Εσωτερικό brain gain ως απάντηση στην ερημοποίηση της υπαίθρου

Άρθρο του Παναγιώτη Νικ. Ζήση*

Η συγκέντρωση του ελληνικού πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα, σταδιακά ξεκίνησε από τα μέσα του 20ού αιώνα, με την τάση αυτή να εντείνεται από την μεταπολίτευση και έπειτα. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν προβληματική από τα παρελθοντικά χρόνια, μιας και αυτού του είδους η μετανάστευση δεν συνδέθηκε με την ανάπτυξη της βιομηχανίας όπως συνέβη σε άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Οφειλόταν σε διάφορες συγκυρίες όπως ο εμφύλιος πόλεμος, η εισροή των Μικρασιατών προσφύγων καθώς και η ανεπάρκεια της αγροτικής οικονομίας να στηρίξει τον όλο και αυξανόμενο πληθυσμό στην ύπαιθρο. Σε απόλυτους αριθμούς κατά την μεταπολεμική περίοδο, η μεγαλύτερη αύξηση του αστικού πληθυσμού έγινε στα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, οι αυξανόμενες ροές των ανθρώπων που στράφηκαν στις μεγάλες πόλεις για μια καλύτερη ζωή, οδήγησαν στην αδυναμία των αστικών κέντρων να τους απορροφήσει. Έτσι, μεγάλο μέρος αυτών των ανθρώπων στράφηκαν σε άλλες χώρες (Γερμανία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία κ.ά.), αναζητώντας τον επόμενο σταθμό της ζωής τους.

Μεγάλο «θύμα» της αστικοποίησης και της μετανάστευσης ήταν και η Ήπειρος. Ποιος άλλωστε δεν ανατριχιάζει στο άκουσμα του Πωγωνίσιου παραδοσιακού τραγουδιού «Ξενιτεμένο μου πουλί», τραγούδι που αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη της τραγικότητας με την οποία οι Ηπειρώτες βίωσαν την ξενιτιά, η οποία όπως λέγεται, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον ίδιο τον θάνατο.

Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα στην Ήπειρο; Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι Δήμοι της Ηπείρου που καλύπτονται στο μεγαλύτερο εύρος τους από ύπαιθρο (εξαιρούμε τους δήμους Αρταίων, Ιωαννιτών, Πρέβεζας και Ηγουμενίτσας που περιλαμβάνουν τα αστικά κέντρα της Περιφέρειας), «έχασαν» την τελευταία δεκαετία αθροιστικά 15.783 μόνιμους κατοίκους. Αν συνυπολογίσουμε πως πολλοί ετεροδημότες συμπολίτες μας, επέλεξαν να απογραφούν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους την Ήπειρο για λόγους συναισθηματικούς ή λόγω περιστασιακής κατοικίας σε αυτήν, και δεν απογράφηκαν στην πραγματική μόνιμη κατοικία τους σε κάποιο αστικό κέντρο της χώρας, τα συμπεράσματα θα είναι αποκαρδιωτικά για το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου και της Ηπείρου ειδικότερα. Αξιοσημείωτο είναι πως καθόλου ενθαρρυντικά δεν είναι και τα στοιχεία για τα αστικά κέντρα της Περιφέρειας, μιας και μόνο ο Δήμος Ιωαννιτών σημείωσε οριακή αύξηση του πληθυσμού ανάμεσα στους 18 Δήμους της Ηπείρου.

