Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΤΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

(ο θρύλος της απολίθωσης των μαστόρων)

Γράφει ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

Δυο σημαντικοί νεοελληνικοί θρύλοι αναφέρονται σε αντίστοιχα κτίρια της Άρτας. Ο πρώτος, ο μείζων, που αναφέρεται στο Γεφύρι της Άρτας, είναι πασίγνωστος και πανελλήνιος, αφού το αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι επιχωριάζει σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Ο δεύτερος, όμως, ο ελάττων, που αναφέρεται στην μεγαλοπρεπή μεσαιωνική εκκλησία της Άρτας, την «Παρηγορήτισσα», είναι σχεδόν άγνωστος στο πανελλήνιο, απολησμονιέται δε ακόμη και από τους Αρτινούς. Κοινός τόπος των δυο αυτών θρύλων η σκόπιμη ανθρωποκτονία στο κτίσιμο του αντίστοιχου οικοδομήματος και η διαφορά τους βασική και ουσιώδης: Η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα γίνεται στην αρχή του έργου και με σκοπό να στεριώσει αυτό, χωρίς δε τη θυσία αυτή ήταν αδύνατη η εκτέλεση του έργου. «Αν δεν στεργιώσετε άνθρωπο γιοφύρι δεν στεργιώνει…».

Αντίθετα, στην Παρηγορίτισσα, το έργο έχει ολοκληρωθεί, έχει στεριώσει και είναι έτοιμο και ο πρωτομάστορας από ζήλεια και φθόνο σκοτώνει τον καλύτερο μαθητή του που έκτισε την θαυμαστή ομορφοεκκλησιά καλύτερα απ΄ότι θα την έκτιζε ο ίδιος.
Η επιβλητική, μεγαλοπρεπής και περικαλλής εκκλησία της Άρτας, που είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και επονομάζεται «Παναγία η Παρηγορηθείσα» ή «Παρηγορίτισσα» ή «Παρηγορίτ’σα» κτίστηκε στο τέλος του δεκάτου τρίτου μ.Χ. αιώνα (μεταξύ 1289 και 1296). Κτίτορες αυτής ο Νικηφόρος πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ Β΄, και η Άννα, δεύτερη σύζυγός του. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου τότε και η Άρτα που ήταν η πρωτεύουσά του, βρίσκονταν στη μεγάλη ακμή τους.
Τη αρτινή αυτή λαϊκή παράδοση διέσωσε και κατέγραψε ο λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης το έτος 1895. Από εκεί την πήρε ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολέτης και την δημοσίευσε1 χωρίς παρατηρήσεις, σχόλια ή ερμηνεία.

Την πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του θρύλου αυτού, απ΄όσο γνωρίζω βέβαια, έκανε ο Κώστας Ρωμαίος2. Πριν προσεγγίσουμε περισσότερο την σπουδαία αυτή λαϊκή παράδοση, ας δούμε το κείμενό της, όπως το δημοσίευσε ο Νικόλαος Πολίτης:
«…Την εκκλησία την Παρηγορίτισσα την είχε σχεδιάσει ένας μεγάλος τεχνίτης του καιρού εκείνου, εδώ και χίλια χρόνια σας λέω τώρα. Το λοιπόν αυτός ο μηχανικός, αφού έδωκε το σχέδιο, τον προσκάλεσαν σ΄άλλο μέρος να φκιάση κάτι άλλο, παλάτι, εκκλησία, σπίτι, φυλακή, ας είναι, δεν μας μέλει. Επήγε λοιπόν και άφησε στο ποδάρι του το μαθητή του, τον πρώτο ψυχογιό του. Αυτός ο ψυχογιός ήταν ένα έξυπνο παιδί και καλό. Επήρε το σχέδιο του μάστορά του, μα έβαλε επιμέλεια πολλή και με την εξυπνάδα του κατόρθωσε να φκιάση την εκκλησία καλύτερη από το σχέδιο του μάστορά του. Έρχεται λοιπόν ο μάστορας, σαν εσκόλασε εκείνη την άλλη δουλειά, και τον βρίσκει:

