Η αχίλλειος φτέρνα

Γράφει η
Χαρά Παπαβασιλείου

«Πόσων χρονών είστε;» τη ρώτησε ο κύριος Πιστεύος, μη παίρνοντας τα μάτια του απ’ το χέρι της σε ακτινογραφία. Ό, τι χειρότερο να την ρωτήσει κάποιος ήταν το πόσο της ηλικίας της. Ιδιαίτερα αφότου ο χρόνος, αμείλικτος, την έφερε στο λίγο πριν το τέλος. Πώς; Ούτε που το κατάλαβε πότε κιόλας έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες ρυτίδες! «Για δες τες!» της είπε κι ο καθρέφτης ένα πρωινό σημαδιακό. Όπως όλα τα για πρώτη φορά πράγματα: ο πρώτος χρόνος σου στη ζωή, τα πρώτα σου βήματα. Κι ύστερα το πρώτο σκαλί για τ’ ανέβασμα προς τ’ άστρα, με το σφρίγος της νιότης, που, ωστόσο, γοργά φυλλορροεί…

Κι από τότε ο καθρέφτης το ίδιο βιολί, προμηνύοντας – κι αμαρτίαν ουκ είχε – τι θ’ ακολουθούσε, αν δε λάβαινε τα μέτρα της. Όμως, με τόσο φόρτο εργασίας και οικογενειακές υποχρεώσεις, πού χρόνος και για το χρέος της απέναντι στον εαυτό της! Είχε βέβαια την επίγνωση πως ήταν να μη γίνει η αρχή, αλλιώς όταν ο κόμπος θα ’φτανε στο χτένι, το λόγο θα ’χε το θαυματουργό νυστέρι, το αφύσικο κι ενίοτε παραμορφωτικό! Που ούτε να το δει ούτε να τ’ ακούσει! Κι επειδή ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον* (και η ψυχή αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάξει), σαν σ’ έναν άλλο καθρέφτη, ρίχνοντας βλέμματα στα πρόσωπα συνομηλίκων της, παρηγορούταν πως δεν ήταν δα και η εξαίρεση! Προς το παρόν ωστόσο, η ζυγαριά των παρατηρήσεών της έκλινε προς το περίβλημά της, το σώμα, που η ταφή του στη μεταθανάτια ζωή αποτελεί χρέος συγγενών, κι εν ελλείψει τους της πολιτείας. Ως και η επί των ημερών μας επιπολάζουσα τέφρα του φυλασσόμενη σε τεφροδόχο, μέχρις ότου διασκορπιστεί στα φτερά του ανέμου κι όπου αυτός τη φέρει, αποτελεί ένδειξη σεβασμού.

Και προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τις εκφραστικές, γραμμές στις άκρες των ματιών της, των χειλιών της, τις παράλληλες οριζόντιες του μετώπου της, τις κάθετες δύο απ’ τη μέσα μεριά των φρυδιών της, που, αναλόγως του βάθους τους, δείχνουν αν γέλασες ή θύμωσες πολύ ή λίγο. Ιδίως στις παρειές της, τις κάποτε τρυφερές, όπου ο έρωτας αγρυπνούσε. Σαν σε χερσαία γη ο χρόνος τώρα αροτριούσε πάνω τους, για να καρποφορήσουν, λες, με τον ιδρώτα της δουλειάς της. Γη ποτισμένη με ιδρώτα*… Ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία των στόχων της, συνυφασμένων με των παιδιών της και των παιδιών που της είχαν εμπιστευτεί οι γονείς τους στο λειτούργημά της ως δασκάλας. Τελικά συνήθισε όχι μόνο να ζει μαζί τους, αλλά και να τις αγαπά, ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού της κι εύσημο των προσφορών της στην οικογένεια και στην πολιτεία.

