκαν πίσω από τα σίδερα. Πολλοί κατηγορήθηκαν για εχθροί της πατρίδας από αυτούς που είχαν σπουδάσει της διπλωματίας το τερτίπι.

Τώρα, καθώς κοιτάζω τα μάτια της Αισέ, τώρα πια Μαργαρίτας, γεμάτα ρυτίδες, με τα δικά μου έτοιμα να σβήσουν, με την Ελλάδα να έχει μπει στον χάρτη των εθνών, νιώθω ότι οι Άγιοι Απόστολοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν αιώνες μετά. Νιώθω ότι θα επιζήσουν από σεισμούς και άλλες καταστροφές και κάθε χρόνο στις 23 του Μάρτη κάποια άλλα παλικάρια θα γονατίζουν μπροστά στην εκκλησιά για να θυμίζουν στον κόσμο ότι από εδώ η Ελλάδα βροντοφώναξε ότι ποτέ δεν πεθαίνει. Εξάλλου σημασία δεν έχει πότε και πού ξεκίνησε. Σημασία έχει ότι ξεκίνησε και στην πορεία συμμετείχαν όλες οι πόλεις.
Σημειώσεις
Τα ιστορικά στοιχεία βασίζονται στην έκδοση με κείμενα και δοκίμια που επιμελήθηκε ο Γιάννης Αναπλιώτης για τον Σύλλογο προς Διάδοσιν των Γραμμάτων «Η Καλαμάτα και η Επανάστασις του 21» που εκδόθηκε το 1948 και απέσπασε το Α’ Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Έρικα Αθανασίου αγαπάει να γράφει βιβλία, ενώ εμπειρίες για να τα πλουτίζει αποκομίζει εργαζόμενη ως δημοσιογράφος και ως εκπαιδεύτρια σε Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. Στη σημερινή Ελλάδα δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια είναι τα βιοποριστικά της εφόδια. Όσο για τα πνευματικά, έχουν εμπλουτιστεί με ένα πτυχίο από το Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), ένα πτυχίο ακορντεόν, ένα μεταπτυχιακό στην «Παραγωγή Βίντεο, Οπτικοακουστικά Μέσα και Κινούμενα Γραφικά» από τη Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και πάμπολλα σεμινάρια.

Η πλειοψηφία των βιβλίων της είναι εφηβικά μυθιστορήματα μυστηρίου και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Κέδρος», ενώ δύο αστυνομικά μυθιστορήματα ενηλίκων κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Κέδρος» και «Iason Books».