– Τη σκόλασες γιέ μου την Παρηγορίτ’σα;
– Τη σκόλασα, μάστορα, και την έφκιασα καλύτερα από το σχέδιο της αφεντιάς σου, καυχήθηκε το παιδί, και πάμε να την ιδής.
– Πάμε λέει και ο μάστορας.
Έρχονται τη βλέπουν. Αλήθεια, ήταν καλύτερη από το σχέδιο. Τότε ο παγκάκιστος, που βάνει τα σκάνδαλα στον κόσμο και τις αμαρτίες, εφτόνησε και βάνει ζήλεια στην ψυχή του μάστορα. «Μπα! Είπε μέσα του, πως αυτό το παιδί από τώρα να με περνάει εμένα; Τότε εγώ το λοιπόν δεν είμαι τίποτε, κατάλαβες;» Και μια σατανική ιδέα μπήκε στο μυαλό του μάστορα.

– Αλήθεια, του λέει, παιδί μου, την έφκιασες καλύτερη από μένα την εκκλησιά και αν ζήσης θα γίνης ένας μεγάλος τεχνίτης. Μα τούτη εδώ την κόχη μού φαίνεται πως δεν την έχεις τόσο ίσια. Σα να στραβοφέρνη ψίχα.
– Ποιά; Λέει το παιδί. Πώς στραβοφέρνει;
– Για έλα δω απάνω να την ιδής καλύτερα.
Ανεβαίνουν και οι δυο ψηλά σε μια κόχη:
– Σκύψε του λέει ο μάστορας, σκύψε να ιδής πως στραβοφέρνει.

Σκύφτει το παιδί. Μια το΄χει ο μάστορας, το ρίχνει. Μα, κοίταξε ο Θεός, μεγάλη η χάρη Του, πως ήθελε να δώσει ένα παράδειγμα στον άνθρωπο. Καθώς γλίστρησε το παιδί, αρπάχτηκε από το μάστορα και στη στιγμή τον σέρνει μαζί του. Και πέφτουν μαζί και οι δυο και σπαρτάρουν και γίνονται εκείνα τα δυο λιθάρια που φαίνονται κάτω σαν καμπούρες. Εκείνο το μεγάλο ειν΄ο μάστορας και το μικρό είν΄ ο κάλφας του…»
-Η πρώτη παρατήρηση του καταγεγραμμένου θρύλου μας είναι ότι η δημοσιευμένη μορφή του είναι αναλυτική και χαλαρή, μοιάζει με παραμύθι, ενώ, αν ήταν συμπυκνωμένη, θα ήταν πιο δραματική.

-Ο Κ. Ρωμαίος πιστεύει ότι είναι εξόφθαλμη η φιλολογική παρέμβαση και φραστική διασκευή της παράδοσης του συλλογέα της Αντ. Τραυλαντώνη και βέβαια έχει δίκιο.
-Κεντρικό θέμα, βέβαια, και κίνητρο είναι το φοβερό και άγριο συναίσθημα της ζήλειας και του φθόνου. Ενός φθόνου, όμως, εντελώς ιδιότυπου, πρωτόγνωρου, επαγγελματικού που δεν μοιάζει καθόλου με αυτόν του παθολογικά φθονερού ανθρώπου, του συνήθως άτυχου, κατώτερου και μη προικισμένου με αρετές. Εδώ έχουμε τη ζήλεια και τον φθόνο του καλύτερου, του πρώτου ενός επαγγελματικού κύκλου, ο οποίος αισθάνεται ότι διασκελίζεται, προσπερνιέται από κάποιον άλλον, τον μαθητή του. Είναι ο φθόνος των «ομοτέχνων» τόσο παλαιός, όσο και ο άνθρωπος. «Κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτονι τέκτων».3

