Ερμηνείες της ανάγλυφης παράστασης στον τάφο της Αγίας Θεοδώρας

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου – εκπαιδευτικού(χημικού)

Εισαγωγικά
Την Κυριακή Β Ματθαίου (Κυριακή με την εορτή των Αγίων Πάντων) η τοπική εκκλησία εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων της Οσίας Θεοδώρας. Το γεγονός αυτό έγινε τον Μάρτιο του 1873. Όμως λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και του απαράβατου εορτολογικού περιεχομένου των Κυριακών του Πεντηκοσταρίου, ορίστηκε να εορτάζεται μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων (φετος στις 26 Ιουνίου), επειδή αυτή η Κυριακή σηματοδοτεί και το τέλος της περιόδου του Τριωδίου των ρόδων δηλ. του πεντηκοσταρίου.
Ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας
Αριστερά της νότιας εισόδου του ναού βρίσκεται ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας, ο οποίος αποτελείται από δύο μέρη: το κύριο σώμα, δηλαδή τη σαρκοφάγο, και το πάνω από αυτή κιονοστήρικτο επιστύλιο.
Ο τάφος διατηρεί την παλιά του θέση όχι όμως και την αρχική του μορφή. Μετασκευάστηκε το 1873, όταν τελέσθηκε η ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας, οπότε ο τάφος πήρε τη σημερινή του όψη.

Τι εικονίζεται στο ανάγλυφο του επιστύλιου
Η ανάγλυφη πλάκα ψευδοσαρκοφάγου στο ταφικό μνημείο της οσίας Θεοδώρας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ταυτότητα των εικονιζομένων μορφών.

Α. Άποψη του καθηγητή Α.Κ.ΟΡΛΑΝΔΟΥ
Στο αρχείο των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος και στις σελ.105-130, ο Α.Ορλάνδος αναφέρει τα εξής: «Τα εικονιζόμενα στο ανάγλυφο πρόσωπα παριστάνονται σε τρία συνεχόμενα διάχωρα. Στο κέντρο προβάλλονται κάτω από ταινιωτή αψίδα, ωσάν κιβωρίου, ιστάμενοι κατ’ ενώπιον η βασίλισσα και αριστερά της ο δεσπότης σε μέγεθος παιδικής μορφής. Η δέσποινα στρέφεται ελαφρά και βλέπει λίγο προς τα δεξιά. Τα πόδια φέρονται πλάγια, σε αμοιβαία κατεύθυνση, και συνδέουν οπτικά τις μορφές. Φορούν και οι δύο επίσημα, των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, λιθοποίκιλτα ενδύματα, κρατούν σταυροφόρο σκήπτρο σε παράλληλη, διαγώνια θέση και έχουν το αριστερό χέρι τους σε δέηση, η βασίλισσα πλάγια προς τα άνω και ο δεσπότης στο στήθος. Στα ύψη δεξιά το αριστερό, όπως σπάνια, χέρι του Θεού επιφαίνεται ανάμεσα σε δύο ομόκεντρα τόξα έναστρου ουρανού και ευλογεί τη βασίλισσα. Στην αίγλη της εικόνας συμβάλλει η πλούσια διαμόρφωση της αψίδας, η οποία στηρίζεται σε δίδυμους κίονες με περίτεχνα κιονόκρανα και βάσεις, δεμένους χιαστί με πλέγματα κόμβων.
Στα ακραία μέρη εικονίζονται ημίτομοι δύο αρχάγγελοι με σκήπτρο, σε μεγαλύτερη κλίμακα μορφής που προσδίδει βάθος στην κεντρική παράσταση . Με μικρή στροφή προς το μέσο και με το πρόσωπο στον θεατή τον καθιστούν κοινωνό της σκηνής. Οι αρχάγγελοι, προστάτες των Αγγελωνύμων δεσποτών του κράτους της Ηπείρου, εντάσσονται σε χώρο που οριοθετείται στις τρεις εξωτερικές πλευρές από ελισσόμενο ανθεμωτό βλαστό επουράνιου τόπου. Με την πολύσημη παρουσία τους υπογραμμίζουν πρωτίστως την επισημότητα των τεκταινομένων.