Η ερημοποίηση της ελληνικής υπαίθρου έχει πάμπολλες επιπτώσεις, τόσο σε επίπεδο ψυχολογικό, κοινωνικό, πολιτισμικό όσο και οικονομικό. Ψυχολογικό, γιατί οι οικογένειες διαχωρίζονται αφού τα νέα παιδιά στρέφονται προς τα αστικά κέντρα ή και στο εξωτερικό για εξεύρεση εργασίας, σε αντίθεση με τους υπερήλικες γονείς τους, οι οποίοι παραμένουν στα χωριά. Αυτό το φαινόμενο ξεκίνησε από τη δεκαετία του 60’, όταν πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να αποχωριστούν τα – πολλές φορές ανήλικα- παιδιά τους, που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σε κάποιο οικοτροφείο ή σε κάποιον συγγενή στα αστικά κέντρα έως ότου καταφέρουν να βιοπορίζονται μέσω κάποιας επαγγελματικής δραστηριότητας. Κοινωνικό, καθώς οι βάσεις της κοινωνικής συνύπαρξης, έχουν μεταλλαχθεί σε μεγάλο βαθμό και ενδεχομένως όχι προς το καλύτερο. Από την αλληλοβοήθεια, την αλληλοϋποστήριξη και την ανιδιοτελή συμπαράσταση που χαρακτήριζε τα μέλη των τοπικών κοινωνιών στα χωριά μας, έχουμε περάσει στον άνευ όρων διαρκή αγώνα για την επιβίωση, στις απρόσωπες κοινωνίες των μεγάλων αστικών κέντρων. Πολιτισμικό, καθώς με το πέρασμα του χρόνου και την ερήμωση των παραδοσιακών οικισμών στην ελληνική ύπαιθρο, φθείρονται και χάνονται ήθη, έθιμα και παραδόσεις που διατηρήθηκαν για δεκαετίες από γενιά σε γενιά. Οικονομικός, καθώς ο πρωτογενής τομέας που αποτελούσε διαχρονικά βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, μειώνεται ραγδαία. Αξίζει κανείς να συγκρίνει την συμβολή του πρωτογενή τομέα στο ΑΕΠ της χώρας μας το 1970, όπου κυμαινόταν περίπου στο 14%, με το 2020 όπου κατρακύλησε στο 5,1%, για να αντιληφθεί τις συνέπειες της ερημοποίησης της υπαίθρου.

Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας έχει στραφεί κυρίως σε τομείς όπως τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, μιας και έχουμε αποτύχει να προσεγγίσουμε ανταγωνιστικές χώρες σε βιομηχανικό επίπεδο, ενώ όσο εντείνεται η εγκατάλειψη της παραγωγής και της καλλιέργειας, οι ελλείψεις αντικαθίστανται με εισαγωγές. Όλα αυτά λειτουργούν σαν φαύλος κύκλος οδηγώντας στην περαιτέρω ερήμωση της υπαίθρου και των χωριών μας. Θα υπάρχει διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό στις επόμενες δεκαετίες να απασχοληθεί με τον πρωτογενή τομέα, όταν σήμερα η πλειονότητα των απασχολούμενων με τον κλάδο, είναι ηλικιωμένοι;

Πέραν όμως από την απαραίτητη και αδιαμφισβήτητη ανάγκη οικονομικής στήριξης του πρωτογενή τομέα για την αναζωογόνηση της ελληνικής υπαίθρου, ποια άλλη μέριμνα έχει λάβει η πολιτεία για να παραμείνουν οι νέοι παραγωγικοί άνθρωποι στα χωριά τους; Σε επίπεδο οδικών δικτύων, η ορεινή Ήπειρος είναι εγκαταλειμμένη, με εξαίρεση την Εγνατία Οδό, η οποία έκανε ευκολότερα προσβάσιμα ορισμένα πανέμορφα ορεινά χωριά που αποτελούν πλέον παγκόσμιους χειμερινούς τουριστικούς προορισμούς. Σε επίπεδο κρατικών δομών, οι νέοι άνθρωποι πώς δύνανται να εξασφαλίσουν την υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης; Ένας κάτοικος των Πηγών Άρτης, θα πρέπει να ταξιδέψει δυο ώρες οδικώς για να φτάσει στο πλησιέστερο νοσοκομείο (Άρτας ή Καρδίτσας). Ποια άλλα κίνητρα έχει δώσει η πολιτεία σε νέους ανθρώπους που επιθυμούν να δημιουργήσουν οικογένεια, ώστε να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στην ύπαιθρο; Ποια φορολογικά/επενδυτικά κίνητρα έχουν δοθεί σε τυχόν ενδιαφερόμενους επενδυτές για δημιουργία μεταποιητικών, βιομηχανικών ή τουριστικών μονάδων; Τα παραπάνω ερωτήματα ευλόγως θα θεωρηθούν από πολλούς ρητορικά.

