Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Άντρας είσαι εσύ μωρέ μούκακα; Σ’ έβαλε μέσα στο βρακί της αυτή η σιακαφλόρα που μας την έφερες εδώ. Μπαστακώθ’κε και δε φεύγ’ με τίποτε». Αυτές τις λέξεις τις εκτόξευε κατ’ αποκλειστικότητα η πεθερά. Ιδιαίτερα όταν η νύφη είχε μια κάποια προσωπικότητα και επιπλέον το έλεγε και η ψυχούλα της. Με λίγα λόγια είχε άποψη και τη διατύπωνε. Δεν κώλωνε και πάντα στόλιζε κατάλληλα την πεθερά. Αυτού του είδους η πεθερά ήταν αληθινή αντροχωρίστρα, γιατί «πες, πες ίσως και να πετύχαινε το έργο της». Στην περίπτωση αυτή κυριολεκτείται ο υβριστικός ορισμός της αντροχωρίστρας η οποία με χίλιες δυο ραδιουργίες και «άτιμες πράξεις» προσπαθεί να χωρίσει ένας άντρας τη γυναίκα του. «Α, μωρή κρούνα, θα πάρω τον κόπανο και θα σου τον φ’σήσω κατακούτελα να σε στείλω καταδιαόλ’».
Τον κόπανο δεν τον «φύσαγε» πουθενά, αλλά το στόμα της λειτουργούσε μεθοδικά, επίμονα και -δυστυχώς- πολλές φορές αποτελεσματικά. «Έβαλε τ’ όνομα του πατέρα της και τώρα φουρλατάει. Πού θα μ’ πάει, ταχιά θα της αργάσω εγώ το τομάρ’. Ίσως ξυπνήσ’ εκείνο το βόδι το δικό μου και την ξαποστείλ’ από ‘κει που ‘ρθε».
Υπήρχε όμως και άλλη μορφή αντροχωρίστρας. Αυτή που έχωνε τη μύτη της παντού. «Παντού η διαολασπαρμέν’. Σαν ο καλ’κάτζαρος τρυπών’ και ξετρυπών’, σπείρεται και φύεται παντού». Περισσότερο θα λέγαμε ότι λειτουργούσε και την κατηύθυνε η περιέργειά της. Η έντονη επιθυμία της να πληροφορηθεί τα πάντα. Όλα της προκαλούσαν έντονη απορία και όλα γι’ αυτήν ήταν δυσεξήγητα. Και εκεί που προσπαθούσε να «ξεδιαλύνει τα αδιάλυτα σκοτάδια» με τον τρόπο και την συμπεριφορά της χωνόταν στη μέση ως τρίτο πρόσωπο, «απόλαγε χίλιες δυο στοκιές» και «ανακάτευε τον ανακάτευτο». Σε μια κοινωνία απόλυτα κλειστή όπου επικρατούσε πολλές φορές η καχυποψία «η τρίχα γινόταν τριχιά» και έδενε και έσερνε «τα εξ αμάξης».
Πες, πες έφταναν στα αφτιά συγγενών και φίλων και ενίοτε καλοθελητών -με πάσα διαβολική έννοια- οι οποίοι θεωρούσαν υποχρέωσή τους να τα προωθήσουν, όπου δει αρκούντως ενισχυμένα με τη φαντασία τους. Το αποτέλεσμα… «Κατ’ ανέμ’ πήγε κι αυτός ο γάμος».
Υπήρχε κι άλλη μορφή αντροχωρίστρας. Αυτή ήταν «θανατηφόρα», αφού χρησιμοποιούσε με μοναδικό τρόπο δύο «διαολοϊκανότητες». Τις ραδιουργίες και κυρίως την ερωτική γοητεία της. «Αυτή που με λόγια ή σαν Τρίτη κορυφή “του ερωτικού τριγώνου” χώριζε τα αντρόγυνα». Η κοινωνική ηθική ήταν πολύ σκληρή και δεν ανεχόταν ερωτική παρέκκλιση. Κάτι τέτοιο θα γινόταν «Μέγα Θέμα» και θα είχαν οι κουτσομπόλες για πολλά χρόνια θέμα συζήτησης. «Θα έβγαζαν χρυσούς χειμώνες». Με τα νάζια και την τσαχπινιά ξεμονάχιαζε τον άντρα και τα κατάφερνε. «Την έπαιρνε μαζί του κι από δω παν’ οι άλλ’». Έφευγαν από το χωριό, στην πρωτεύουσα όπου χανόντουσαν στην ανωνυμία του πλήθους και «γλεντούσαν τον έρωτά τους».
Χαρακτηριστικό και βεβαίως μοναδικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση «αντροχωρίστρας» που διέλυσε δύο οικογένειες και παντρεύτηκε τους άντρες. Ο γάμος δεν διήρκησε πάνω από ένα χρόνο. Στον χρόνο επάνω οι άντρες «απεδήμησαν εις Κύριον» και έμεινε μόνη της… Μόνη της μπορεί να έμεινε αυτή αλλά δεν την άφησαν οι υπόλοιποι σε ησυχία. Απύλωτο το στόμα τους. Είπαν και τι δεν είπαν. Οι κουτσομπόλες φουρλάτησαν για τα καλά. Θεωρώ όμως απ’ όλα αυτά μοναδικό και απίθανο τον τίτλο που της απέδοσαν. «Φαρμακομούνα!!!»