-Κανείς επιτυχημένος συνήθως δεν μπορεί να συμβιβασθεί με την ιδέα ότι κάποιος άλλος ομότεχνος του τον ξεπέρασε. Κάνει τα πάντα να σταματήσει ή να επιβραδύνει την λαμπρή και επιτυχή πορεία του και, αν δεν το καταφέρει, σιωπεί με διακριτική, δήθεν, και επίπλαστη ευγένεια. Μέσα του, όμως, νιώθει το ίδιο συναίσθημα με τον πρωτομάστορα της Παρηγορίτισσας.
-Για να μπορέσει να λειτουργήσει ο μύθος, επινοήθηκε η αναγκαστική απουσία του πρωτομάστορα, έτσι ώστε να λείπει αυτός ικανό χρόνο και τελικά να φτιάξει ο ψυχογιός του την περίλαμπρη εκκλησία μόνος.
-Σαν γύρισε ο πρωτομάστορας, ο μαθητής τον ενημερώνει ότι τέλειωσε την εκκλησία και την έφτιαξε καλύτερη απ΄ότι το σχέδιο της, πράγμα που ήταν αληθινό. Ο μαθητής καυχήθηκε, αυτοεπαινέθηκε, κατά τρόπο που είναι σύμφωνος με την ορμή, ανυπομονησία και ασυγκράτητη φιλοδοξία της νιότης του, αλλά ασύμβατος με το σεβασμό που θα έπρεπε να έχει στο δάσκαλό του. Μια ηπειρωτική παροιμία, σε μικρή παράφραση, αποδίδει την κατάσταση ως εξής: «Έμαθα και μαστορεύω και ξεχνώ το μάστορά μου». Κι ύστερα προς τι η βιασύνη; Δεν θα έβλεπε το έργο σε λίγο ο πρωτομάστορας από μόνος του;

Ο αρχιτεχνίτης στην αρχή δεν επηρεάστηκε και θεώρησε τα όσα έλεγε ο μαθητής του ως άκρατη καυχησιολογία, που ταιριάζει στην ηλικία του. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Αμέσως φώλιασα ο φθόνος στην ψυχή του σαν αντίκρισε την εκκλησία και αποφάσισε την εξόντωση του ψυχογιού του, αφού πρώτα τον επαίνεσε με υποκρισία και υστεροβουλία. «Αλήθεια παιδί μου, την έφκιασες καλύτερη από μένα την εκκλησιά, και, αν ζήσεις θα γίνεις ένα μεγάλος τεχνίτης…»
Η συνέχεια του θρύλου είναι το σχέδιο που εξύφανε ο Τεχνίτης να εξοντώσει τον μαθητή του, με τρόπο που να δείχνει πως ήταν ατύχημα ο θάνατός του. Η θεία δίκη δεν έσωσε τον αθώο από τον άδικο θάνατο, συμπαρέσυρε όμως σ΄αυτόν και τον θύτη.
Θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε στην πλοκή του μύθου άλλη εξέλιξη, με ηθική κάθαρση, δηλαδή με ένα άλλο, κάποιο τρόπο να γκρεμισθεί ο μάστορας και να σωθεί ο μαθητής, ο φαινομενικά τουλάχιστον άμοιρος ευθυνών.

Η τιμωρία, όμως του μαθητή, άδικη βέβαια και σκληρή, είναι τυχαία σύλληψη της αρτινής λαϊκής παράδοσης ή υπόκεινται σ΄αυτή πανάρχαιες ιδέες και δοξασίες; Λαϊκή δοξασία, που έχει βαθιές ρίζες στην αρχαιότητα, λέει ότι το περίσσιο καύκημα είναι μορφή «ύβρεως». Δεν πρέπει να καυκιέται αλόγιστα κανείς σε τρίτους για κάτι και να δείχνει την αγάπη του γι΄αυτό. Συνέπεια είναι ο παραβάτης να κτυπηθεί από τη ζηλόφθονη Νέμεση σ΄αυτό ακριβώς για το οποίο καυχήθηκε. Η Νιόβη καυχήθηκε στη Λητώ ότι είχε επτά γιους και επτά κόρες, ενώ αυτή είχε μόνο ένα γιο και μια κόρη. Η αλαζονεία αυτή της Νιόβης είχε σαν αποτέλεσμα ο Απόλλωνας να σκοτώσει τους γιούς της και η Άρτεμη τις κόρες της κι η ίδια να γίνει πέτρα στο όρος Σίπυλον της Μικράς Ασίας.4

