Η ευλογιά «γονατίζει» αιγοπρόβατα και παραγωγούς

Ευθεία απειλή για την εγχώρια κτηνοτροφία αποτελεί πλέον η ραγδαία εξάπλωση της ευλογιάς στα αιγοπρόβατα, με το ενδεχόμενο του καθολικού lockdown στην μετακίνηση των ζώων να τίθεται μέσα στην εβδομάδα επί τάπητος στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ως έσχατη λύση για αναχαιτιστεί η ζωονόσος.

Ο κτηνοτροφικός κόσμος βρίσκεται σε αδιέξοδο καθώς τα κρούσματα βαίνουν αυξανόμενα, οι έλεγχοι και τα μέτρα βιοασφάλειας λειτουργούν σαν «παυσίπονο» και δεν μπορούν να σταματήσουν την «αιμορραγία» στην αξία του ζωικού κεφαλαίου.

Το αρμόδιο υπουργείο βρίσκεται στο δίλλημα του να συνεχίσει την αδιέξοδη, όπως αποδεικνύεται, στρατηγική της εκρίζωσης μέσω των μαζικών σφαγών που μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου «μεταφράζεται» σε 312.327 θανατώσεις και 1100 μολυσμένες εκτροφές ή να προχωρήσει σε lockdown.

Ο αρμόδιος Υπουργός Κώστας Τσιάρας κατά την πρώτη τοποθέτησή του στην συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, ενημερώνοντας τα μέλη της Επιτροπής σχετικά με την πορεία της ζωονόσου και τα μέτρα που λαμβάνει το υπουργείο για την αντιμετώπισή της επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι μετά το δεκαήμερο σχέδιο του ΥΠΑΑΤ με τα μέτρα που ελήφθησαν για την αναχαίτιση της ζωονόσου γίνεται επανεκτίμηση της κατάστασης.

Βαρύ το κόστος

Πάντως το κόστος της διατήρησης του υφιστάμενου καθεστώτος εκρίζωσης είναι ήδη βαρύ για τους κτηνοτρόφους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των παραγωγών κάθε ζώο αποφέρει ετήσιο εισόδημα περίπου 1.000 ευρώ. Η θανάτωση 300.000 ζώων οδηγεί απώλεια 300 εκατ. ευρώ μόνο στην πρωτογενή παραγωγή.

Το αδιέξοδο του κλάδου οδηγεί, δυστυχώς, και σε παραβατικές συμπεριφορές. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα που επικαλέστηκε ο Γενικός Γραμματέας που αφορά σε υπόθεση στην Κοζάνη με 400 πρόβατα που βοσκούσαν σε απαγορευμένη ζώνη, αλλά και περιπτώσεις παράνομων ταφών μολυσμένων ζώων, ενώ υπάρχουν καταγγελίες που αναφέρουν ότι ορισμένοι κτηνοτρόφοι προχωρούν στην απόκρυψη κρουσμάτων για να συνεχίσουν να παράγουν γάλα ή να πουλούν ζώα για λίγο ακόμη, καθώς η πίεση στο εισόδημά τους είναι ασφυκτική.

Ωστόσο και το lockdown είναι μια δύσκολη απόφαση καθώς θα επιφέρει εξίσου μεγάλες συνέπειες σε όλη την αλυσίδα από την παραγωγή μέχρι το ράφι, με τις απώλειες σε παραγωγούς-βιομηχανία και καταναλωτές είναι ήδη ηχηρές. Η εξάπλωση της νόσου περιορίζει την διαθεσιμότητα προϊόντων και αυξάνει το κόστος διαχείρισης για τους κτηνοτρόφους.

Προτεραιότητα των παραγωγών είναι η κάλυψη συμβολαίων με αγορές του εξωτερικού, γεγονός που μειώνει περαιτέρω το ποσοστό διαθέσιμων προϊόντων για την εγχώρια αγορά, ενώ αυξάνει τις τιμές παραγωγού. Μεγάλη μείωση στην παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος «υποθηκεύει» νέο κύκλο ανατιμήσεων σε κρέας, τυρί και γιαούρτι.

Οι τιμές

Ήδη οι τιμές παραγωγού έχουν ανεβεί, με το πρόβειο κρέας να πωλείται από 4,5 έως 4,8 ευρώ το κιλό από 3,5-3,8 ευρώ που ήταν το προηγούμενο διάστημα. Η τιμή παραγωγού στο αρνί διαμορφώνεται στα 9,5 ευρώ το κιλό από 7,5 ευρώ που ήταν πριν την έναρξη της νόσου. Οι αυξήσεις στις τιμές παραγωγού έχουν περάσει ήδη και στη λιανική καθώς στα αρνιά και τα κατσίκια οι τιμές έχουν αγγίξει ακόμα και τα 16 ευρώ το κιλό, όταν πριν την έναρξη της ευλογιάς δεν ξεπερνούσαν τα 14 ευρώ.

