Επιστροφή απ’ το Μέτωπο
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
Μ’ ένα μπουλούκι Ηπειρωτών πήρε κι ο Δημοσθένης τον δρόμο της επιστροφής απ’ το Μέτωπο με τον απόηχο της νίκης κατά των Ιταλών. Ωστόσο οι Ούννοι είχαν τελικά διαβεί. Συναισθήματα αμφιθυμίας κυριαρχούσαν στις ψυχές τους, υπερηφάνεια κι απογοήτευση μαζί. Ικανοποίηση για την εκπλήρωση του χρέους απέναντι στην πατρίδα και θλίψη για τη μη επίτευξη του στόχου τους. Για ένα πουκάμισο αδειανό, που λέει ο ποιητής, τόσες ψυχές πήγαν στον Άδη. Ωστόσο το πέρασμά τους απ’ τα χωριά ήταν υποδοχή ηρώων. Με την εικόνα όμως της Ελλάδας στο μυαλό τους κάτω απ’ την μπότα του κατακτητή-αυτή ήταν η πραγματικότητα-με ψεύτικο το χαμόγελο ανταποκρίνονταν σ’ επευφημίες και κεράσματα. Της άνοιξης όμως ήταν αληθινό.
Λαγαρό! Μυροβόλο! Απρίλης μήνας! Με χίλια χρώματα και μες στ’ αρώματα στολίστηκε, λες, η κυρά, για να υποδεχτεί τους ήρωες των ορέων! Ολάνθιστες οι κουτσουμπιές, ίδιοι επιτάφιοι, προανήγγελλαν τον ερχομό της Πασχαλιάς. Αυτή ήταν η άλλη πραγματικότητα, το αντίπαλο δέος της προηγούμενης. Γιατί πάντα έτσι συμβαίνει στον αέναο κύκλο στη φύσης, όπου δεν υπάρχει αρχή και τέλος, και στη ζωή, όπου όμως υπάρχει τέλος, αφού εξαντλείται στο χρόνο, για να γεννηθεί από την τέφρα της μια νέα.
Διέσχιζαν τα κακοτράχαλα βουνά ισορροπώντας πότε στην άκρη του γκρεμού και πότε στα υψηλότοξα πέτρινα γεφύρια. Ή τσαλαβουτώντας στα ήρεμα νερά κάποιου ρυακιού προχωρούσαν στη μέση στο λαγκάδι. Τη μέρα υπό τους ήχους χαρούμενων κελαηδισμών, κύπρων κοπαδιών και μακρινών βελασμάτων και τις νύχτες με συντροφιά το μονότονο τραγούδι του γρύλλου και του νερού το κελάρυσμα, το πένθιμο κάλεσμα του Γκιώνη ή το σκούξιμο της κουκουβάγιας.
Με τον δικό τους τρόπο οι δυο αντίθετοι κόσμοι, η μέρα και η νύχτα, συμπαραστέκονταν στους οδοιπόρους της μοναξιάς. Μεγάλη Βδομάδα και το Άγιο Πάθος έβαινε κι αυτό προς την κορύφωσή του. Μοιραία τα βήματά τους προσελκυσμένα απ’ το φως και τις ψαλμωδίες κάποιας εκκλησιάς λοξοδρομούσαν και μπαίνοντας στην εικόνα του Εσταυρωμένου προσκυνούσαν τον σκοτωμένο συμπολεμιστή τους που είχε απομείνει βορά των κορακιών. Στους Λυγκιάδες, την αετοφωλιά, που θα γινόταν κι αυτό παρανάλωμα του πυρός του μαινόμενου κατακτητή, μ’ αγνάντιο την Παμβώτιδα και τα Γιάννενα μόλις που πρόλαβαν ν’ ακούσουν τον χαρμόσυνο χτύπο της αναστάσιμης καμπάνας. Μετά η πόλη θα σωριαζόταν εις τα εις ων συνετέθη απ’ τον ανελέητο βομβαρδισμό των στούκας. Ωστόσο Με το μήνυμα της Ανάστασης στα φυλλοκάρδια τους οι στρατιώτες είχαν προλάβει να πάρουν ο καθένας τον δρόμο του.