Κύριο πρόσωπο της εικονογραφικής σύνθεσης είναι η βασίλισσα, όπως λεγόταν η σύζυγος δεσπότη, την οποία ευλογεί η χείρα του Θεού. Η μορφή της ταυτίζεται με την οικούσα τον τάφο Θεοδώρα Δούκαινα σύζυγο του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα (περ. 1230- 1267/68), η οποία έχει στο πλευρό της τον Μιχαήλ, μάλλον δε τον πρωτότοκο γιο τους και διάδοχο δεσπότη της Άρτας Νικηφόρο Α΄ Κομνηνό Δούκα (1267/68-
1296) παριστάμενο σε μικρή κλίμακα, προκειμένου να εξαρθεί το ηθικό ανάστημα της κεκοιμημένης.Σημαντικό εικονογραφικό στοιχείο για την ταύτιση της βασίλισσας με τη Θεοδώρα Δούκαινα, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί το κοσμημένο αυχένιο ή καλύπτρα που πέφτει πίσω από το στέμμα, αφήνοντας να φαίνεται η κόμη της. Την καλύπτρα φορούσαν βασίλισσες ή πριγκίπισσες που εμόνασαν, μαρτύρησαν ή οπωσδήποτε αγίασαν. Από αυτό το στοιχείο ο Ορλάνδος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για βασίλισσα μοναχή, και ακριβώς για τη Θεοδώρα Δούκαινα.

Β. Άποψη του καθηγητή Br. Cvetković (ΔΧΑΕ ΛΗ΄ (2017))
Σύμφωνα με τη νεότερη ερμηνεία του Br. Cvetković, αδιαμφισβήτητο εικονογραφικό στοιχείο για την ταύτιση της βασίλισσας στη μαρμάρινη πλάκα με την Άννα ΚομνηνοδούκαιναΠαλαιολογίνα αποτελεί το σταυροφόρο σκήπτρο που κρατεί. Ίδιο των βασιλέων του Βυζαντίου, το σταυροφόρο σκήπτρο μπορούσαν να φέρουν οι κυρίες του αυτοκρατορικού οίκου μόνο στην περίπτωση που συμβασίλευαν ή τελούσαν χρέη αντιβασίλισσας. Το τελευταίο ίσχυσε για την Άννα.
Όπως είναι γνωστό, όταν εξέλιπε ο Νικηφόρος το 1296, η Άννα Παλαιολογίνα ανέλαβε την επιτροπεία του μικρού Θωμά, η ηλικία του οποίου ταιριάζει με του παρισταμένου δεσπότη. Ο Cvetković φρονεί ότι η βασιλική περιβολή και το σταυροφόρο σκήπτρο της δέσποινας, η παιδική ηλικία του δεσπότη και, εν γένει, η τυπική της αυτοκρατορικής εικονογραφίας του Βυζαντίου παράσταση με το συνάρτητο ιδεολογικό φορτίο της αποκλείουν την ταύτιση της βασίλισσας με τη Θεοδώρα Δούκαινα. Κατά την άποψή του, το πρόδηλο πολιτικό περιεχόμενο της
εικόνας αναφέρεται ευθέως στην Άννα Παλαιολογίνα και στην κατάσταση που αντιμετώπιζε η δυναμική βασίλισσα, όταν ανέλαβε την ηγεμονία του κράτους.Θεωρεί, συγκεκριμένα, ότι η τελετουργική παράσταση της Άννας με τον Θωμά, μάλιστα με την τοποθέτηση, καίτοι ασυνήθιστη, της γλυπτής πλάκας στο ταφικό μνημείο της αοίδιμης Θεοδώρας, τόνιζε τη νομιμότητα της εξουσίας της βυζαντινής πριγκίπισσας και υποστήριζε τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα του ανήλικου Θωμά στην επικράτεια της Ηπείρου. Ο κίνδυνος ήταν παρών εξαιτίας των εδαφικών διεκδικήσεων και της αξίωσης για την υποτέλεια του Θωμά που προέβαλλε ο Φίλιππος του Τάραντος, γιος του Καρόλου Β΄ του Ανδηγαυικού, κατόπιν των όσων είχαν συμφωνηθεί με τον Νικηφόρο της Άρτας κατά τον γάμο της θυγατέρας του Θάμαρ με τον Φίλιππο το 1294. Κατόπιν τούτων, η ανάγλυφη πλάκα προσγράφεται στην Άννα Παλαιολογίνα και χρονολογείται λίγο μετά το 1296. Πιστεύεται, επίσης, ότι σε πρωτοβουλίες της Άννας μπορούν να αποδοθούν η ανέγερση του νάρθηκα και η κατασκευή του ταφικού μνημείου της Θεοδώρας Δούκαινας, καθώς και η ανάθεση της συγγραφής του βίου της οσίας στον μοναχό Ιώβ. Στην ίδια έχει αποδοθεί η διακόσμηση του νάρθηκα με σημαντικές τοιχογραφίες, στο εικονογραφικό πρόγραμμα των οποίων θεωρείται ότι αναπτύσσονται συναφείς, πολιτικού περιεχομένου, ιδέες που συνδέουν την ιστόρηση με τη βασίλισσα Άννα.

