Η Αγία Θεοδώρα του Κάστρου

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Κάτω απ’ το Κάστρο κυλούσε ο Άραχθος. Φουρτουνιασμένος κι αγριωπός τον χειμώνα κι ακαταμάχητα ελκυστικός τα καλοκαίρια, ιδιαίτερα τα καυτά, γι’ αυτό κι επικίνδυνος. Κάποια παλικάρια πλήρωναν με τη ζωή τους τη λίγη δροσιά που γύρευαν στα γάργαρα νερά του είτε γιατί δεν ήξεραν κολύμπι είτε γιατί έπεφταν στη δίνη ρουφήχτρας. Ένας αυτοκινητόδρομος χώριζε το Κάστρο απ’ την παρόχθια περιοχή και το ποτάμι. Την Άνοιξη οι μεγάλοι έκαναν τον περίπατό τους στον περίδρομο με τις πολεμίστρες. Κάθε τόσο στέκονταν ν’ αγναντέψουν τα Τζουμέρκα και τα βουνά του Βάλτου ως το θρυλικό Ζάλογγο, και την πόλη ν’ απλώνεται νωχελικά στα πόδια του. Στην ανατολική όχθη του ποταμού, στη ρίζα του μακρινού λοφίσκου πρόβαλλαν τα σπιτάκια με τις κόκκινες κεραμοσκεπές και με την πατίνα του χρόνου η βυζαντινή εκκλησία των Βλαχερνών. Την είχε χτίσει ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός, ως ένδειξη ειλικρινούς μετάνοιας προς τη γυναίκα του .

Η χαρά εμάς των παιδιών ήταν να παίζουμε το κρυφτό ανάμεσα στις πολεμίστρες. «Θοδώρα, Θοδώρα, πού είν’ ο Θοδωρής;» φωνάζαμε σαν να ρωτούσαμε την αγαπημένη μας βασίλισσα. Λες και διαισθανόμασταν πως κάπου εκεί στα ερείπια του παλατιού των Κομνηνών τριγύριζε η σκιά της. «Στο Κάστρο στο Κάστρο να πας να τονε βρεις», αποκρινόταν η άλλη αμάδα παιδιών. Και με τον αντίλαλο ακόμα στ’ αυτιά μας ξαναρωτούσαμε τη «Θοδώρα» μας μήπως ήξερε να μας πει πού κρυβόταν ο Θοδωρής. Μα στην ουσία γυρεύαμε τον άνδρα της τον Μιχαήλ να του τα ψάλουμε, γιατί έδιωξε την καλή, φιλεύσπλαχνη γυναίκα του για χάρη της Γαγγρινής, μιας Αρτινής αρχόντισσας. Ο λαϊκός μύθος την Αγία την έκανε στιχοπλόκι στα χείλη μας. Κάθε χρόνο, όταν πλησίαζε η χάρη της κι ετοιμαζόταν η πόλη να τιμήσει την ευεργέτιδα της, η ιστορία της ξαναζωντάνευε σαν παραμύθι στα σπίτια μας. Ξέραμε πως διωγμένη από τον άντρα της και περιπλανώμενη στα βουνά γέννησε το παιδί της. Οι Αρτινοί ξεσηκώθηκαν γυρεύοντας την αγαπημένη τους βασίλισσα και ο Μιχαήλ μετανιωμένος έκανε αυτό που του ζητούσαν. Αχολογούσε το Κάστρο απ’ τις φωνές μας. Ήταν να μην τη μνημονεύαμε παιδιά εμείς ακόμα στα παιχνίδια μας; Χρόνια-χελιδόνια που πετάξατε…

Το Κάστρο χτισμένο απ’ τους Κομνηνούς πάνω στα κυκλώπεια τείχη της αρχαίας Αμβρακίας υψώνεται στην άκρη της πόλης, σύνορο από πέτρα και νερό φτιαγμένο. Δίπλα του το πανύψηλο πέτρινο ρολόι μετρά ακατάπαυστα τον χρόνο, χτυπώντας την καμπάνα,θέλοντας, λες, να υπενθυμίσει στους πολίτες πόσο γρήγορα διαβαίνει στο χωρίς αρχή και τέλος ταξίδι του. Ωστόσο με προδιαγεγραμμένο το δικό τους τέλοςπωςπρέπει να φροντίζουν όχι τι θα πάρουν – αφού δεν θα πάρουν τίποτε μαζί τους – αλλά τι θ’ αφήσουν πίσω που να τους καταξιώνει στο πέρασμά τους απ’ τη ζωή. Των Εβραίων σταμάτησε στα στρατόπεδα των ναζί. Το φάσμα τους ωστόσο ακόμα πλανιέται στην εβραιογειτονιά,κοντά στο προαύλιο του σχολείου, παλιά Πλατεία της Ώρας, όπου γίνονταν οι εμπορικές τους συναλλαγές.

Κάστρο και Ρολόι αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της πόλης, που καθαγίασε με τον ενάρετο βίο και την πολιτεία της η Θεοδώρα, βασίλισσα της Άρτας, πρωτεύουσας του πάλαι ποτέ Δεσποτάτου της Ηπείρου.(Απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημά μου Τα Παιδιά του Οδυσσέα).