Με το λάλημα του πετεινού κι ο Δημοσθένης με τον Ηρακλή άφησαν την πόλη. Κι αφού διήνυσαν ποδαρόδρομο τη μεγάλη ευθεία του αυτοκινητόδρομου, στην πρώτη στροφή της ανηφόρας χάθηκαν απ’ τα μάτια της και στα δικά τους κάτω απ’ τον δρόμο, στα δεξιά τους φανερώθηκε στο μεγαλείο της η πεδιάδα. Ωστόσο τα Δερβίζιανα μισοχαμένα στην υγρή ομίχλη του πρωινού πρόβαλαν σαν υποψία. Από πάνω τους το πανύψηλο βουνό της Πίνδου με φορεμένη ακόμα στο κεφάλι του την κατάλευκη σκούφια έμοιαζε με φύλακα πιστό κι αγαπημένο. Πέρασαν κι απ’ το Μπιζάνι. Το φυλάκιο, όπου καταστρώνονταν τα σχέδια των μαχών για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων –μουσείο τώρα-διασώζει την ιστορική μνήμη. Εκεί περιεβλήθη κι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τη δόξα του στρατηλάτη, για να τη χάσει με την άστοχη πολιτική του το μαύρο ’22.
Στο Τέροβο δέχτηκαν τη θερμή φιλοξενία του χανιτζή και της γυναίκας του. Στο πρόσωπό τους έβλεπαν το χαμένο στον πόλεμο παιδί τους. Στην κορυφή του απέναντι βουνού ακροβατούσε η Μουσιοτίτσα, ένα απ’ τα χίλια και βάλε χωριά μελλοντικά θύματα της γερμανικής θηριωδίας. Από μακριά διακρίνονταν σαν πασχαλίτσες τα κεραμίδια των σπιτιών, που οσονούπω θα παραδίνονταν στη μανία της φωτιάς. Και η βουνοπλαγιά καταπράσινη κατρακυλώντας φτάνει στο χείλος του ποταμού. Ο Λούρος κυλά τα ήρεμα νερά του παράλληλα με τον αυτοκινητόδρομο που ενώνει τα Γιάννενα με την Άρτα. Λίγο πριν την κωμόπολη της Φιλιππιάδας οι δύο φίλοι αποχαιρετίστηκαν. Σαν προβατάκια σε καταπράσινο λιβάδι ξεχώρισαν στα μάτια του Ηρακλή τα σπιτάκια του χωριού του, της Παντάνασσας, και ο τρούλος της εκκλησιάς.
Πήρε το μονοπάτι με τη λαχτάρα και την αγωνία αν θα ’βρισκε τα πράγματα όπως τα ’χε αφήσει φεύγοντας για το Μέτωπο. Κι η καρδιά του σκίρτησε, όταν διέκρινε τον καπνό απ’ την καμινάδα του σπιτιού του να του κάνει σινιάλο. Αντικριστά της Παντάνασσας η λίμνη του Ζηρού ή καλύτερα η Παιδούπολη του Ζηρού. Άφαντη πίσω απ’ το ελισσόμενο ανηφορικό δρομάκι με τις πανύψηλες λεύκες θ’ αφήσει κι αυτή το αποτύπωμά της στον Εμφύλιο. Την ιστορία ωστόσο την έγραψαν παιδιά διά χειρός Φρειδερίκης. Στο ξεροβούνι που καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης η πιο μισητή από το λαό βασίλισσα θα ιδρύσει ακόμα ένα ορφανοτροφείο-όχι βέβαια από συμπόνια-αντικομουνιστικής προπαγάνδας για τα θύματα του πολέμου. Εκεί μέσα μεγαλώνοντας τα παιδιά ούτε να δουν τον «συμμορίτη» πατέρα τους, ούτε ν’ ακούσουν θα θέλουν για κείνον που άφησε τα κόκαλά του στο βουνό για μια λεύτερη πατρίδα.