Το αιγοπρόβειο γάλα πωλείται ήδη από τους παραγωγούς από 1,4 έως 1,6 ευρώ το κιλό, όταν το πρώτο τρίμηνο του έτους η μέση τιμή κυμάνθηκε σε 1,38 ευρώ/κιλό. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται αναπόφευκτα νέες ανατιμήσεις για τον καταναλωτή σε γαλακτοκομικά και τυροκομικά προϊόντα και κυρίως τη φέτα.

 

Γιατί απορρίπτεται ο εμβολιασμός

Η διέξοδος του εμβολιασμού με ευρωπαϊκή εποπτεία, που προτείνουν οι κτηνοτρόφοι μέχρι στιγμής απορρίπτεται από το ΥΠΑΑΤ με κύριο επιχείρημα ότι θα πλήξει σημαντικά τις εξαγωγές της φέτας, καθώς επίσης και εξαιτίας της επιστημονικής άποψης ότι με τον εμβολιασμό τα ζώα αποκτούν αντισώματα για οχτώ χρόνια, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη μετά η διάγνωση στη περίπτωση που η νόσος διεισδύσει σε αυτά.

Ωστόσο οι κτηνοτρόφοι αφήνουν αιχμές ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αποκάλυπτε το πραγματικό μέγεθος της παραγωγή καθώς μέσω του εμβολιασμού θα διαφανεί ο αληθινός αριθμός των αιγοπροβάτων και όχι αυτός που δηλώνεται στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ) πάνω στον οποίο στήθηκε το «πάρτυ βοσκοτόπων» στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής το σύνολο των αιγοπροβάτων ανήλθε το 2024 σε 10.350.915 ζώα, εκ των οποίων 7.774.172 πρόβατα και 2.576.743 αίγες.

Με βάση τα στοιχεία του ΟΣΔΕ που έχει στην κατοχή της η «Ναυτεμπορική» το 2024 δηλώθηκαν για ενισχύσεις συνολικά 15.891.882 αιγοπρόβατα, αριθμός που είναι κατά 53,5% υψηλότερος από τα νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ.

Ο κτηνοτροφικός κόσμος υποστηρίζει ότι το πραγματικό νούμερο υπολείπεται ακόμα περισσότερο από τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ και διαμορφώνεται σε 6-7 εκατ. ζώα συνολικά, συνεπώς η ευλογιά έχει πλήξει πέραν του 5% του ζωικού κεφαλαίου.

Από την πλευρά του το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο αναφερόμενο ειδικά στην ευλογιά των αιγοπροβάτων, τονίζει ότι η Ελλάδα ήταν απαλλαγμένη, αλλά από το 2023 έχει αυξανόμενη συχνότητα εστιών και μεγάλη διασπορά τον Σεπτέμβριο του 2025. Η ασθένεια είναι «Κατηγορίας Α» στην ΕΕ, γεγονός που επιβάλλει άμεσα μέτρα εκρίζωσης, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως ζώνες προστασίας/επιτήρησης, αυστηρά μέτρα βιοασφάλειας και το μέτρο του ‘stamping out’ (άμεση θανάτωση των ζώων). Αυτά τα μέτρα έχουν ως στρατηγικό στόχο να παραμείνει η ΕΕ απαλλαγμένη από τη νόσο.

Η πολιτική της Ε.Ε.

Για το ζήτημα του εμβολιασμού, επισημαίνει ότι η πολιτική της ΕΕ για μη εμβολιασμό βασίζεται στο ότι η νόσος έχει ταχεία εξάπλωση, καθιστώντας αδύνατο τον επιστημονικό διαχωρισμό μεταξύ μόλυνσης από εμβολιακό ή άγριο στέλεχος. Εάν η Ελλάδα περάσει στον εμβολιασμό, αυτό αποτελεί ευθεία παραδοχή ότι η χώρα είναι ενδημική για την Ευλογιά, κάτι που θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στις εξαγωγές και τη διακίνηση γαλακτοκομικών προϊόντων, κυρίως της Φέτας. Η απουσία της Φέτας από τις αγορές του εξωτερικού θα καλυφθεί άμεσα από ανταγωνιστικά προϊόντα.

Η συζήτηση για τον εμβολιασμό πρέπει να γίνει θεσμικά μεταξύ επιστημόνων, πολιτικής ηγεσίας και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με βάση νέα επιστημονικά δεδομένα, ώστε να αποφευχθεί μια απόφαση από την ΕΕ που θα σταθμίσει τον κίνδυνο εξάλειψης του ελληνικού ζωικού κεφαλαίου.