Χρόνια τώρα έχοντας αποσυρθεί απ’ την ενεργό δράση κι ευγνωμονώντας τη ζωή για τα όσα της χάρισε και συνέχιζε να της προσφέρει, την απολάμβανε στις μεγάλες, μα περισσότερο στις μικρές κοντά στη φύση στιγμές, που τίποτε δεν υπάρχει σαν αυτή ωραίο! Ιδιαίτερα της Ελλάδας με το άπλετο φως, το γαλάζιο θάλασσας κι ουρανού, τα νησιά της και την ιστορία της, την ποτισμένη μ’ αίμα στ’ απάτητα βουνά, στα δύσβατα λαγκάδια και ρεματιές… Όμορφη που είσαι πατρίδα μου! Φρόντιζε ώστε να διατηρείται ακμαία για τις διαδρομές της παρέα ή μόνη μέσα στη μεγάλη, αποφεύγοντας να σκέφτεται ως πού θα την πάει. Κάποια στιγμή στον δρόμο της θα διάβαζε σ’ έναν απ’ τους σηματοδότες του: ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΣ. Και τότε θα ’φευγε με τις αποσκευές της γεμάτες όμορφες εμπειρίες αλλά κι άσχημες που την δυνάμωναν και την έκαναν σοφή.

Είχε πάψει πλέον να μετρά τις περιφορές του ήλιου γύρω απ’ η γη. Άλλωστε, τι σημασία έχει η ηλικία μπροστά στα χρόνια! Στο πώς τα κουβαλάει ο καθένας! Τώρα περισσότερο στη συνείδησή της βάραινε αυτή, η ψυχή, που την κρατούσε ανάλαφρη και καθαρή. Κι όταν άρχισε να πυκνώνει το χιόνι στα μαλλιά, της αυτοσαρκαζόμενη, σιγοτραγουδούσε την Ανθισμένη Αμυγδαλιά. Και τις φορές που ο άνεμος φυσούσε την φρεσκοχτενισμένη μιζανπλί της, νόμιζε πως άκουγε την κελαριστή φωνή του Πολυμέρη να της τραγουδά Άσ’ τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα…

Τον καιρό των ερώτων της με τον κατόπιν σύζυγό της σ’ ένα βαλς της εκδρομής, καθώς της έπαιρνε ο αέρας τα μαλλιά κι όλο έβαζε το χέρι της να τα σιάξει, της το ’χε πρωτοτραγουδήσει εκείνος κι ύστερα μια φεγγαρόλουστη νύχτα, με μια κιθάρα κάτ’ απ’ το παραθύρι της. Σ’ αυτό το μπρα ντε φερ παρόντος – παρελθόντος η ζωή μας περνάει, που στ’ αυτιά της έφτανε σαν ευχάριστη μια μουσική. Κι ένιωθε πως, όσο οι ρυτίδες στο πρόσωπό της πλήθαιναν, άλλο τόσο την έκαναν πιο ελκυστική οι εμπειρίες μιας ζωής, όπως την έκαναν οι επιλογές της, ενδιαφέρουσας. Η δική της όμως αχίλλειος φτέρνα ήταν το της ηλικίας της πόσο. «Όσο φαίνομαι», απαντούσε σ’ οποιονδήποτε τολμούσε να την ακουμπήσει. Ναι, αλλά σ’ ένα γιατρό μπορείς ν’ απαντήσεις: «Όσο φαίνομαι» ή «Πόσο με κάνετε;» αντί της λήγουσας σε -άντα, -ήντα -όντα και καταλήγουσας σε -ό στην έσχατη των περιπτώσεων μακροζωίας; Οπότε την είπε, κι αισθάνθηκε – εκείνη μόνο τη στιγμή – σαν ένα απ’ τα φερτά του Άραχθου, του αίροντος το άχθος αρούρης ποταμού της πατρίδας της, «Για την ηλικία σας, είστε πολύ καλή» απεφάνθη ο γιατρός, ως επιβράβευση των προσπαθειών της να είναι αυτό που διέγνωσε πως ήταν. «Σας ευχαριστώ, κύριε Πιστεύο» είπε, κι ενδομύχως: ‘‘Αυτό το «για την ηλικία σας» να ’λειπε…’’ Μα δε γινόταν αλλιώς…
* Πλάτων, Αλκιβιάδης.
*Τίτλος κινηματογραφικής ταινίας, ινδικής παραγωγής.