Γ.Άποψη της LEONELA FUNDIĆ
Στηνδιδακτορική της διατριβή με θέμα «Η μνημειακή ζωγραφική του Δεσποτάτου της Ηπείρου την περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών (1204-1318) (ΑΠΘ 2013) η ερευνήτρια LeonelaFundic συμφωνεί με την άποψη του Br. Cvetković σημειώνοντας τα εξής:
«Το γεγονός ότι η γυναικεία μορφή απεικονίζεται με βασιλική ενδυμασία ταιριάζει περισσότερο με την Άννα που διατήρησε την ιδιότητα της βασίλισσας μέχρι το θάνατό της παρά με την αγία Θεοδώρα, η οποία απεβίωσε ως μοναχή. Από τις σωζόμενες παραστάσεις και τις σχετικές γραπτές πηγές γνωρίζουμε ότι οι επιτύμβιες παραστάσεις ζωγραφίζονται πάνω από τον τάφο (σαρκοφάγο) ή λαξεύονται στο μάρμαρο και τοποθετούνται κοντά στο μνήμα. Αντιθέτως, δεν έχουν εντοπιστεί παραστάσεις προσώπων σε βυζαντινές σαρκοφάγους ή ψευδοσαρκοφάγους, ούτε μνημονεύονται στις γραπτές πηγές. Το σταυροειδές σκήπτρο συνήθως ζωγραφίζεται στο χέρι της βασίλισσας μόνο εφόσον η ίδια κυβερνούσε μόνη της το κράτος ως επίτροπος του ανήλικου υιού, ο οποίος δεν ήταν έτοιμος να ασκήσει το κληρονομικό του δικαίωμα επί του θρόνου.Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Β΄, η σύζυγός του Θεοδώρα εκάρη μοναχή (μεταξύ των ετών 1266-1268) και το θρόνο του κληρονόμησε ο υιός τους Νικηφόρος, ο οποίος ήταν στην κατάλληλη ηλικία να κυβερνήσει. Επομένως, η Θεοδώρα δεν διετέλεσε ποτέ αντιβασίλισσα του υιού της. Επιπλέον, απεικόνιση του Νικηφόρου θα ήταν δικαιολογημένη μόνο εάν είχε πεθάνει σε μικρή ηλικία και είχε ταφεί εκεί.

