
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας
Έχουμε συνηθίσει πλέον ν’ ακούμε διάφορες ανεπίτρεπτες λέξεις και φράσεις από πολιτικά πρόσωπα, τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και γενικότερα στον δημόσιο χώρο. Ειδικά κάποια εξ αυτών ξεπερνούν συχνά τα όρια της στοιχειώδους ευπρέπειας, εκτοξεύοντας ένθεν κακείθεν λόγια, θαρρείς και θέλουν μέσω αυτών και όχι μέσω πολιτικών αντιλήψεων και προτάσεων να ελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του κοινού και κατ’ επέκταση δυνητικούς ψηφοφόρους.
Προσφάτως, αρχηγός πολιτικού κόμματος είπε με στόμφο από το βήμα του Κοινοβουλίου τη φράση «είστε οι χειρότεροι φασίστες!», απευθυνόμενη στον β’ αντιπρόεδρο του σώματος, ο οποίος προήδρευε εκείνη τη στιγμή. Κι αυτό, επειδή τόλμησε, άκουσον άκουσον, να τη διακόψει, επισημαίνοντάς της πως έχει ξεπεράσει προ πολλού τον χρόνο που δικαιούτο βάσει του Συντάγματος να ομιλήσει, εν προκειμένω πέντε λεπτά αντί δεκαεννιά που εκείνη μίλησε κι ακόμα δεν είχε ολοκληρώσει όσα ήθελε να πει!
Στ’ αλήθεια, δεν μ’ ενδιαφέρει τίνος κόμματος προΐσταται! Όποιος και να διατύπωνε αυτή τη φράση εντός του Κοινοβουλίου, για όποια κυβέρνηση ή για όποιο πολιτικό φορέα, την ίδια άποψη θα είχα. Πολύ περισσότερο, που το συγκεκριμένο πρόσωπο κατ’ εξακολούθηση καταχράται τον χρόνο -όσοι παρακολουθούν συνεδριάσεις τη Βουλής το γνωρίζουν-, θεωρώντας απ’ ό,τι φαίνεται φυσικό να συμβαίνει αυτό κατ’ εξαίρεση, το οποίο δεν μοιάζει και πολύ δημοκρατικό.
«Οι χειρότεροι φασίστες»! Μάλιστα! Δηλαδή, αντιθετικά σκεπτόμενοι, υπάρχουν και οι καλοί ή οι καλύτεροι φασίστες; Λέτε; Διότι δεν έχω γνωρίσει κάποιον! Εσείς;
Μάλιστα, τις τελευταίες μέρες, από κάποια πολιτικά χείλη ακούσαμε και πως η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι «χούντα» κι από κάποια άλλα πως είναι «εγκληματική οργάνωση του χειρίστου είδους» με το ίδιο πρόσωπο να μιλά για «ξεφτίλα, παρακμή και εκπόρνευση», ενώ, στη συνέχεια, παρά τις αντιδράσεις, χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό «νονό!» και πάει λέγοντας.
Χωρίς άλλο, «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα!» που είχε πει κι ο Ντίνος Ηλιόπουλος στην κινηματογραφική ταινία «Ο Ατσίδας», με τη χθεσινή (22/7) συνεδρίαση της Βουλής ν’ αποτελεί μνημείο αντικοινοβουλευτικής συμπεριφοράς και απουσίας ήθους για κάποιους.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων επαναλαμβάνω πως δεν μ’ ενδιαφέρει σε ποια πολιτικά κόμματα ανήκουν τα άτομα που εκφράζονται μ’ αυτό τον τρόπο. Εκείνο που με νοιάζει ως πολίτη είναι το ήθος, το οποίο διαχέεται στη δημόσια ζωή από πρόσωπα που όφειλαν, πέραν άλλων, να λειτουργούν ως παράδειγμα. Φυσικά, κατανοώ απολύτως και συμφωνώ με την πολιτική αντιπαράθεση βάσει επιχειρημάτων, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά απορρίπτω τον αγοραίο πολιτικό λόγο, ο οποίος δηλητηριάζει τη σκέψη και τις ψυχές των πολιτών και λειτουργεί αντιπαιδαγωγικά στον δημόσιο βίο.
Διότι, όταν άνθρωποι γραμματισμένοι, συχνά με πανεπιστημιακούς τίτλους, οι οποίοι έχουν εκλεγεί, για να υπηρετούν τα συμφέροντα του λαού, εκφράζονται σαν τα χειρότερα κακόβουλα και χυδαία δημοσιεύματα και σχόλια του διαδικτύου, τι ακριβώς λένε στους πολίτες; Ότι, όταν διαφωνείτε, μπορείτε να μη σέβεστε, να χρησιμοποιείτε λεκτική βία, να χυδαιολογείτε, να…, χωρίς καμία συνέπεια! Άλλος τρόπος δεν υπάρχει! Και το κυριότερο! Όταν ψηφίζετε, δεν εκλέγετε την όποια κυβέρνηση μέσω της ψήφου σας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλά εκλέγετε χούντα!
Εν κατακλείδει, είναι θλιβερό να ακούγονται για όποιο λόγο τέτοιες φράσεις από εκπροσώπους του λαού, οι οποίοι από αυτόν αμείβονται και υπέρ αυτού οφείλουν να εργάζονται, ακόμα κι αν στη δράση τους κάνουν και κάποια λάθη. Αλλά να εργάζονται! Αν θεωρούν πως με χυδαιολογίες θα καταφέρουν θανάσιμα πλήγματα στον «εχθρό» ή πως θα έχουν αποδοχή και θα εξασφαλίσουν τη μελλοντική εκλογή τους, είναι μεν δικαίωμά τους, αλλά οφείλουν να μην ξεχνούν πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι πολίτες, απαιτούν ευπρέπεια και σεβασμό, κάτι που ως προτεραιότητα οι ίδιοι έπρεπε να έχουν. Πόσο μάλλον, που η συμπεριφορά τους, ακόμα κι αν τους αποφέρει πιθανά πρόσκαιρα οφέλη, δημιουργεί αρνητικά πρότυπα, των οποίων το κακό είναι μακροπρόθεσμο με ποικίλες συνέπειες.
Εκτός και πλέον όλα γίνονται στον βωμό του όποιου συμφέροντος, ασχέτως αποτελεσμάτων.
Και το χείριστο όλων είναι πως αυτά τείνουν να γίνουν κοινός αποδεκτός τόπος στον δημόσιο βίο, αν κρίνει κανείς κι από το υβρεολόγιο και την εκφρασμένη κακία και συκοφαντία στα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα οποία μάλλον ζηλεύουν κάποιοι πολιτικοί, οι οποίοι λησμονούν πως αυτοί, όπως κι όλοι μας, είναι πρόσκαιροι, το ήθος τους όμως διαπαιδαγωγεί σε βάθος χρόνου τους πολίτες. Και κάτι άλλο που οφείλουν να θυμούνται είναι πως οι κυβερνήσεις αλλάζουν κατά τη βούληση του λαού, που σημαίνει πως κύρια μέριμνά τους δεν θα έπρεπε να είναι το υβρεολόγιο, αλλά η διατύπωση πραγματοποιήσιμων προτάσεων, τις οποίες θα αξιολογήσουν οι πολίτες και κατά τη σκέψη και την απόφασή τους θα τις επικροτήσουν ή όχι στις κάλπες. Αν βέβαια πιστεύουν ακόμα πως το πολίτευμά μας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και όχι χούντα.