Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

Ευδοκία Βασιλάκη: Πεποίθηση όλου του ελληνισμού είναι πως ήρθε η ώρα για την παγκόσμια αναγνώριση

Την ομιλία στον εορτασμό της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου εκφώνησε η κ. Ευδοκία Βασιλάκη, Προϊσταμένη Οικονομικών της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Άρτας.
Αρχικά μίλησε για την οικονομική και δημογραφική άνοδο, το υψηλό πνευματικό επίπεδο και την ισχυρή εθνική ταυτότητα των Ελλήνων του Πόντου στις αρχές του 20ου αιώνα και αναφέρθηκε συνοπτικά στο ιστορικό πλαίσιο της γενοκτονίας: «…την 19η Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, κατά την οποία αδιαμφισβήτητα πραγματοποιήθηκαν αναρίθμητες, αναίτιες επιθέσεις εναντίον των Ποντίων και σφαγές πληθυσμών. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοπόντιοι έχασαν τη ζωή τους. Κάποιοι ιστορικοί, μάλιστα, ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 353.000…»

Στη συνέχεια στάθηκε στην ενσωμάτωση και στη μεγάλη συνεισφορά των πόντιων προσφύγων στην ελληνική κοινωνία: «…ως τομή στη νεότερη ελληνική ιστορία, αρχή του σύγχρονου εθνικού βίου και αφετηρία της διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας…», ενώ αναφέρθηκε και στο ποντιακό στοιχείο της περιοχής μας: «…με τη γενοκτονία των Ποντίων ορισμένες οικογένειες προσφύγων που έφυγαν από τη Τουρκία και εγκαταστάθηκαν στον Καύκασο της Ρωσίας, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, εκτοπίστηκαν αργότερα στο Καζακστάν και από το Καζακστάν, μετά από επέμβαση του Ο.Η.Ε., εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας στο χωριό Βίγλα. Στο όμορφο αυτό αλλά άγονο εκείνη την εποχή μέρος, 17 μόλις χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Άρτας προς τον κόλπο του Αμβρακικού, το 1957 χτίστηκαν 100 σπίτια για την αποκατάσταση προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση. Οι άνθρωποι αυτοί μετά από χρόνια επιβίωσης, κάτω από αντίξοες συνθήκες, έκαναν οικογένειες, πρόκοψαν και αφού στηρίχθηκαν γερά στα πόδια τους, το έτος 1982, ιδρύσαν τον Ποντιακό Σύλλογο Βίγλας «Οι Πρόσφυγες» για να συνεχίσουν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους με τις κοινωνικές και πολιτιστικές τους δράσεις. Γι’ αυτό και η παρουσία τους στο τόπο μας αποτελεί αφενός τιμή για την περιοχή μας, αφετέρου ένα έντονο πολιτιστικό στοιχείο γόνιμα ενσωματωμένο στην κοινωνία μας…»

Όσον αφορά το θέμα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας ανέφερε χαρακτηριστικά:
«…Πεποίθηση όλου του ελληνισμού είναι πως ήρθε η ώρα για την παγκόσμια αναγνώριση της μεγάλης σφαγής. Αναμφίβολα, αν θέλουμε να ονομαζόμαστε άνθρωποι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και αυτό είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα. Όχι για να εκδικηθούμε ή να διογκώσουμε το μίσος απέναντι στον γείτονα λαό, αλλά επειδή στόχος μας μέσω της αναγνώρισης είναι η διατήρηση της μνήμης της μακραίωνης ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου. Μιας ιστορίας πλούσιας, που συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση του ελληνικού πολιτισμού, μιας ιστορίας γεμάτη πόνο, γεμάτη θάνατο και ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Για όλες αυτές τις αγέρωχες ψυχές, που χάθηκαν τόσο άδικα, τόσο βάναυσα, κάθε ημέρα θα πρέπει να είναι ημέρα μνήμης και τιμής…»

Στο τέλος της ομιλίας της κάλεσε τους παρευρισκόμενους, ως ελάχιστο φόρο τιμής στους Έλληνες του Πόντου που υπέστησαν τα δεινά της γενοκτονίας, να ανατρέξουν νοερά σε αυτή την τραγική εποχή και να εμβαθύνουν, όπως είπε: «…στον ψυχισμό και στα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων, που κατάφερναν να σηκώνουν ξανά και ξανά το κεφάλι ύστερα από τους αλλεπάλληλους κατατρεγμούς, ως σημείο αναφοράς και φωτεινό παράδειγμα για τους σύγχρονους Έλληνες…», διαβάζοντας την περιγραφή του ποντιακού χορού Σέρρα στο ομώνυμο βιβλίο του διακεκριμένου και πολυβραβευμένου αρτινού συγγραφέα Γιάννη Καλπούζου, όταν τέσσερις αντάρτες χορεύουν στα υψώματα της Κρώμνης, στα δυο χιλιάδες μέτρα:

« …Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ τον Θεό. Το φέγγος και η σκοτεινιά να εναλλάσσονται στα πρόσωπά τους, φωτοσκότεινοι, ίδιο το στάλαμα της ζωής. Να ζυμώνεται το κορμί, να τσακίζει, να λύνεται και να ξαναδένεται. Ν’ αναπαύεται η ψυχή κάπου στα σύγνεφα, να λυτρώνεται κι ευθύς να τρομάζει. Τη μια να τους τραβά το χώμα, την άλλη να υψώνονται όπως ο Ανταίος. Να πυρακτώνεται ο νους και να βογκά ο τόπος απ’ τους γδούπους, να τρέμει απ’ την παλικαριά και την αποκοτιά τους. Να φορτώνονται την ιστορία, να την κουβαλούν και να τους σέρνει, να χτυπούν τα γόνατα καταγής και πάλι να στυλώνονται ορθοί. Να κατέχουν ότι παρέκει καρτερά ο θάνατος και να τον περιγελούν…»