Η θεια Βαγγελή συνεντευξιαζόμενη
Toυ Xρίστου Τούμπουρου
(Μια έκφραση ευγνωμοσύνης από βάθους καρδιάς. Στον μεγάλο εργάτη του πνεύματος κ. Χρήστο Α. Παπακίτσο, άτυπο αλλά αληθινό δάσκαλό μου, λάτρη και υπηρέτη της Τζουμερκιώτικης λαλιάς.)
-Θεία, θέλεις να φύγεις απ’ το χωριό;
Ακούς να φύγω απ’ ιδώ, απ’ τον τόπο μ’.
Πού να πάω εγώ; Πού μ’ τόχουν στρωμένο; Δεν φεύγω ιγώ απ’ το κατ’κιό μ’. Όσο καλό μ’ θέλ’ το κουνάκ’ μ’, δε μ’ θέλ’ ου κόσμους ούλος.
Δεν θα το κούναγα ρούπ από ιδώ, αλλά τι να κάνου, μ’ πονάει η ψ’χή μ’, ξιψ’χάου για κεια τα κούτσκα, τα κοψίδια, τα πιδιά των πιδιών μ’ και τ’ς κουπέλας μ’. Γι’ αυτό καμιά βουλάξεπετάουμεστ’ν Αθήνα, για να ξιπονέσω τσιότσιο.
-Και, πώς είναι η Αθήνα;
Καμίν’ πιδί μ’. Καμίν’. Γι’ αυτό περνάω γλήγορις σαν ίσκιους απ’ όρνιο απ’ ούλους τους συγγινήδις μ’ κι έρχουμε πίσου εδώ να ησυχάσω στο ρ(η)μαδιακό μ’.
-Και, πώς βλέπεις τη ζωή στην Αθήνα;
Δεν είν’ ζωή αυτή που κάνουν. Έχασαν ντιπ κατά ντιπ την ώρα.
Πρωί είν’ αυτό; Κρατάει μέχρι τ’ν ώρα που αμόλαε ο δάσκαλος τα παιδιά απ’ το σκολειό.
Δειλ’νόείν’ αυτό; Την ώρα π’ γουρλεύουμε ιμείς το βράδ’;
-Βλέπονται οι άνθρωποι, βλέπονται;
Τι είν’ αυτά π’ λες πιδάκι μ’. Για φαϊ δε μαζώνουνται ποτέ. Μόνο σιατ-πατ. Τάβλα, αν βάλουν για γιόμα, βάνουν με το γέρμα του ήλιου, όταν αρχινάν να κουρνιάζουν οι κότες. Χαμέν’ στον κόσμο τους.
Ξεκουρτίστ’καν ντιπ.
Άσε που εκείνα τα παιδιά σιουργιανίζουν τα μισάν’χτα! Οι γονιήδες οι έρμ’ όλ’ τ’ νύχτα να περιμένουν πότε τα πιδιά θα ξεκαμπίσουν όταν φέξ’, πέρα στ’ν στράτα.
Τ’ άλλου.
-Ποιο άλλο;
Ο ένας είναι να φάει τον άλλον. Άμα έχ’ συμφέρον θα σ’ πει καλ’μέρα. Άμα δεν έχ’, ιτςκρις. Μπήκαν όλ’ στ’ν στρούγκα. Στρουγκιάστ’καν. Δεν έχ’ λσιά η στρούγκα και δεν μπορούν να βγούν.Χουρεύουν μέσ’ στον τάλαρο. Τα πιδιά..
-Τα παιδιά;
Τα πιδιάκοιμούντα ως το γιόμα. Αχ, πού νάξεραν κι αυτά «γλυκός ου ύπνους τ’ν αυγή, όξου ου κώλους τ’ Λαμπρή».
Α, πα, πα. Χάλασι ου κόσμος, ντιπ καταντίπ πιδάκι μ’. Μ’ αυτά και μ’ άλλα θα μας αποδοκιμάσ’ ου θεός μ’ όσα γλέπ’ απέκ’ αχπάν! Θα μας φουτοκάψ’!
-Βαριές κουβέντες λες θεια Ρίνα.
Γιατί;…Τι ντυμασιά είν’ αυτή π’ φουράν’ οι γυναίκις σήμιρα; Ξεμπλετσώθ’καν ούλες. Τα ‘βγαλαν ούλα στο σιάδ’. Στ’ μέσ’ του κουρμίτ’ς τ’ άφκανζάρκου γύρα-γύρα, σαν ζουνάρ’. Απ’ του δικό τ’ς όμως του τομάρ’, κι ου αφαλός τ’ς φαίνιτι σαν κουμπιδιασμένο άντερου.