Μοναχός, χωρίς τον Ηρακλή πλέον ο Δημοσθένης συνέχισε τον δρόμο του, ώσπου στη δημοσιά που κόβει τα περιβόλια στη μέση τον πήραν στο κατόπι οι ευωδιές! Η πεδιάδα της Άρτας, που ακουμπά στην καμπύλη του ορίζοντα, αν την κοιτάξεις απ’ την κορυφή της Περάνθης, την άνοιξη μοσχοβολά απ’ τ’ άνθη της πορτοκαλιάς και της λεμονιάς! Μια τέτοια υποδοχή επεφύλασσε η γενέτειρα στον ήρωά της.
Ωστόσο ο εχθρός καραδοκούσε. Είχε πλησιάσει αρκετά προς το θρυλικό γεφύρι, όταν διέκρινε τον μαυροσκούφη καραμπινιέρο. Τον είδε να κόβει βόλτες με το τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο έξω απ’ το πετρόκτιστο κτίριο, το μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους τελωνείο. «Η πόλις εάλω», είπε-απόφοιτος της Ζωσιμαίας γαρ, ο Δημοσθένης την καθαρεύουσα την έπαιζε στα δάχτυλα –. Χωρίς άλλη σκέψη χώθηκε στο διπλανό περιβόλι και χτύπησε την πόρτα του αγροτόσπιτου.
Ήξερε πως εκεί ο θείος του, αδερφός του πατέρα του, όριζε ένα μεγάλο αγρόκτημα που συντηρούσαν ο Στέφος με τη γυναίκα του. Γύρεψαν κι αυτοί, όπως και πολλοί απ’ τους ορεσίβιους, την τύχη τους στον κάμπο και οι μεγαλοκτηματίες πάμφθηνα χέρια για τα κτήματά τους. Η σχέση τους με το αφεντικό, κι ας ήταν φεουδάρχη-κολλήγου, τουλάχιστον τους εξασφάλιζε δωρεάν κατοικία κι ένα έστω ελάχιστο μέρος της σοδειάς. Παρά το κατσάβραχο, η πόλη. Το μη χείρον βέλτιστον που έλεγαν και οι αρχαίοι.
Ο Στέφος κι η Περιστέρα δυσκολεύτηκαν ν’ αναγνωρίσουν τον Δημοσθένη στο πρόσωπο του γενειοφόρου με θύσανο τα μαλλιά στο κεφάλι, γένια και μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια. Και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, γιατί είχαν την ευκαιρία να περιθάλψουν έναν ήρωα του Αλβανικού Μετώπου και μάλιστα τον σύζυγο της Ελένης.
Η πρόσφυγα ξεχώριζε από το σόι του αφεντικού τους. Όμορφη αλλά και καλή. Έβαλαν το καζάνι το νερό στη φωτιά να λουστεί ο επισκέπτης τους κι ύστερα του ’ριξαν μπόλικο παπαζωτό στα μαλλιά του, όπου είχαν κάνει φωλιά οι ψείρες. Τον ξεπροβόδισαν ντυμένο αγρότη με δυο σακούλες ζαρζαβατικά στα χέρια. Κι άντε τώρα οι καραμπινιέροι να καταλάβαιναν πως ο Δημοσθένης ήταν ένα απ’ τα τσακάλια που τους είχαν πάρει φαλάγγι στην Αλβανία. Πέρασε ωστόσο χωρίς το κοτοπουλάκι και τ’ αυγουλάκια. Τα κράτησαν ως προμήνυμα της καταλήστευσης των κατακτημένων με συνέπεια την πείνα, την αρρώστια και τον θάνατο.
*Απόσπασμα απ’ το ανέκδοτο μυθιστόρημα Τα Παιδιά του Οδυσσέα