Ευρωπαϊκή Ημέρα Δημογραφίας – Δράσεις και Πολιτικές

Γράφει ο Θεόδωρος Γόγαλης

Με αφορμή τη Ευρωπαϊκή Ημέρα Δημογραφίας είναι μία καλή αφορμή για να τονιστεί ένα πρόβλημα που έχει αρχίσει να απασχολεί ιδιαίτερα την περιοχή μας και δυστυχώς θα συνεχίσει να μας απασχολεί όσο δεν λαμβάνονται δραστικά μέτρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μία δεκαετία και λίγο παραπάνω, ο πληθυσμός της Ηπείρου μειώθηκε κατά 17.000 άτομα περίπου, ενώ ο γηρασμένος πληθυσμός γίνεται όλο και μεγαλύτερος. Η συρρίκνωση του πληθυσμού για την πόλη της Άρτας είναι γεγονός, με το Δημογραφικό 2022 να αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση. Το 2001 ο πληθυσμός στον νομό Άρτας ανέρχονταν περίπου στους 79.000 κατοίκους ενώ το 2021 σε περίπου 62.000. Πέρα από τη μείωση της εκπροσώπησης της Περιφέρειας Ηπείρου στο ελληνικό Κοινοβούλιο, οι επιπτώσεις που έπονται είναι πολυδιάστατες.

Μπροστά σε αυτή τη μάστιγα της πληθυσμιακής συρρίκνωσης της Ηπείρου (και όχι μόνο), με τα χωριά μας να ερημώνουν, αλλά και τον πληθυσμό να έχει όλο και μεγαλύτερη ηλικία και με τις γεννήσεις να είναι αισθητά λιγότερες από τα προηγούμενα χρόνια, χρειάζεται η Πολιτεία να αντιληφθεί ότι δεν είναι καιρός για ολιγωρίες. Το δημογραφικό δεν αποτελεί ένα πρόβλημα του παρόντος. Οι πολιτικοί μας είναι γνώστες του εδώ και πολλά χρόνια αλλά δεν έχουν δώσει την απαιτούμενη σημασία. Αρκούνται στο να προβαίνουν σε λανθασμένες πολιτικές προβάλλοντας το προσωπικό τους συμφέρον με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται και να μεταφέρεται από Κυβέρνηση σε Κυβέρνηση.

Οι Περιφέρειες της Αττικής, του Νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης είναι οι πιο πλούσιες και παραγωγικές Περιφέρειες εν αντιθέσει με τη δική μας, η οποία είναι η δεύτερη πιο φτωχή στη χώρα μας και κατ’ επέκταση στην Ευρώπη.

Γνωρίζουν οι πολιτικοί του τόπου μας τον όρο «περιφερειακή ολοκλήρωση» και την σημαντικότητα αυτού σε επίπεδο συνεργασίας, γειτνίασης, οικονομικής ολοκλήρωσης και ενοποίησης, όπου απουσιάζει κάθε μορφή διάκρισης;

Όσο προχωρούμε προς το μέλλον, θα αυξάνεται η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και η ταχύτητα της εξέλιξης. Η ευθύνη για την πορεία των κοινωνιών έχει εναποτεθεί κατά κύριο λόγο στο πολιτικό σύστημα, το οποίο, υποτίθεται, ότι εκφράζει και πραγματώνει το κοινωνικό συμφέρον. Ωστόσο, υπάρχει και μια κοινωνική μειοψηφία η οποία ενεργοποιείται στο πλαίσιο των δομών της κοινωνίας, όμως ο διάλογος που δρομολογείται σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών είναι αδύναμος, με αποτέλεσμα να μην δύναται να έχει την αναπτυσσόμενη δυναμική.

Επείγει λοιπόν η αλλαγή κατεύθυνσης για να ενταχθεί η πόλη μας και κατ’ επέκταση ο νομός μας στη «λειτουργία» της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας χωρίς ανισότητες μεταξύ των άλλων νομών της χώρας αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Θα πρέπει να υπάρξουν ριζικές αλλαγές όχι μόνο στο σύστημα οργάνωσης αλλά και στον τρόπο σκέψης.

Πρέπει να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης των ακριτικών περιοχών, όπως είναι η Ήπειρος, με πολιτική πιο στοχευμένη, με πολιτικές δημοσίων δαπανών που να μειώνουν τις περιφερειακές ανισότητες, καθώς θεωρούνται ένα από τα πιο σημαντικά μέσα περιφερειακής πολιτικής. Ο ρόλος των δημοσίων δαπανών και ο βασικός μηχανισμός λειτουργίας τους αφορά σε δαπάνες για τη λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών (δήμων, περιφερειών, νοσοκομείων, στρατοπέδων κ.τ.λ.), για τη λειτουργία κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΤΑ) και για την εκτέλεση δημοσίων έργων.

Η δημιουργία δε υποδομών, παραγωγικών, κοινωνικών και αστικών, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες πολιτικές που μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη περιοχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υστέρηση. Η χρήση αναπτυξιακών κινήτρων είναι αποτελεσματική και οδηγεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι πολιτικές ενίσχυσης της κινητικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου θα πρέπει να έχουν ευρεία αποδοχή και εφαρμογή, καθώς έχουν καλύτερα αποτελέσματα και συμβάλλουν στην καλύτερη αντιστοίχιση της ζήτησης και της προσφοράς εργασίας σε περιφερειακό επίπεδο.

Έχει παρατηρηθεί ότι, ενώ οι αναπτυγμένες περιφέρειες, όπως οι μητροπόλεις και τα βιομηχανικά κέντρα, διαθέτουν επιχειρήσεις ποικίλων μεγεθών (πολύ μεγάλες, μεγάλες, μεσαίες και μικρές), οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές στηρίζουν αποκλειστικά την παραγωγική τους βάση στις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Συνεπώς, η ανάπτυξη των περιφερειών της δεύτερης κατηγορίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα των ΜΜΕ να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό, να επενδύσουν, να εκσυγχρονιστούν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, ώστε να γίνεται λόγος για πολιτικές ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Η πολιτική αποκέντρωσης του δημόσιου τομέα συνίστανται στη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό επίπεδο διοίκησης σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως αυτό της περιφέρειας ή του δήμου. Για να είναι επιτυχής η εν λόγω πολιτική θα πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογη πολιτική πόρων, μεταφορά που να επιτρέπει την αποτελεσματική αξιοποίηση των αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Μία προωθημένη πολιτική αποκέντρωσης περιλαμβάνει τη μεταφορά και τη μετεγκατάσταση υπηρεσιών από το κέντρο προς την περιφέρεια.

Με τις πολιτικές ανθρωπίνου δυναμικού επιδιώκονται η ενίσχυση της ποιότητας των ανθρωπίνων πόρων μιας περιφέρειας, με την παροχή εξειδικευμένων γνώσεων σε τομείς αιχμής, και η βελτίωση και διεύρυνση των προσόντων και των ειδικοτήτων του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον πολιτικές για την ενίσχυση της περιφέρειας αποτελούν οι πολιτικές άυλων υποδομών, η εγκατάσταση επιστημονικών ιδρυμάτων και οι πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας.

Αν δεν θέλουμε να λέμε “η Ήπειρος ήταν” μία πανέμορφη περιοχή, αλλά να λέμε η “Ήπειρος ΕΙΝΑΙ” μια πανέμορφη περιοχή, πρέπει να υπάρξουν δράσεις ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ!
*Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Πολιτικής MBA-Διοίκηση Επιχειρήσεων