Κρεμάν’ και μια κρικέλα στον αφαλό για σκουλαρίκ’. Ε, αυτούνοείν’ απ’ τ’ άγραφα! Ακούς σκουλαρίκ’ στουν αφαλό, στα χείλια, στ’ μύτ’ και στ’ γλώσσα!
-Σαν, να τα λες καλά θεια.
Αμ κι εκείνα τα μπούτια, τα μπράτσα, η τραχλιά, που ‘ναι ούλα όξου; Τα μπλέτσιατ’ςτά ‘χουν κι αυτά ντιπ όξου. Μόνου τ’ςρόγις απ’ τα β’ζιά κρύβουν, ικτός κι αστουχήσουντ’νπλούζαξιθλήκωτ’ και βγουν ούλα στου παζάρ’.
Δε σκιπάζουντίποτις τα σ’κτιά π’ φοράν. Ντιπ μαγνάδια είνι. Φέγγουν απ’ τ’ μίνια άκρ’ στ’νάλλ’. Ιδώ-ικείσμίγ’ του στμόν’ μι του υφάδ’. Είνι σαν τ’ς σφαλαγγουδιές
-Τα μαλλιά;
Αμ για κεια τα μαλλιά τ’ς, τι να σ’ πω η καψαρή! Τα βάφουν κάθιβδουμάδακόκκ’να, πράσ’να, γαλάζια ή μι πουλλά μαζί χρώματα κι φαίνουντι σαν σαλαμέντρις. Βάνουν κι κάτ’ σαν δγιαούρτ’ κι κάτ’ σαν αλεύρ’ στα μάγ(ου)λα, γανώνουν κι μ’ ένα κάρνο τα τζίφλιατ’ς κι είνιέτ(οι)μες, τρουμάρατ’ς, για του έβγα ιδές! Μ’ αυτό του μασκαριλίκ’, νουμίζουνότ’ σταφνίζουντι!
-Πώς βλέπεις τα νέα κορίτσια;
Έχουμι άδικου ιμείς π’ λέμιότ’ οι σημιρ’νέςκουπέλιςτό ‘χασαν ντιπ του γρέκ’ κι γίν’καν ντιπ καταντίπσιουργούν’! Δεν κρατάν, σα θηλ’κά, τ’ θέσ’ τ’ς. Δεν έχουν ντιπ τσίπα, ούτι νουγάν από ΄σεβας. Φλιούντι μι τ’ςγκόμινουςμεσ’ τ’ μέσ’ τ’ δρόμ’. Μ’ αυτό δεν είνιφίλ’μα. Ρούφ(ηγ)μα κι ξεμουτσιούνιασμαείνι. Τόσου πουλύ δεν ξιπιζεύ’ ου νους τς απ’ του κιχρί, π’ δεν κρατιέντι να παν’ ψια παρέκεια να βγάλουν τα φουτιράτ’ς; Φταίμιιμείς οι γριές κι οι γέρ’, π’ μας έρχιτιαφύσ’κα κι αναγούλα, άμα γλέπουμι να κάνουν τετοιανούςσιακάδες κι τέτοιιςπατσιαβέλιςμέσ’ στ’ μέσ’ του παζάρ’;
-Εσείς, τι κάνατε στα χρόνια σας.
Ιμείς στα χρόνια μας, ούτι τον αρραβουνιάρ’ μας δεν γυρίζαμαν μάτ’ να τουνδούμι. Ούτι εκείνους ξάμουνι του χέρ’ τ’ να μας μαλάξ’. Δεν σιουργουνεύαμαν τότις ιμείς ούτι τ’ν αφεντιά μας ούτι του σόϊ μας. Αν κάναμαν και το παραμκρούτσ’κο, δε θα μας έφταναν ούλα τα κουλόπανα τ’ χουριού για να βλώσουμι τα στόματα τ’ κόσμ’. Ούτι ου Άραχθους μαζί μι τουν Άσπρου δε θα μπόραγαν να ξιπλύνουντ’ςντρουπές κι τ’ςγάνις μας. «Θα ‘μασταν για του γάιδαρου καβάλα»!
Αυτές τώρα ούτε που μετράν πόσοι τ’ς απαύτωσαν προτού παντρευτούν. Έχασαν τον αριθμό.
Γι’ αυτίνο σας λέου, ότ’ θα μας ξιδοκιμάσ’ ου Θεός.
Μετά Τιμής, Από τα ορεινά και συνεντευξιαζόμενα Τζουμέρκα με μια απορία.
Χρίστος Α. Τούμπουρος,
Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης