
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
Το μακρινό 1997 κλήθηκα να χειριστώ μια δύσκολη – και πρωτόγνωρη – υπόθεση. Ισχυρός παράγοντας του τόπου και επί μακρόν βουλευτής της ΝΔ ήγειρε αγωγή και άσκησε τις αστικές αξιώσεις του εναντίον της, τότε, καθημερινής εφημερίδας «****» και του εκδότη και διευθυντή της «****».
Τον εγκάλεσε για μια σειρά δημοσιευμάτων τα οποία θεώρησε αναληθή και συκοφαντικά και ότι προέβη σε εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Με την αγωγή του ζήτησε να του επιδικαστεί το συνολικό ποσό των 22.000.000 δρχ., ήτοι 2.000.000 δρχ. για κάθε ένα από τα επίδικα (11) δημοσιεύματα, να αρθεί η προσβολή του με ανασκευαστικά των επιλήψιμων σχολίων νεότερα δημοσιεύματα, να παραλειφθεί κάθε παρόμοια προσβολή στο μέλλον και να δημοσιευτεί περιληπτικά η εκδοθησόμενη απόφαση στην εφημερίδα καθοριζόμενης της χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης της καταχωρήσεως.
Υπενθυμίζω ότι εκείνη την περίοδο (1997) ίσχυε ο Ν. 1178/1981, «περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων» δυνάμει του οποίου ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούνταν σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημιά καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα το οποίο θίγει την τιμή κα την υπόληψη κάθε ατόμου. Περαιτέρω , με τις διατάξεις του Ν. 2243/1994, ως ελάχιστο ποσό αστικής αποζημίωσης, ορίστηκε το ποσό των 10.000.000 δρχ. για τις Ημερήσιες Εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης και το ποσό των 2.000.000 δρχ. για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά της επαρχίας, γι’ αυτό εξάλλου και ο (ισχυρός) ενάγων πολιτικός αξίωνε το συνολικό ποσό των 22.000.000 δρχ. για (11) επίδικα δημοσιεύματα.
Υπενθυμίζω, επίσης, πως την περίοδο εκείνη ελάχιστα ήταν τα συγγράμματα που αφορούσαν την αστική ευθύνη του Τύπου και ακόμα πιο φτωχό το νομολογιακό υλικό.
Μεσ’ στην απελπισία μου και τον φόβο να μπει λουκέτο σε μια καθημερινή εφημερίδα (καθόσον η καθ’ ολοκληρία καταδίκη της σήμαινε αυτόματη χρεωκοπία) με υπόδειξη φίλου καθηγητή μου από τα χρόνια της Νομικής, απευθύνθηκα για «συναδελφική βοήθεια» στον, μακαρίτη πια, Γιώργο Μαύρο, νομικό σύμβουλο του τότε κραταιού «Ελεύθερου Τύπου» και του ισχυρού και επώνυμου δημοσιογράφου Δημήτρη Ρίζου.
Ο Μαύρος ήταν μάχιμος και μπαρουτοκαπνισμένος συνάδελφος, μετρώντας ώρες και χιλιόμετρα στα ακροατήρια για αντίστοιχες υποθέσεις των εντολέων του.
Τάχιστα μου απόστειλε πολύτιμο υλικό και προθυμοποιήθηκε να λύσει κάθε απορία μου.
Εν τέλει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας, με μια απόφαση του Φεβρουαρίου 1998, έκρινε συκοφαντικά και επιλήψιμα (2) από τα (11) δημοσιεύματα, επιδίκασε στον ενάγοντα πολιτικό 4.000.000 δρχ., απήγγειλε, ως μέσο αναγνωστικής εκτέλεσης σε βάρος του «****» προσωπική κράτηση διάρκειας (6) μηνών, τον υποχρέωσε, με χρηματική ποινή, να μη προσβάλει μελλοντικά τον ενάγοντα και διέταξε την καταχώρηση της απόφασης στην εφημερίδα.
Το Εφετείο Ιωαννίνων, στο οποίο προσφύγαμε, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας τις εκατέρωθεν ασκηθείσες εφέσεις.
Τέλος, αναφέρω, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, πως τα (2) δημοσιεύματα που κρίθηκαν εξυβριστικά και συκοφαντικά αφορούσαν σχόλια της εφημερίδας και τον επίμαχο (και επίδικο) χαρακτηρισμό που απέδιδε στον ενάγοντα πολιτικό με τις φράσεις «βουλευτής του ψεύδους» και «αχάριστος».
Επιχείρησα την παραπάνω, χρήσιμη πιστεύω, αναδρομή για να δικαιολογήσω εν πολλοίς το σημερινό τίτλο, ήγουν ˙ «Η Ελευθερία Έκφρασης ως Ελευθερία του Τύπου». Η αφορμή (αλλά και η αιτία) μου δόθηκε μετά την έκδοση των πρώτων δικαστικών αποφάσεων από το Πρωτοδικείο της Αθήνας όπου και προσέφυγε ο Γρηγόρης Δημητριάδης, πρώην Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, του οποίου τυγχάνει επ’ αδελφή ανεψιός. Ως θεσμικός υπεύθυνος της ΕΥΠ κατηγορήθηκε για το σκάνδαλο των υποκλοπών, παραιτήθηκε από την θέση του και με μια σειρά αγωγών του (με χαρακτηριστικά αγωγών SLAPP) επιχείρησε να ανακόψει την ερευνητική δημοσιογραφία ως προς το εύρος και την συμμετοχή του στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Ως αγωγές SLAPP, στον δημόσιο νομικό λόγο, θεωρούνται αυτές που ουσιαστικά είναι προσχηματικές με στόχο το «πάγωμα του λόγου». Κατατίθενται από ισχυρά πρόσωπα ή προβεβλημένους οργανισμούς εναντίον δημοσιογράφων, εφημερίδων, ακτιβιστών, υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ΜΚΟ που ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία και δριμεία κριτική σε θέματα δημοσίου συμφέροντος.
Αυτές οι αγωγές δεν εξαντλούνται στην νομική φόρμα και στις δικαστικές αίθουσες. Απώτερος στόχος τους παραμένει η οιονεί λογοκρισία και ο προληπτικός εκφοβισμός όσων ασκούν θορυβώδη κριτική, με όχημα την ηθική και οικονομική εξουθένωση κάθε ενοχλητικής φωνής με κύριο στόχο «το πάγωμα του λόγου».
Ξεκαθαρίζω βέβαια κάτι εξαρχής. Η αγωγή που με απασχόλησε το μακρινό 1997 δεν υπακούει στους νομικά παραδεκτούς κανόνες των αγωγών SLAPP.
Επιτυγχάνει, ωστόσο, ακριβώς το ίδιο : συνιστά οιονεί «λογοκρισία» σε ο,τι και με όσα ο ενάγων (συνήθως ισχυρά πρόσωπα της Πολιτικής και των Επιχειρήσεων) δυσανασχετεί και οργίζεται αντιλαμβανόμενος ότι πλήττεται ο ίδιος ως προς την τιμή και την υπόληψή του. Αντιδρά, ωστόσο, περισσότερο αναλογιζόμενος τις πιθανές επιπτώσεις που θα υποστεί ο ίδιος σε συγκεκριμένα κοινά (π.χ. πολιτικά/εκλογικά, αμιγώς επιχειρηματικά) που επηρεάζονται από βάσιμες ή αβάσιμες ή συκοφαντικές δημοσιεύσεις.
Ο εναγόμενος θιγόμενος, συνήθως δημοσιογράφος, εφημερίδα, ακτιβιστής, ΜΚΟ κλπ, προτάσσει συνήθως προς άμυνά του «το δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον» προκειμένου να δικαιολογηθεί ένα δυσάρεστο δημοσίευμα. Το επιχείρημα αυτό έκανε δεκτό το Πρωτοδικείο Άρτας και το Εφετείο Ιωαννίνων κρίνοντας ότι ο «εναγόμενος δημοσιογράφος προέβη στις επίδικες δημοσιεύσεις από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του ως δημοσιογράφου για την δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων για την ενημέρωση του κοινού». Γιαυτό, εξάλλου, απορρίφθηκαν οι αστικές αξιώσεις για (9) επίμαχα δημοσιεύματα. Για (2), ωστόσο, δημοσιεύματα, δηλαδή οι χαρακτηρισμοί «βουλευτής του ψεύδους» και «αχάριστος» , κρίθηκε ότι είναι εξυβριστικοί και προσβλητικοί και ότι υπερβαίνουν το αναγκαίο για την προάσπιση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος δημοσιογραφικό καθήκον.
Εξού και η συνακόλουθη καταδίκη των 4.000.000 δρχ. για τα (2) αυτά δημοσιεύματα.
Υπενθυμίζω και πάλι εμφατικά ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα το σωτήριον έτος του 1997, όταν δηλαδή δεν υπήρχε διαδίκτυο και η κύρια ενημέρωση παρέχονταν από εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση.
Κι επιπλέον επισημαίνω πως αν αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί ελεγχόνταν, ως προς τον σκοπό εξυβρίσεως, σήμερα, ούτε καν θα ενδιέφεραν και τους ίδιους τους θιγόμενους όταν και σε αυτή ακόμα την Βουλή ή στο διαδίκτυο οι «δολοφονίες χαρακτήρων» δεν γνωρίζουν μέτρο και όριο.
Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο Τύπος δεν έχει «το καθήκον αληθείας» το οποίο οφείλει και να υπηρετεί.
Η νομοθετική πρόβλεψη είναι σαφής. Το παράνομο της προσβολής μέσω του Τύπου αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων της εξύβρισης και της δυσφήμησης. Το άδικο των προβλεπόμενων ως άνω επιλήψιμων πράξεων αίρεται, μεταξύ άλλων, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας, τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και σε ανάλογες περιπτώσεις.
Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου.
Επιπλέον, όπως γίνεται δεκτό από τη Νομολογία, «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του Τύπου (άρθρο 14 § 1,2 του Συντάγματος) έχουν τα πρόσωπα που συνδέονται με την λειτουργία του, κυρίως οι δημοσιογράφοι για την δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις/παραλείψεις φυσικών ή νομικών προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Γι’αυτό τον λόγο, εξάλλου, δύνανται να δημοσιεύσουν ειδήσεις και σχόλια για την σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και με οξεία ακόμα κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς.
Την κρίση και την αξιολόγηση επωμίζεται ο φυσικός Δικαστής. Στους δυνατούς ή αδύναμους ώμους του επαφίεται και μόνο η δίκαιη κρίση. Με άλλα λόγια η κρίση εκείνη που θα θεωρήσει ως υπέρτατο αγαθό και δικαιολογημένο ενδιαφέρον την πληροφόρηση της κοινής γνώμης για ένα θέμα, αυτό των υποκλοπών, που υπονόμευσε τους θεσμούς ενός κράτους δικαίου ή, αντιθέτως , θα υπερασπιστεί έργα και ημέρες του Πρωθυπουργικού ανεψιού, που τον οδήγησαν, τελικά, στην παραίτησή του.