Γράφει η :
ΧΑΡΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Επισκεπτόμασταν τον τάφο του Μπελογιάννη παραμονή, γιατί ανήμερα «τον τιμούσε» αντιπροσωπεία του ΚΚΕ με μια ανθοδέσμη κόκκινα γαρύφαλλα. Ήταν σαν κοροϊδία, αφού το ίδιο το Κόμμα με επικεφαλής τον τότε αρχηγό του τον είχε προδώσει. Ακόμα και τον Πλουμπίδη έβγαλε χαφιέ, για να τα καταφέρει.
«Η πρώτη δίκη φάρσα», όπως τη χαρακτηρίζει η Έλλη, «τελείωσε χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. «Όταν όμως η δίκη πλησίαζε στο τέλος της, ξέσπασαν τα καινούργια «γεγονότα», που προετοίμασαν τη δεύτερη δίκη για κατασκοπεία: οι «ασύρματοι» για την επικοινωνία της οργάνωσης στο εσωτερικό της Ελλάδας με την ηγεσία εκτός Ελλάδος, τα σήματα, η αυτοκτονία του Βαβούδη. Ο Πλουμπίδης μας έστειλε ένα καθησυχαστικό σημείωμα (…) στο οποίο μας διαβεβαίωνε ότι όσα λέγονταν για σήματα και τέτοια ήταν «μύθος», διότι δεν κρατιόταν αρχείο. Πάντα ο Πλουμπίδης είχε δείξει απίθανη αφέλεια σε ό, τι αφορούσε τον Βαβούδη.
Αμέσως μετά τη δίκη η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα γίνουν εκτελέσεις κι αυτό μας έκανε να ανασάνουμε», γράφει η Έλλη στο βιβλίο της.
Η πρώτη δίκη τελείωσε στα μέσα του Νοέμβρη του 1951. Η δεύτερη άρχισε στα μέσα του Φλεβάρη του 1952 και τελείωσε στις 29. «Ήτανε χρόνος δίσεκτος και μήνας μαυρισμένος», τονίζει ανατρέχοντας στη δύναμη της δημοτικής μας ποίησης, για να εκφράσει τι σήμαινε ο χρόνος και ο μήνας που σημάδεψε τη ζωή τους οικτρά…
ΜΑΡΤΥΡΊΕΣ: «Μιλώ φυσικά για την επιστολή που έστειλε ο Νίκος Πλουμπίδης στους δικηγόρους του Νίκου:
Έπαιρνε πάνω του την ευθύνη της παράνομης δράσης του Κόμματος και ζητούσε να δικαστεί αυτός αντί για τον Μπελογιάννη. Το είχαμε δει το γράμμα αυτό όπως δημοσιεύτηκε στον Τύπο. Μας έφερε ένας γέρος φύλακας το απόκομμα. «Σωθήκατε», μας είπε χαρούμενος. Εμάς μας αναστάτωσε αυτό το μήνυμα της ελπίδας που μας έστελνε τόσο απλόχερα ο σύντροφός μας. Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς συναισθήματα σαν αυτά που νιώσαμε. Θα το πω όσο πιο στεγνά μπορώ: Σε καμιά περίπτωση ο Νίκος δεν θα άφηνε να βρεθεί άλλος στη θέση του. Μα το καταλαβαίναμε πως αυτό το γράμμα άλλαζε την κατάσταση, δίχως να χρειαστεί να πέσει ο Πλουμπίδης στα χέρια τους.(…). Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Την άλλη μέρα ο ίδιος φύλακας, σαστισμένος κι αυτός, μας έφερε άλλο απόκομμα εφημερίδας: Η ηγεσία του Κόμματος κατάγγειλε την επιστολή Πλουμπίδη σαν πλαστή κι έλεγε πως ο Πλουμπίδης βρισκόταν άρρωστος στο εξωτερικό! Κοίταξα αναστατωμένη τον Νίκο. «Τι είναι αυτό;…», τον ρώτησα. Δίστασε λίγο. ‘‘Ε, δεν καταλαβαίνεις, το Κόμμα δεν θέλει βέβαια να χαθεί κι εκείνος…’’, προσπάθησε να μου εξηγήσει. Μα εκείνο που νιώσαμε κι οι δυο ήταν πως η αποκήρυξη της ενέργειας του Πλουμπίδη άνοιγε τον δρόμο σε ανέμους αντίθετους από εκείνους που είχαμε ελπίσει πως θα πνέανε. Τι να εξηγήσουμε; Και τι να απαντήσουμε στην πρόταση των δικηγόρων να χρησιμοποιήσουμε ένα «νέο στοιχείο», αφού το ίδιο το Κόμμα διακήρυσσε πως το στοιχείο αυτό δεν είχε καμία αξία; Από την ώρα εκείνη είχε αρχίσει η αντίθετη μέτρηση που θα κατέληγε στο «Πυρ». Πρέπει ίσως να το πω, για όσους μπορεί να απορήσουν διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, πως θέλαμε την ελπίδα και τη σωτηρία: Οι αγωνιστές που σκοτώνονται δεν το κάνουν γιατί διαλέξανε το θάνατο. Δεν αυτοκτονεί ο αγωνιστής. Τη ζωή διαλέγει κι αγαπάει την ελπίδα. Αν πεθαίνει είναι γιατί δεν θέλει ζωή με συμβιβασμό. Οι μέρες που περάσαμε στην Καλλιθέα κυλήσανε ανάμεσα στην ελπίδα και στην απόφαση πως δεν υπήρχε ελπίδα».
(Απόσπασμα απ’ το υπό έκδοση μυθιστόρημά μου «Η φίλη μου η Έλλη Παππά. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ»)