Μια άλλη ένδειξη που συνηγορεί στην υπόθεση ότι η βασίλισσα Άννα ήταν η κτητόρισσα του νάρθηκα του σημερινού ναού της Αγ. Θεοδώρας αποτελεί και ο τοιχογραφημένος διάκοσμος στον ίδιο χώρο. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα θεωρείται ότι αναπτύσσονται συναφείς, πολιτικού περιεχομένου, ιδέες που συνδέουν την ιστόρηση με τη βασίλισσα Άννα.

Άποψη της Μυρτάλης Αχείμαστου-Ποταμιάνου
(πηγή:ΔΧΑΕ ΛΗ΄ (2017), 275-286)
«Τα εκτεθέντα, μολονότι πειστικά στην εμπεριστατωμένη ανάλυσή τους, αφήνουν αναπάντητα μερικά, πλην καίρια, ερωτήματα. Το σπουδαιότερο προκύπτει από την τοποθέτηση της μαρμάρινης πλάκας με την επίσημη παράσταση της Άννας Κομνηνοδουκαίνης της Παλαιολογίνας και του Κομνηνοβλάστου Θωμά στην πρόσοψη του ταφικού μνημείου της μακαρίας Θεοδώρας, σε θέση όπου έπρεπε κανονικά να υπάρχει η εικόνα της κεκοιμημένης. Το ερώτημα αφορά στις συνέπειες που ήταν δυνατό να έχει η εύλογη από πλευράς της Άννας, σύμφωνα με το σκεπτικό του Cvetković, αλλά οπωσδήποτε παρακινδυνευμένη ενέργεια, στον βαθμό που αυτή στόχευε στην αναγνώριση και αποδοχή της ηγεσίας της από τον λαό της Άρτας. Ενέργεια, μάλιστα από μέρους μίας κυρίας που διακρίθηκε για την ευφυΐα της στον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων, η οποία θα μπορούσε να φέρει το αντίθετο από το εκζητούμενο αποτέλεσμα.Οι πιστοί, που έως σήμερα αναγνωρίζουν και προσκυνούν στο εικονιζόμενο πρόσωπο της βασίλισσας την πολιούχο αγία, είναι πρόβλημα, αν θα έδειχναν την ανοχή που αναμενόταν, προσφέροντας το προσδοκώμενο λαϊκό έρεισμα. Είναι ζήτημα, δηλαδή, αν δεν εξελάμβαναν ως πρόκληση ή και ασέβεια την ένταξη της προσωπογραφίας της Άννας Παλαιολογίνας στο ταφικό μνημείο της Θεοδώρας. Επίσης ερωτήματα που καθιστούν προβληματική την εν λόγω ταύτιση, ανακύπτουν επίσης από ορισμένα στοιχεία της μορφής. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την περασμένη ηλικία της και για την καλύπτρα που φορεί η δέσποινα στην ανάγλυφη εικόνα.
Το φυσικό παρουσιαστικό της βασίλισσας, σε ησυχασμένη στάση και ωσάν με ελαφρά κυρτούς προς τα μέσα ώμους, όπως στο γέρμα του βίου της, και με τα μαλλιά σφικτά μαζεμένα στα πλάγια, δείχνει μάλλον προχωρημένη ηλικία, ταιριαστή περισσότερο στη Θεοδώρα Δούκαινα παρά στην Άννα Παλαιολογίνα. Και η απόδοσή της με μειλίχια έκφραση και μακάριο μειδίαμα που απλώνεται στο πρόσωπο αποτυπώνει τη γαλήνη της αφιερωμένης στον Χριστό ζωής και αποπνέει την εσωτερική ηρεμία, μακριά από κοσμικές φροντίδες και αλλότριες εντάσεις, της βασίλισσας μοναχής.Σχετικές ενδείξεις παρέχει, επίσης, μετά την πρόσφατη δημοσίευσή της, η κτιτορική τοιχογραφία του δεσπότη Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Δούκα και της Άννας Κομνηνοδουκαίνης της Παλαιολογίνας με τα τέκνα τους, του έτους 1294, η οποία κοσμούσε το ιδρυμένο από τον Νικηφόρο περίστωο στο καθολικό της μονής της Παντάνασσας κοντά στη Φιλιππιάδα.

Τα λίγα σωζόμενα από το πρόσωπο της Άννας (Εικ. 5)18, με ανθηρή στην τοιχογραφία όψη, με υψωμένα τοξωτά φρύδια, με πλούσια την κλειστή στην καλύπτρα κόμη και ψηλό λαιμό, μάλλον αποθαρρύνουν τη σύνδεση με τη σύγχρονη, περίπου, καθώς υποτίθεται, παράσταση της ηλικιωμένης βασίλισσας στην ψευδοσαρκοφάγο της Αγίας Θεοδώρας.Το φυσικό παρουσιαστικό της ηλικιωμένης Θεοδώρας, τα φορέματα και το σταυροφόρο σκήπτρο, η συνοδεία της από τον δεσπότη Νικηφόρο με τη μορφή παιδιού και η θεία επισκίαση με την ευλόγησή της από τη χείρα του Θεού, με τελετουργική παρουσία των αρχαγγέλων στα πλάγια, αναδεικνύουν τη σεπτή μορφή της. Με πυκνότητα χρόνου και νοημάτων δηλοποιούν στο σύνολο την υπόσταση της βασίλισσας της Άρτας, την αφιέρωσή της στον Χριστό και το τέλος της μοναχής· παραπέμπουν στην ενάρετη ζωή και στα δραματικά βιώματα της νεότητάς της και προβάλλουν σε κοινή αναγνώριση το ηθικό μέγεθος της θανούσης.
Από αυτή την άποψη διερμηνεύεται επίσης το σταυροφόρο σκήπτρο που κρατεί η Θεοδώρα Δούκαινα. Με το μήκος της ράβδου πολύ μεγαλύτερο από το συνηθέστερο του βασιλικού σκήπτρου που βαστάζει ο παράπλευρος δεσπότης και με το εμφατικά δηλωμένο σχήμα του σταυρού της Σταύρωσης και της Ανάστασης στην κορυφή του –ως όπλο της πίστης και έπαθλο μαρτυρίου– αυτό αποτελεί μάλλον διάσημο αγιότητας παρά πολιτικής εξουσίας.Την αγιότητα της κεκοιμημένης, σημειογραφεί ωσαύτως η ασυνήθιστη στην περίσταση παρουσία του Νικηφόρου στην ανάγλυφη εικόνα. Στην ετεροχρονισμένη εμφάνισή του με πλήρη περιβολή του δεσπότη, ο Νικηφόρος παριστάνεται αγένειος, με μακριά στους ώμους μαλλιά, με τη μορφή και το μικρό ανάστημα παιδιού: αυτού που μοιράσθηκε τις βαριές δοκιμασίες της βασίλισσας Θεοδώρας στην πενταετή εξορία της από την Άρτα και γεύθηκε κατόπιν τη χαρά και τη δόξα της επιστροφής στο παλάτι. Η ιδιότυπη ένταξη του δεσπότη στην επιτύμβια εικόνα, με ενδεχόμενες στο νόημά της πολιτικές προεκτάσεις, δείχνει να συμπυκνώνει με την απόδοσή του την ανάμνηση όσων συνέβησαν στην πιο τρυφερή ηλικία του και να εκφράζει παραστατικά την ευγνωμοσύνη στην προσφιλή μητέρα που τον κράτησε στη ζωή.

Β. Άποψη του Ακαδημαϊκού Χ. Κουδούνα
Ο κ.Χ.Κ συμφωνεί με την άποψη, ότι στο ανάγλυφο επιστύλιο παριστάνεται η Οσία Θεοδώρα και ο γιός της Νικηφόρος. Την ερμηνεία που δίνει για τις απεικονίσεις στον τάφο την χωρίζει σε τρία μέρη, όπως φαίνεται παρακάτω.