Άλλωστε, ο αρτινός θρύλος έχει όλα τα γνωρίσματα της αρχαίας δραματικής τέχνης, καταπιάνεται με την ανθρώπινη ψυχολογία κι εκεί δεν έχουμε πάντοτε ηθικά ολοκληρωμένες λύσεις, ούτε απάντηση στον καταμερισμό των ευθυνών και συνεπειών. Ενδιαφέρει η κορύφωση του δράματος κι ας πληρώνουν άδικα και αθώοι. Πλάϊ στους φταίχτες Κρέοντα, Θησέα, Μήδεια και Ιάσονα, πληρώνουν οι αθώοι Αίμων, Ιππόλυτος και τα μικρά παιδιά της Μήδειας.
Οι σκοτωμένοι όμως δεν ήταν τυχαίοι.Ο ένας, ο αρχιτεχνίτης, έφτιαξε τα σχέδια της θαυμαστής εκκλησίας της Παρηγορίτισσας, κι ο άλλος, ο μαθητής, την οικοδόμησε καλύτερη και ομορφότερη από τα σχέδια. Δεν έπρεπε να χαθούν όπως οι τυχαίοι νεκροί, γι΄αυτό και απολιθώθηκαν. Έμειναν εκεί στην ίδια θέση που γκρεμίστηκαν αιώνια. «πέφτουν μαζί και οι δυο… και γίνονται εκείνα τα δυο λιθάρια που φαίνονται σαν καμπούρες. “Εκείνο το μεγάλο είν΄ ο μάστορας και το μικρό είν’ ο κάλφας του”. Αιτία που προκάλεσε την απολίθωση ήταν ο φθόνος και το έγκλημα ενός από τους δυο. Υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις απολίθωσης: Ολόκληρο «συμπεθεριό» μαρμάρωσε, επειδή ο Θεός οργίστηκε για την άδικη πράξη ενός απ΄όλους της ακολουθίας, του κουμπάρου εναντίον της νύφης. Μαζί με τον έναν και τον άδικο, τερμάτισαν τη ζωή τους και έγιναν πέτρες και όλοι οι άλλοι, οι αθώοι, γαμπρός, νύφη, συμπέθεροι, ακόμη και οι γύφτοι που πήγαιναν μπροστά παίζοντας τα όργανα. Απολιθωμένο όλο το συμπεθεριό διατηρεί ωστόσο τις αρχικές μορφές.5

Νεοελληνικές παραδόσεις για απολιθωμένες γυναίκες υπάρχουν αρκετές και αναφέρονται σε διάφορα μέρη: Στη Νάξο η «Γυναικόπετρα», στην Πάρο η «Μαρμαρωμένη Γυναίκα», στη Σινώπη του Πόντου η «Βυζάνα», στη Θάσο η «Γυναίκα», στη Λέσβο η «Μαρμαρωμένη Κοπέλλα» και βέβαια στη Σκιάθο η περίφημη «Φλαντρώ6
Επομένως, έχουμε ως συμπέρασμα ότι ο αρτινός λαός θέλοντας να υμνήσει την όμορφη και μεγαλοπρεπή εκκλησία του, την «Παρηγορίτισσα» και βλέποντας πλάϊ της τις δυο πέτρες, που κάπως μοιάζουν με ανθρώπους, συνέθεσε την ιστορία αυτή, που φαντάστηκε ότι συνέβη. Στην πρωτότυπη αυτή ιστορία ενυπάρχουν γνήσια τραγικά στοιχεία με σημαντικές ψυχολογικές απόψεις.

Γι΄αυτό η λαϊκή αυτή παράδοση δεν πρέπει να απολησμονιέται.
Σημειώσεις
1. Βλ. Νικολάου Πολίτη: « Παραδόσεις», τόμος Α΄, σελ. 119-120
2. Βλ. Κώστα Ρωμαίου: Κοντά στις ρίζες, Αθήνα 1959, σελ. 269-275
3. Ησίοδος: Έργα και Ημέραι
4. Βλ. Κώστα Ρωμαίου, ό.π. σελ. 253-259
5. Βλ. περισσότερα στα «Μαρμαρώματα» του Νικολάου Πολίτη, τόμος Α΄, σελ. 149-173.
6. Βλ. Αλεξ. Παπαδιαμάντη, δημοσίευση στο περιοδικό «Τέχνη» έτους 1899 και του ίδιου το διήγημα «Στ΄ αγνάντεμα».