Ο μοντέρνος τρόπος ζωής, οι σύγχρονες ανάγκες των νέων ανθρώπων, η εγκατάλειψη της υπαίθρου λόγω λανθασμένων πολιτικών επιλογών και κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού, οδηγούν σε εντονότατη πληθυσμιακή συρρίκνωση των ορεινών χωριών της Ηπείρου. Το χάσμα της εισροής πολιτικού και επενδυτικού κεφαλαίου μεταξύ αστικών κέντρων και υπαίθρου διευρύνεται διαρκώς. Μήπως φταίει ότι το πολιτικό κόστος είναι δυσανάλογο από το όφελος; Μήπως η αδιαφορία; Μήπως η αναβλητικότητα των ιθυνόντων; Πολλά μπορεί να αποτελούν «αιτιάσεις» για την σημερινή κατάσταση η οποία τείνει να γίνει μη αντιστρέψιμη.

Και όμως ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων θα επιθυμούσε να παραμείνει ή να επιστρέψει στην επαρχία για να επενδύσει. Μάλιστα πολλοί από αυτούς, έχουν υψηλότατη ακαδημαϊκή μόρφωση, αλλά και αξιόλογη επαγγελματική εμπειρία, ενώ ανήκουν στις λεγόμενες δυναμικές επαγγελματικά ηλικίες, κυρίως από 29 έως 40 ετών. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που συμβαίνει αυτό, είναι διότι η στέγαση και το κόστος διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι τεράστιο. Κι ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θα έφευγε για το ίδιο ή και μικρότερο εισόδημα, αλλά για μια ζωή πιο ανθρώπινη, που μεταφράζεται σε καλύτερη ποιότητα ζωής συνολικά, σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, σε μικρότερο κόστος διαβίωσης, σε σχέσεις πιο ουσιαστικές και ανθρώπινες.

Πρόκειται λοιπόν για την ανάγκη εισαγωγής ενός νέου όρου στην δημόσια συζήτηση, αυτή του εγχώριου brain gain σε επίπεδο επαρχίας. Ο παραπάνω όρος έχει συζητηθεί πολλάκις κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης για τους νέους που έφυγαν στο εξωτερικό, αλλά σήμερα η επιτυχής υλοποίησή του, κρίνεται πιο αναγκαία από ποτέ.

Όμως το κράτος πρέπει να επιδοτήσει τις επενδύσεις αυτές, να υποστηρίξει την τεχνογνωσία, να βοηθήσει στη δημιουργία κατάλληλων υποδομών και παράλληλα να ενισχύσει τις βασικές υπηρεσίες που θα διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των κατοίκων, που έχουν την διάθεση να επιστρέψουν στην ύπαιθρο και να «παράγουν» πλούτο, τόσο σε τοπικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Εάν δεν ληφθούν άμεσες και πολυεπίπεδες δραστικές πρωτοβουλίες, είναι θέμα χρόνου τόσο τα πεδινά και ορεινά χωριά της Ηπείρου, όσο και οι υπόλοιπες φθίνουσες περιοχές της χώρας, να αποτελούν μια γλυκόπικρη ανάμνηση για εμάς και κυρίως τους μεγαλύτερους συμπολίτες μας, που βιώσαμε τις εποχές εκείνες, όπου οι πλατείες και τα σοκάκια τους, έσφυζαν από ζωή και παιδικές φωνές.
*

Ο Παναγιώτης Ζήσης είναι Λογιστής-Σύμβουλος Επιχειρήσεων, MSc.