Ερμηνεία του σχήματος του Σταυρού των Ανδεγαυών
Ο σταυρός με διπλή οριζόντια γραμμή λέγεται “Πατριαρχικός” σταυρός ή σταυρός “των Ἀνδεγαυών (ΑΝΤΖΟΥ)” και από το 1473 σταυρός “της ΛΟΡΕΝΗΣ”. Έτσι οι Δούκες των Αντζού έγιναν οι Δούκες της Λορένης (Renato Β’ 1451 – 1508, υιός της Iolandad’Angiò). Σε αυτόν τον σταυρό η πιο ψηλή οριζόντια γραμμή είναι μικρότερη της άλλης και αντιπροσωπεύει τον τίτλο του σταυρού, αυτή ενδεικνύει το έμβλημα των ΔΟΥΚΩΝ των Ἀνδεγαυών (ΑΝΤΖΟΥ), οι οποίοι μετά το 1473 ονομάστηκαν της ΛΟΡΕΝΗΣ. Οι Αγγλικοί καθεδρικοί ναοί συχνά έχουν την κάτοψη σε σχήμα του σταυρού της Λορένα.
Στην πραγματικότητα η έμπνευση αυτού του σχεδίου του σταυρού, οφείλεται στο σχέδιο ενός κειμηλίου ενός κομματιού του Τιμίου Σταυρού, που είχαν στην κατοχή τους και στο οποίο ήτανε ευλαβείς και προσηλωμένοι. Ο σταυρός αυτός χρησιμοποιείται κυρίως στην Ελλάδα για τις απεικονίσεις του ΧΡΙΣΤΟΥ.
Το νόημα του σταυρού της ΛΟΡΕΝΗΣ βρίσκεται στην απεικόνιση της εγγραφής Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων, ήτοι ΙΝRI, (από τα λατινικά IesusNazarenusRexIudaeorum), δηλαδή του τίτλου του σταυρού του ανωτέρου μέρους του σταυρού και του κατωτέρου μέρους, των ανοιχτών χεριών του ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
Ερμηνεία των παραστάσεων. Το ανάγλυφο είναι η εξιστόρηση της πορείας του μελλοντικού Δεσπότη της Ηπείρου (Νικηφόρου).Όπως γνωρίζουμε ο Νικηφόρος συμμάχησε με τους ΑΝΖΟΥ(ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΖΟΥ) κάτι που έγινε το 1270 δια μέσω του γάμου της Κόρης του Νικηφόρου Θάμαρ με τον τέταρτο γιό του Καρόλου Ανζού Φίλιππα του Τάραντα.Έτσι οι δύο Άγγελοι συμβολίζουν τις δύο οικογένειες (ΑΝΖΟΥ και ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ) που ενώθηκαν με τον γάμο αυτό.

Ερμηνεία των κολωνών της επιτύμβιας πλάκας.
Οι κολώνες συμβολίζουν στην επιτύμβια πλάκα, την επιθυμία της Θεοδώρας να ενώσει την Ανατολή με την Δύση καθώς και τις δύο εκκλησίες (Ορθόδοξη και εκείνη των Λατίνων) που αντιπροσωπεύονται από τις δύο κολώνες αριστερά και τον κόμπο στη μέση, ενώ οι κολώνες δεξιά συμβολίζουν την Αγία Τριάδα (οι δύο κολώνες τον Πατέρα, τον Υιό και ο κόμπος το Άγιο Πνεύμα), που σημαίνει πως η ένωση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο, με την γεφυροποίηση της ΑΓΊΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΎ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.(;;;;;)
Σημείωση. Ο κ.Χ.Κ είναι μέλος της Ιταλικής Ακαδημίας AngelicaCostantiniana.
Τα αναγραφόμενα για την ένωση Ανατολικού και Δυτικού Κόσμου εννοείται ότι τα αποδεχόμαστε με την απαραίτητη προϋπόθεση η ένωση να γίνει με βάση τις θεολογικές αρχές και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.